ΕΔΩ ο κορωνοϊός τρέλανε όλον τον κόσμο και έχει φέρει τα πάνω κάτω θα αφήνει ήσυχο εμένα να γράφω με τους ρυθμούς μου;

ΘΕΛΩ-δεν θέλω, λοιπόν, θα πρέπει να ακολουθώ τον αλλοπρόσαλλο ρυθμό για να μην μπερδεύω τα βήματά μου, χορεύοντας τον τσάμικο σαν καλαματιανό.

ΚΑΙ προκειμένου να έχουν κάποια σχετική συνέχεια και νόημα τα γραφόμενά μου και να βγάζετε μια άκρη, είπα να γράφω τη στήλη όπως έγραφα μικρός ένα ημερολόγιο που κρατούσα.

ΣΥΝΕΠΩΣ, το κομμάτι που μόλις αρχίσατε να διαβάζετε γράφτηκε την περασμένη Πέμπτη το απόγευμα, δηλαδή στις 26 Μαρτίου.

ΚΑΙ ο λόγος που γράφτηκε πριν αρκετοί από εσάς διαβάσετε το προηγούμενο, είναι ορισμένα τηλεφωνήματα που έλαβα από παλιούς μου αναγνώστες κάθε ηλικιακής, κοινωνικής και ιδεολογικής απόχρωσης.

ΤΑ τηλεφωνήματα αυτά τα έλαβα κατά τη διάρκεια της καθημερινής μου βόλτας, που, συνήθως, διαρκεί συνήθως από τρεις έως τέσσερις ώρες, αφού περπατάω γύρω στα 15 χιλιόμετρα.

Ο αριθμός του κινητού μου είναι καινούργιος, που σημαίνει ότι δεν τον γνωρίζουν περισσότερα από 20 άτομα. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαντάω σε μη αποθηκευμένους και αναγνωρίσιμους αριθμούς.

ΕΛΑ όμως που πήγαινα στο σπίτι της κόρης μου και αυτή πού και πού αποκρύπτει λόγω δουλειάς τον αριθμό της.

ΑΥΤΟΣ ήταν ο λόγος που απάντησα στον άγνωστο αριθμό, ανοίγοντας εν αγνοία μου διάπλατα τις πύλες στον… ηλεκτρονικό κορονοϊό του διαδικτύου…

ΚΑΙ επειδή, ως συνήθως, ενός κακού μύρια έπονται, ο αριθμός του κινητού μου μεταδόθηκε πιο γρήγορα από τον κορονοϊό και μέσα σε ένα τρίωρο έλαβα τέσσερα τηλεφωνήματα!

Ο πρώτος που μου τηλεφώνησε αρνήθηκε να μου αποκαλύψει ποιος του έδωσε τον αριθμό μου, ενώ ο δεύτερος, το πρώτο πράγμα που με ρώτησε, αφού με καλημέρισε, ήταν αν μπορεί να δώσει τον αριθμό μου σε έναν κοινό μας φίλο.

Ο τρίτος και ο τέταρτος (οι οποίοι ήταν, μεν, φανατικοί μου αναγνώστες, αλλά εντελώς άγνωστοι) όταν τους ρώτησα «πού βρήκαν τον αριθμό», είπαν ότι είχαν ορκιστεί στο άτομο που τους τον έδωσε ότι δεν θα αποκαλύψουν το όνομά του.

ΝΑ τονίσω εδώ, ότι και οι τέσσερις που μου τηλεφώνησαν, δεν το έκαναν ούτε για να μου δώσουν συγχαρητήρια ούτε να εκφράσουν τις διαφωνίες τους για τα γραφόμενά μου, όπως γινόταν στο παρελθόν που εργαζόμουν στην εφημερίδα.

Ο λόγος που μου τηλεφώνησαν και οι τέσσερις, ήταν για να με ευχαριστήσουν που ξανάρχισα να γράφω στον «Νέο Κόσμο» και να τονίσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, πόσο τους είχαν λείψει τα γραπτά μου και η παρέα που τους έκανα διαβάζοντάς τα.

