Συγκλονίζει η “εξομολόγηση” του Ηλία Ρέντζη

Με την εκδημία του Ηλία ι. Ρέντζη κλείνει η ζώσα πρώτη φάση της ιστορίας των χρόνων της επιβίωσης του μεταπολεμικού Ελληνισμού στη Βικτώρια-Η απέριττη εντιμότητά και η πίστη στο καθήκον, χωρίς ωφελιμισμό, χωρίς αντιπαροχές και αντίδωρα, τον οδήγησαν να αποσυρθεί από τα κοινά πάμφτωχος, στηριζόμενος σε μία πενιχρή σύνταξη γήρατος

Με την εκδημία του αείμνηστου Ηλία Ιωάννου Ρέντζη (1928-2020), ουσιαστικά τερματίζεται η ζώσα πρώτη φάση του μεταπολεμικού εποικισμού, των δύσκολων χρόνων της εθνογλωσσικής και θρησκευτικής επιβίωσης. Ωστόσο, ξεκινά η ες αεί ιστορική μνήμη, ως απότοκος ευγνωμοσύνης, στην προσφορά και τη συμβολή των Ελλήνων ηγετών, οι οποίοι κινούμενοι από το όραμα και την ιδεολογία του Ελληνισμού, ο οποίος έζησε περίπου 3000 χρόνια εκτός των τειχών, ως κληρούχοι, άποικοι, έποικοι και μετανάστες σε όλες τις γειτονιές του κόσμου, κατόρθωσαν να μεταφυτεύσουν την ελληνική σκέψη, φρόνημα και πολιτιστική κληρονομιά στους μετανάστες και στα παιδιά τους.

Ο Ηλίας Ρέντζης, ο τελευταίος ίσως από τους κοινοτάρχες της γενιάς του, υπήρξε αναμφίβολα, μία από τις πλέον ριζοσπαστικές μορφές αξιόμαχων αγωνιστών των πρώτων πενήντα χρόνων της μεταπολεμικής μετανάστευσης, ο οποίος τιμήθηκε, δεόντως και καθηκόντως, από την επίσημη Ελληνική Πολιτεία και τη Διοικούσα Εκκλησία και τους εκπροσώπους της, χωρίς ποτέ να του γίνει ούτε μία διακριτική αναγνώριση, χωρίς να λάβει ούτε ένα εύσημο, όπως και δεκάδες άλλοι καταξιωμένοι κοινοτικοί αγωνιστές στην Αυστραλία.


Ο αείμνηστος Ηλίας Ρέντζης υπηρέτησε με πάθος και αυταπάρνηση το Ελληνισμό της Μελβούρνης για πάνω από εξήντα χρόνια, από τις θέσεις του Προέδρου της Κοινότητας του Brunswick & Coburg, του Προέδρου της Ομοσπονδίας Ενοριών και Κοινοτήτων της Ελληνικής Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής, του ιδρυτικού προέδρου του Ημερήσιου Σχολείου St. Basil Brunswick Grammar, ηγετικού στελέχους του Πέλοπα, των Λακώνων, του Ερυθρού Σταυρού, της ΑΧΕΠΑ, της ιδρυτικής επιτροπής για την εισαγωγή των Ελληνικών στα πανεπιστήμια και άλλους εκπαιδευτικούς και κοινωφελείς οργανισμούς. O ανιδιοτελής και έντιμος αυτός αγωνιστής, με τους συνεργάτες του, ίδρυσαν πάνω από δέκα δημοτικά σχολεία στις περιοχές της κοινοτικής τους ευθύνης, ένα από τα πρώτα Ημερήσια Ελληνικά Δίγλωσσα σχολεία, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ανέγερση του Ναού του Αγίου Βασιλείου στην Μελβούρνη, στη λειτουργία προσκοπικών οργάνων, στην οργάνωση χορευτικών συγκροτημάτων, στην ίδρυση και λειτουργία του ελληνόγλωσσων προγραμμάτων σε κρατικά δημοτικά της περιοχής του, στην ίδρυση και λειτουργία του ελληνόγλωσσου σχολείου της ΑΗΕΠΑ στο Ivanhoe, στη στήριξη των Ελληνικών Σπουδών σε τριτοβάθμια ιδρύματα της Μελβούρνης.

Χιλιάδες μαθητές ευεργετήθηκαν και έμαθαν τα ελληνικά Γράμματα στα σχολεία που οργάνωσε ο Ηλίας Ρέντζης με τους συνεργάτες του, έμαθαν την ελληνική γλώσσα (τα σχολεία επί των ημερών του προσέφεραν οκτώ έως δέκα ώρες διδασκαλίας ελληνικών την εβδομάδα), μυήθηκαν στην ελληνική ιστορία, στην Ορθοδοξία, στην αρχαία ελληνική, εκατοντάδες ήσαν οι δάσκαλοι που βρήκαν βήμα προσφοράς αλλά και εργασία, δεκάδες οι άνεργοι που ευεργετήθηκαν, οι ενδεείς που ζήτησαν προστασία από τα κοινωφελή ιδρύματα της Κοινότητας, χιλιάδες οι συμπάροικοι που είχαν την ευκαιρία μέσα από τα ιδρύματα της Κοινότητας να εξυπηρετηθούν και να βιώσουν, στις πρώτες δύσκολες ημέρες της προσαρμογής και της εγκατάστασης, τη στοργική μέριμνα της Κοινότητας, υπό την ηγεσία και καθοδήγηση του μεγάλου αυτού άνδρα.

