Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ γίνεται μόνη της. Αυτομάτως. Η εικόνα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής να παρελαύνει στο Μπρούκλιν «με τις αδελφές και τους αδελφούς μου για την ισότητα και τη δικαιοσύνη» λειτούργησε αυτομάτως σαν αντίλογος στην ελλαδική Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Στη Σύνοδο που λίγες ώρες πριν είχε σπαταλήσει μισή σινδόνη θεόπνευστου λόγου για να καταγγείλει τη φθοροποιό επίδραση της γιόγκα στη ζωή των χριστιανών.

Η γιόγκα είναι κάπως σαν την Εκκλησία που νιώθει την ανάγκη να την πολεμήσει: Έχει κρατήσει μόνο το σχήμα. Έχει χάσει το μεταφυσικό της περιεχόμενο, που, για τη συντριπτική πλειονότητα όσων την εξασκούν, είναι εντελώς άγνωστο. Η αντίθεση σε κάτι ήδη νεκρό είναι σκέτη δογματική γυμναστική. Αντιθέτως, η πορεία στο Μπρούκλιν εξηγείται σαν ενσάρκωση των αξιών που το σχήμα φτιάχτηκε για να υπηρετεί.

Η Εκκλησία αντιμετωπίζεται από τους αρνητές αλλά και τους ζηλωτές της σαν κάτι στεγανό: Οι αρνητές πιστεύουν ότι δεν μπορεί και οι ζηλωτές ότι δεν πρέπει να ακολουθεί τους κυματισμούς της Ιστορίας. Φτιάχνονται, έτσι, δίπολα για κοινή χρήση: Η πίστη, ας πούμε, απέναντι στην επιστήμη.

Το ότι η πίστη μένει εντέλει ασύμπτωτη με την επιστήμη δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι και σε όλα ασύμβατη. Η στάση του Ελπιδοφόρου στην πανδημία ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα: Η έγκαιρη και οικειοθελής συμμόρφωσή του με τους υγειονομικούς κανόνες επιχειρήθηκε παράλληλα και όχι αντίθετα προς το δόγμα – σε αντίθεση με την ελλαδική Εκκλησία, που έβαλε μόνη της στον εαυτό της δογματικά εμπόδια, τα οποία δυσκολεύτηκε να υπερβεί όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την πανδημική πραγματικότητα.

Το άλλο δίπολο που σχετικοποιεί ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής είναι της πίστης απέναντι στον (πολιτικό) φιλελευθερισμό. Το ότι ο δεύτερος γεννήθηκε ως άρνηση της πρώτης δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν σήμερα να μοιράζονται κάπου κοινό αξιακό έδαφος. Ο Ελπιδοφόρος στο Μπρούκλιν –όπως και, πολύ πριν από αυτόν, ο Ιάκωβος δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ– θυμίζει ότι η αγαπητική θρησκεία δεν είναι μόνο ταυτότητα& είναι και διαβατήριο υπέρβασης των ταυτοτήτων.

«Και τι σε νοιάζει εσένα τι κάνει η Εκκλησία;» Και σε αυτό το ερώτημα συμπίπτουν άθεοι και ζηλωτές. Όποιος δεν συγκαταλέγεται στο ποίμνιο δεν πρέπει να έχει γνώμη για το τι κάνουν οι ποιμένες. Ωστόσο, ακόμη κι οι αποσυνάγωγοι μπορούν να αναγνωρίζουν το καθοδηγητικό κύρος που εξακολουθεί να έχει η Εκκλησία σε ένα μέρος της κοινωνίας –και να αγωνιούν για το πού κατευθύνεται–, ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν βρίσκονται υπό την επιρροή του.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ιεραρχικό υπόδειγμα του Ελπιδοφόρου δεν έχει μόνο ενδοεκκλησιαστική αναφορά. Δεν εκθέτει μόνο τους γιογκαμάχους. Έχει και υπερεκκλησιαστική εμβέλεια.