ΔΕΝ θα σας κρύψω, ότι στο διάσπαρτο τετράωρο μεταξύ αυτών των τηλεφωνημάτων, συνέβαλε στο να ζήσω τα πιο έντονα συναισθήματα σε
συγκίνηση και ικανοποίηση για τα γραφόμενά μου, στα 45 χρόνια που γράφω στον «Ν.Κ.».

ΜΕΧΡΙ τώρα, ειλικρινά δεν είχα πειστεί, ότι αξίζει να γράφει κανείς, αφού πολλές φορές περισσότερες ήταν οι ύβρεις παρά τα καλά λόγια.

Ο φίλος, όμως, που μου τηλεφώνησε (ο οποίος εκτός από καλλιτέχνης είναι και συνάδελφος), βάλθηκε να στραπατσάρει ορισμένες βεβαιότητές μου, λέγοντάς μου ότι θα εκπλαγώ αν μου πει ότι δεν έχω λείψει μόνο στον ίδιο, αλλά και σε πολλούς άλλους, οι οποίοι μόνιμα διαφωνούσαν και διαμαρτύρονταν γι’ αυτά που έγραφα.

«ΔΕΝ θα πιστέψεις Μπάμπη», μου είπε, «αν σου πω τα ονόματά τους, πόσοι από αυτούς σε εκτιμούν, όχι μόνο γιατί έχεις το θάρρος να τα γράφεις, αλλά και γι’ αυτό που είσαι. Σε όλους μας έχεις λείψει».

ΚΑΙ συνέχισε όταν του είπα ότι αυτά να τα πει στην διεύθυνση της εφημερίδας και τον αρχισυντάκτη, τον οποίο και τον ταλαιπωρώ πολλές φορές τον έρημο με αυτά που γράφω.

ΚΑΙ επ’ ευκαιρία να προσθέσω και δημόσια, ότι αν για 40 ολόκληρα χρόνια έχει ανεχθεί κάποιος τις ουκ ολίγες παραξενιές μου, τα κολλήματά μου, την τεμπελιά μου και πάμπολλα άλλα κακά μου, αυτός είναι ο Σωτήρης Χατζημανώλης.

Ο Σωτήρης, μπορεί και κάνει για μένα κάτι που εγώ δεν θα έκανα, όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά ούτε και για τον εαυτό μου. Μοναδικός και ατελείωτος σε υπομονή και καλοσύνη…

ΤΟΝ ευχαριστώ και υπόσχομαι δημόσια, όχι μόνο αυτόν, αλλά και τον Δημήτρη Τρωαδίτη, που διορθώνει και τα ακαταλαβίστικα και ανορθόγραφα, πολλές φορές, γραπτά μου, ότι θα συνεχίσω να τους ταλαιπωρώ όσο γράφω.

ΝΑ τονίσω, επίσης, ότι θα ακολουθήσω τις συμβουλές του συνάδελφου καλλιτέχνη και θα προσπαθήσω να διαβάζω ακόμα και τα πιο υβριστικά σχόλια των… Facebookιστών αναγνωστών μου, αν τους βοηθούν να πορεύονται σε τούτο τον άπονο κόσμο τα γραπτά μου.

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ, να τα χρησιμοποιούν σαν ένα είδος εκτονωτικής ψυχανάλυσης. Συνεπώς, το ίδιο μπορώ να κάνω και εγώ από την πλευρά μου και να σταματήσω να πληρώνω τζάμπα λεφτά τον ψυχαναλυτή μου, που τις περισσότερες φορές με μπερδεύει περισσότερο…

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 27 Μαρτίου.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ξεκίνησε τούτη η μέρα. Γύρω στις 10 το πρωί συνάντησα τον Μάνο, την Χριστίνα και τον Ιωσήφ για να πιούμε σαν κυνηγημένοι στα γρήγορα και όρθιοι έναν καφέ σε μια παραθαλάσσια καφετέρια στην St Kilda, κοντά στη γειτονιά μου.

ΘΑ πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή ήταν η τρίτη συνεχόμενη μέρα που έπινα με παρέα καφέ στα όρθια. Τις δυο προηγούμενες, ήταν με την κόρη μου στη γωνία ενός πάρκου, που είχε μαγαζάκι, στο Prahran.