 


ΠΑΜΦΤΩΧΟΣ ΑΛΛΑ ΕΝΤΙΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ

Η μεγάλη αυτοθυσία και αυταπάρνηση των εκατοντάδων ταγών του Ελληνισμού της πρώτης πεντηκονταετίας (κοσμικών και κληρικών), οι οποίοι στελέχωσαν τους κοινοτικούς οργανισμούς και από οποιοδήποτε μετερίζι στήριξαν τον αγώνα του Έλληνα μετανάστη για επιβίωση και προκοπή, αλλά και την αγωνία των μεταναστών να μορφώσουν τα παιδιά τους, εκφράζεται στο πρόσωπο του αείμνηστου Ηλία Ρέντζη. Η απέριττη εντιμότητά και η πίστη στο καθήκον, χωρίς ωφελιμισμό, χωρίς αντιπαροχές και αντίδωρα, τον οδήγησαν να αποσυρθεί από τα κοινά πάμφτωχος, στηριζόμενος σε μία πενιχρή σύνταξη γήρατος. Όσοι αναμείχθηκαν στα κοινά στόλισαν την παροικία με ιδρύματα, φρόντισαν την παιδεία των παιδιών των μεταναστών, αναδείχθηκαν ιεροφάντες της κοινωνικής πρόνοιας, ωστόσο στέρησαν χρόνο από τα παιδιά τους, χρήματα από την προκοπή τους, και βέβαια δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια, πόσο γρήγορα λιγόστευε η ζωή τους. Στον Ηλία Ρέντζη και στους ομοίους του, τόσο οι μετανάστες που απέμειναν ακόμη στη ζωή, όσο και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους χρεωστούν ευγνωμοσύνη για την προσφορά τους, για τη θυσία τους. Σωστά ο Μεγάλος Δάσκαλος του Αυστραλιώτη Ελληνισμού, Παναγιώτης Λιβεριάδης, ιδρυτικώς Σύμβουλος Εκπαίδευσης από το1978 στη Μελβούρνη, είχε χαρακτηριστικά αναφερθεί στα συγγράμματά του στον Ηλία Ρέντζη τονίζοντας την ευαισθησία και την πίστη του κοινοτάρχη στην ελληνομάθεια και ελληνική παιδεία, τονίζοντας ότι η ιστορία, που στέκεται πάνω από πρόσωπα και συγκυρίες, θα αποδώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Και όντως η ιστορία τίμησε τον Ηλία Ρέντζη, αποδίδοντάς του εύσημα και τιμές και αναγνώριση της μεγάλης του προσφοράς στα ελληνικά γράμματα. Υπάρχουν δεκάδες αναφορές στο έργο του Ηλία Ρέντζη σε βιβλία ιστορίας του Ελληνισμού της Διασποράς, ώστε η συμβολή του, αξιοποιημένη μέσα από σήματα λυγρά, να μείνει ες αεί.

Ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε θέματα που αφορούσαν την Πατρίδα και την Ορθοδοξία, ο Ηλίας Ρέντζης υπήρξε όχι μόνον κήρυκάς τους, αλλά και μύστης και κοινωνός τους. Έμπαινε μέσα σε τάξεις διδασκαλίας για να εμψυχώσει τους μαθητές και τις μαθήτριες, ακουγόταν στις γενικές συνελεύσεις του οργανωμένου Ελληνισμού, να προτρέπει, να νουθετεί και να παρακινεί τους νεαρούς μαθητές και φοιτητές σε διαρκή επαγρύπνηση για το Κυπριακό, το Μακεδονικό, το Ηπειρωτικό, το Αιγαίο. Στις συνάξεις του Ελληνισμού προεξήρχε με τον πατριωτικό τόνο, την αγάπη του στην ελληνική παράδοση, την πίστη του στην ελληνική οικογένεια. «Μη με προκαλούν να διαλέξω, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ορθοδοξία, αυτά τα δύο τα θεωρώ ομοούσια και ισοβαρή. Εάν, όμως δω να προδίδεται η ελληνική γλώσσα και η Ελλάδα από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, μέσα στους ναούς με τη χρήση της Αγγλικής και στη εξάσκηση της διοίκησής της, τότε ανάμεσα στον Έλληνα και στον Χριστό, θα προτιμήσω τον Έλληνα» μου εξομολογήθηκε κάποτε ταπεινά.

