Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί μού θυμίζει την μετατροπή τού Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία, αφιερωμένη στην Παναγία Αθηνιώτισσα, με τους «περιλειπόμενους» (τους εναπομείναντες τότε) πολύθεους Αθηναίους να θλίβονται, ανήμποροι ν’ αντιδράσουν.

Παρόμοια μετατροπή υπέστη και ο ναός του Ηφαίστου (το λεγόμενο «Θησείο»), στη Β-Δ πλευρά της αρχαίας αγοράς της Αθήνας, πάνω στον λόφο τού Αγοραίου Κολωνού. Ο αρχαίος αυτός ναός μετατράπηκε σε εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου. Στην αρχαία Ολυμπία το εργαστήριο του Φειδία μετατράπηκε και αυτό σε παλαιοχριστιανική εκκλησία. Το 551 μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό.
Βέβαια, την εποχή εκείνη οι συνθήκες ήσαν διαφορετικές. Ωστόσο, τέτοια μνημεία, μεγάλης πολιτισμικής ακτινοβολίας, δεν έπρεπε (και δεν πρέπει) να μετασκευάζονται σε κάτι άλλο.

Στο σημερινό άρθρο δεν θα σχολιάσω την καθαυτό μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που η Αγία Σοφία μετατρέπεται σε ισλαμικό τέμενος. Το ίδιο έγινε και μετά την άλωση της Πόλης. Θα περιοριστώ στα αίτια που οδήγησαν στην ανοικοδόμηση της εκκλησίας και σε μια αδρομερή περιγραφή της.

Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ

Η ανοικοδόμηση της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη συνδέεται στενά με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Ποιος ήταν αυτός; Σύμφωνα με τον ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο, ο λατινόφωνος Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus (Ιουστινιανός), ήταν σλαβικής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Ταυρήσιο της Δαρδανίας, το 482 μ.Χ. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, το 565 μ.Χ.

Ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας λέει ότι ο «θειότατος» Ιουστινιανός «εβασίλευσεν έτη λη’ και μήνας ζ’ και ημέρας ιγ’» (δηλ. 38 χρόνια, επτά μήνες και δεκατρείς ημέρες). Εμφανισιακά, ήταν κοντός («κοντοειδής»), με καλό στήθος («εύστηθος»), καλή μύτη («εύρινος»), λευκή επιδερμίδα («λευκός»), σγουρομάλλης (ουλόθριξ), στρογγυλοπρόσωπος («στρογγύλοψις»), κοκκινοπρόσωπος («ανθηροπρόσωπος»), όμορφος, με μισόγκριζα μαλλιά και γένι («μιξοπόλιος την κάραν και το γένειον») και «μεγαλόψυχος χριστιανός» («Χρονογραφία», Βιβλίο 18).

Όταν ξέσπασε η εξέγερση εναντίον του (το 532 μ.Χ.), γνωστή ως «στάση του Νίκα», ο αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τον θρόνο του, καθώς η Κωνσταντινούπολη καιγόταν από άκρη σε άκρη και δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων σφαγιάζονταν. Όμως η σύζυγός του Θεοδώρα τον έπεισε να μείνει – και έμεινε. Κατέστειλε την εξέγερση ως εξής: Οι στρατηγοί του Βελισάριος και Μούνδος δωροδόκησαν κάποιους αρχηγούς των στασιαστών, επακολούθησε «φαγωμάρα» ανάμεσά τους, πλήθος στασιαστών εγκλωβίστηκε στον Ιππόδρομο κ’ εκεί σφαγιάστηκαν, περίπου 35 χιλιάδες.

Αποτέλεσμα της εξέγερσης και πυρπόλησης της Πόλης ήταν (και) η καταστροφή της παλαιότερης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας (η εκκλησία αυτή εγκαινιάστηκε το 360 μ.Χ., επί Κωνσταντίου Β’).

Στις μέρες του Ιουστινιανού, η μεγαλύτερη και εντυπωσιακότερη εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη ήταν αυτή του Αγίου Πολυεύκτου, που κτίστηκε με δωρεές κάποιας Ιουλιανής Ανικίας (κόρη του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα της Δύσης και δισέγγονη του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β’).