ΤΟ όλο σκηνικό μου θύμιζε ασπρόμαυρες ιταλικές ταινίες της δεκαετίας 1950 και ’60, που έδειχναν Ιταλούς εργάτες να πίνουν στα όρθια τον εσπρέσο τους στα καφενεδάκια της εποχής που βρίσκονταν στις πλατφόρμες των σταθμών.

ΕΚΕΙΝΟΙ, βέβαια, έπιναν όρθιοι και στα γρήγορα το καφεδάκι τους για να προλάβουν το τρένο να πάνε στη δουλειά τους, ενώ εμείς, αν και είχαμε για… σκότωμα ολόκληρο το οκτάωρο, αναγκαστήκαμε κάποια στιγμή να φύγουμε λόγω ορθοστασίας…

ΤΟ τελειωτικό χτύπημα για να αποφασίσουμε να φύγουμε μια ώρα γρηγορότερα, μας το έδωσε ο ιδιοκτήτης της καφετέριας, ο οποίος έστειλε τον βοηθό του να μας πει ότι, σύμφωνα με τους έκτακτους κανονισμούς, θα πρέπει να καθόμαστε τέσσερα τετραγωνικά μέτρα (και όχι δύο) μακρυά ο ένας από τον άλλο.

ΤΟΥ εξήγησα, ότι τα δύο μέτρα μακρυά που καθόμαστε ο ένας από τον άλλον, ήταν τέσσερα τετραγωνικά και τον παρακάλεσα να πει στο αφεντικό του, ότι αν και δεν σκαμπάζει από μαθηματικά, θα γινόταν καλός μπάτσος.

ΚΑΙ σκεφτείτε ότι είμαστε κυριολεκτικά στο τεράστιο πεζοδρόμιο του δρόμου και 50 μέτρα μακρυά από το μαγαζί του…

ΑΜΕΣΩΣ μετά φύγαμε και εγώ άρχισα την καθημερινή μου βόλτα για να περάσω από την κόρη μου, η οποία και με περιμένει να πάμε για καφέ στο μαγαζάκι του πάρκου.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ, περνώ τακτικά και την βλέπω, γιατί εδώ και σχεδόν τρεις εβδομάδες εργάζεται και αυτή -όπως και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι- από το σπίτι της.

ΝΑ δείτε, που αυτό το απάνθρωπο αντικοινωνικό μέτρο θα γίνει της… μόδας και θα παραμείνει σιγά-σιγά σε ισχύ και μετά το τσουνάμι του εγκλεισμού μας στα σπίτια μας λόγω του κορονοϊού.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ οικόσιτα θα καταντήσουμε, αγαπητοί αναγνώστες. Όσες λιγότερες συναναστροφές και πάρε-δώσε έχουμε με άλλους ανθρώπους, τόσο το καλύτερο για το σύστημα και τους… προστάτες μας.

Ελληνικό είναι ακόμα το μοναδικό Milk Bar που βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο (Fitzroy St.) της St Kilda. Σαράντα χρόνια βρίσκεται σε αυτή τη γωνιά, πάντα χαμογελαστός και πρόθυμος ο Χρήστος Αντωνίου από το Βαλτινό Σερρών. Φώτο: Supplied

ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής, τα τελευταία χρόνια με τους περισσότερους γνωστούς και φίλους επικοινωνούμε μέσω κινητού, μηνυμάτων, email και Skype.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ αναγνωρίσιμες μας είναι πια οι ηλεκτρονικές τους φάτσες παρά οι φυσικές τους. Άσε που αν συνηθίσουμε να επικοινωνούμε έτσι, δεν θα κινδυνεύουμε και από τους fucking ιούς…

ΟΙ ιοί, είναι σαν τους… φίλους μου που στήνουν καραούλι στο μπαξέ του Facebook και έτσι και διαβάσουν κανένα γραπτό μου μου την πέφτουν όλοι μαζί σαν πεινασμένα κοράκια.