Ο Ιουστινιανός, για λόγους αξιοπρέπειας, δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί να τον υπερκεράσει μια πλούσια αριστοκράτισσα, κτίζοντας με τις δωρεές της την μεγαλύτερη και πολυτελέστερη εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι αποφάσισε να κτίσει αυτός τη μεγαλύτερη και ωραιότερη εκκλησία, αφιερωμένη στη «σοφία» του Θεού – την Αγία Σοφία.

ΤΟ «ΘΑΥΜΑ»

Δύο έμπειροι μηχανικοί, ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας (το σημερινό Αϊδίνιο της Τουρκίας) και ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, σχεδίασαν μια ορθογώνια εκκλησία (κάτοψη: 77 επί 71 μ.) με επίστεψη έναν κολοσσιαίο τρούλο (νομίζεις πως αιωρείται. Έτσι μου φάνηκε όταν για πρώτη φορά τον αντίκρυσα, το 1983).

Ο ιστορικός της εποχής εκείνης Προκόπιος και άλλοι μεταγενέστεροι συγγραφείς περιγράφουν με λεπτομέρεια την κατασκευή του ναού, που ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια, ένδεκα μήνες και δέκα ημέρες από την ημέρα που καταστράφηκε η παλαιά Αγία Σοφία.
Ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις γιγαντιαίους πεσσούς (τετράγωνους κίονες) και ακουμπά πάνω σε τεράστιες αψίδες, που συνδέουν τους πεσσούς. Δηλαδή, οι μηχανικοί συνδύασαν δύο τύπους εκκλησιαστικών κτηρίων: την παραδοσιακή βασιλική με το περίκεντρο θολωτό οικοδόμημα.

Μπροστά στην εκκλησία υπήρχε μεγάλη αυλή (αίθριο) απ’ όπου έμπαινε κανείς στον νάρθηκα του ναού, περνώντας μέσα από μεγαλοπρεπείς χάλκινες θύρες με πλούσιο διάκοσμο (αυτός δεν σώζεται σήμερα).

Ο εσωτερικός χώρος του ναού ήταν «κατάκοσμος» (καταστόλιστος) με έγχρωμα μάρμαρα, ψηφιδωτό διάκοσμο στις αψίδες, περίτεχνο άμβωνα, ασημένιο κιβώριο που επιστέγαζε την ολόχρυση πλάκα της Αγίας Τράπεζας, στηριγμένη σε χρυσούς κίονες. Το μεταξωτό κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας (η «ενδυτή») ήταν κεντημένο με χρυσό και άργυρο.

Ο ναός φωτιζόταν από άμεσες και έμμεσες πηγές φωτός: άμεση πηγή τα 40 παράθυρα του τρούλου και άλλα 60 (περίπου) παρακείμενα. Έμμεση πηγή φωτός, για το μεσαίο κλίτος, τα πλευρικά παράθυρα και το αντανακλώμενο φως στις πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, ο ναός φωτιζόταν από κανδήλια, «ων ουκ έστιν αριθμός»!

Η εκκλησία εγκαινιάστηκε από τον Ιουστινιανό και τον πατριάρχη Επιφάνιο, στις 27 Δεκεμβρίου, το 537 μ.Χ. Λέγεται ότι ο αυτοκράτορας, καθώς στεκόταν μπροστά σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό «θαύμα» και ατένιζε το Ιερό, ανέκραξε: «Νενίκηκά σε Σολομών!», υπονοώντας ότι η Αγία Σοφία ξεπέρασε σε μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια τον περιλάλητο Ναό του Σολομώντος.

Ακολούθησε σεισμός (το 557 μ.Χ.), ο οποίος προκάλεσε την κατάρρευση του ανατολικού τμήματος του τρούλου. Έτσι, μετά την αποκατάστασή του, ο ναός εγκαινιάστηκε για δεύτερη φορά στις 25 Δεκεμβρίου, το 563 μ.Χ.