ΤΟ Σαββατοκύριακο, 28 και 29 Μαρτίου αποφάσισα (λόγω ανωτέρας βίας, βέβαια) να το αφιερώσω αποκλειστικά στον εαυτό μου και τους περιπάτους μου που διαρκούν πάνω από ένα δίωρο.

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ τις συμβουλές αυτών που ξέρουν και έχουν πολλά να πουν για ταξίδια και τον κόσμο, το τελευταίο τετράμηνο που βρίσκομαι στην Αυστραλία έχω περπατήσει πάνω από 800 χιλιόμετρα γύρω από την γειτονιά μου.

ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ σχεδόν σε όλες τις γειτονιές της St Kilda, του Middle Park, του Albert Park, του South Melbourne, toy Port Melbourne και του κέντρου της Μελβούρνης που, αν και εργαζόμουν εκεί 40 χρόνια, δεν το ήξερα.

ΠΡΙΝ πολλά χρόνια, ένας μεγάλος ταξιδιώτης είχε πει ότι, ο καλύτερος τρόπος να δεις τον κόσμο είναι να τον περπατήσεις, ο δεύτερος καλύτερος είναι να τον γυρίσεις με άλογο, ο τρίτος με μοτοσυκλέτα και ο τέταρτος με τρένο.

ΑΝ είναι να τον γυρίσεις με αεροπλάνο, καλύτερα να καθίσεις στο σαλόνι σου να χαζεύεις σε χάρτες και να βλέπεις στην τηλεόραση κανένα καλό ντοκιμαντέρ.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ το Σάββατο το απόγευμα από μια μεγάλη βόλτα στις εβραϊκές γειτονιές της St Kilda που μου αρέσουν πολύ, σταμάτησα σε ένα παλιό Milk Bar που είναι στη γωνία Fitzroy και Acland Street.

ΤΟ Milk Bar αυτό είναι ίσως από τα ελάχιστα που ακόμα βρίσκονται σε ελληνικά χέρια. Σταμάτησα λοιπόν και μίλησα ένα περίπου δεκάλεπτο με τον ιδιοκτήτη του τον οποίο και γνωρίζω αρκετά χρόνια, μιας και υπήρξε φίλος του Τάκη Γκόγκου.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ, βέβαια, στον Χρήστο Αντωνίου που έχει το μαγαζί πάνω από 40 χρόνια και ακόμα δεν λέει να το αφήσει, αν και τα τελευταία χρόνια τον βοηθά και ο γιος του.

Ο Χρήστος κατάγεται από το Βαλτινό Σερρών και ήλθε στην Αυστραλία με το μεγάλο κύμα της μαζικής μετανάστευσης από την πατρίδα. Το μαγαζί αυτό το αγόρασε από Έλληνες, που σημαίνει ότι σε ελληνικά χέρια θα πρέπει να βρισκόταν τουλάχιστον 20 χρόνια πριν το αγοράσει.

ΘΥΜΑΜΑΙ όταν το 1985 έκανα ένα μεγάλο αφιέρωμα στα Milk Bar και Fish n’ Chips το 95% εξ αυτών, δηλαδή εκατοντάδες μαγαζιά βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια. Σήμερα θα πρέπει να είναι μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού.

ΠΑΝΤΩΣ, μετά τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που έχουν επέλθει στις μικρές επιχειρήσεις, είναι θαύμα ότι αρκετά Milk Bars έχουν επιζήσει και θα τα καταφέρουν και τώρα. Είναι παρήγορο να βλέπεις τέτοιες επιχειρήσεις να επιβιώνουν.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ τα Milk Bar και Fish n’ Chips που συμβολίζουν για ολόκληρη την Αυστραλία και ιδιαίτερα για εμάς τους Έλληνες την Αυστραλία που πρωτογνωρίσαμε τις δεκαετίες του 1950 και 1960.

ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ Έλληνες δούλεψαν σκληρά, έκαναν προκοπή και πολλοί πλούτισαν στα μαγαζιά αυτά. Η παρουσία τους θυμίζει σε πολλούς τα χρόνια εκείνα και σε μένα αρκετούς φίλους και γνωστούς που είχαν Milk Bar και Fish n’ Chips .

Μπ. Στ.