Μου είχε εμπιστευθεί τον απολογισμό της ζωής του ο Ηλίας Ρέντζης. Κράτησα την παρακαταθήκη αυτή να τη δημοσιεύσω, αποσιωπώντας κάποια σημεία της, τώρα με την εκδημία του. Θα αφήσω να μιλήσει αυτός ως ζων ανάμεσά μας. Ίσως έτσι θα τον καταλάβουμε καλύτερα. Οι παλαιότεροι θα θυμηθούν, οι νέοι θα μάθουν. Ιδού, τι ήθελε να αφήσει ως απολογισμό της ζωής του ο αείμνηστος ισάδελφος Ηλία Ρέντζης:

Ο ΗΛΙΑΣ ΡΕΝΤΖΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ

Γνώρισα πολλούς σταθμούς στη ζωή μου. Σταθμούς περηφάνειας, έξαρσης. Σταθμούς ηρωισμού και απογοήτευσης, χαράς και πίκρας…. Πέρασαν πάνω από 65 χρόνια από την ημέρα που αντίκρυσα τις ακτές της ευλογημένης αυτής χώρας, που έγινε, μάννα και τροφός μας…
Στις 3 Μάρτη το 1955 ξεμπάρκαρα από το ΑΡΟΖΑ ΣΤΑΡ στο λιμάνι της Μελβούρνης μαζί με την μητέρα μου και την αδελφή μου Αμαλία, για να συναντήσω τον
πατέρα μου και τον αδελφό μου Αντώνη οι οποίοι είχαν μεταναστέψει στην Αυστραλία το 1949 κατόπιν προσκλήσεως τριών Αυστραλών τους οποίους τροφοδοτούσαμε και προστατεύαμε από τους Γερμανο-Ιταλούς κατά το διάστημα της κατοχής στην Ελλάδα, καθώς και τις αδελφές μου Αναστασία και Στέλλα, για να δοκιμάσω κι εγώ την τύχη μου μαζί με τόσους και τόσους Έλληνες και ξένους Μετανάστες στη χώρα τούτη που λέγεται Αυστραλία.

Ήταν ένα χρόνο μετά το τέλος της στρατιωτικής μου θητείας, ύστερα από τριετή παραμονή μου στο στράτευμα με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Δεν ξέρω εάν την αγάπησα, ωστόσο, τη σεβάστηκα και την τίμησα. Εκείνο όμως που ξέρω είναι ότι έμεινα Έλληνας με μια φλογερή και άσβεστη αγάπη για την πατρίδα που με γέννησε και ένα διακαή πόθο να αγωνιστώ για τη διάδοση της γλώσσας της, του πολιτισμού της και προπαντός την αποτροπή των νέων ελληνοπαίδων που η δεύτερη πατρίδα μας, αρχικά, είχε σαν σκοπό να τα αφομοιώσει και να τα κάνει δικά της παιδιά.

Και δεν άργησε να έλθει εκείνη η ημέρα. Πίστευα ότι για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός ότι θα πρέπει οι νεομετανάστες, να οργανωθούν σε κοινότητες, αδελφότητες και ομοσπονδίες. Υπήρχαν αρκετά σωματεία από παλιούς Έλληνες, της προπολεμικής περιόδου, οι οποίοι όμως δυστυχώς δεν μας έβλεπαν και με καλό μάτι. Μας είχαν παραγκωνίσει κοινωνικά και μας κρατούσαν σε απόσταση. Πολλοί από αυτούς μας απέκλειαν από τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις. Επικρατούσε αλαζονεία και περιφρόνηση προς τους νέους μετανάστες επειδή ήσαν στην πλειοψηφία τους ανειδίκευτοι εργάτες, προλετάριοι, περίσσευμα των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας και των χωριών της υπαίθρου…

Γι αυτό τον Απρίλιο του 1956 με μια παρέα από Πελοποννησίους ιδρύσαμε την Παμπελοποννησιακή Αδελφότητα ο ΠΕΛΩΨ, όπου ανέλαβα το ταμείο της αδελφότητας. Το 1958 διαπίστωσα ότι στο Μπράνσγουικ κατοικούσαν πολλές ελληνικές οικογένειες και αρκετά παιδιά σε κάθε σπίτι. Σχολείο ελληνικό δεν υπήρχε. Το μόνο σχολείο ήταν στο κέντρο της Μελβούρνης. Πράγμα που ήταν αδύνατον την εποχή εκείνη να κατεβάζουν οι γονείς τα παιδιά στο κέντρο. Ζήτησα από την Κοινότητα να μας ανοίξει σχολείο. Αρνήθηκαν όμως διότι δεν είχαν αίθουσα και διότι κόστιζε αρκετά χρήματα το άνοιγμα ενός τέτοιου σχολείου. Στην επιμονή μου, μου ανέθεσαν να οργανώσω σχολείο, με δική μου ευθύνη για την λειτουργία του. Ήταν το πρώτο παροικιακό σχολείο έξω από το κέντρο της Μελβούρνης το οποίο ξεκίνησε με 100 παιδιά.


Ναι αλλά οι ανάγκες του Ελληνισμού δεν σταματούν εδώ. Οι γονείς και τα παιδιά μας έπρεπε να εκκλησιάζονται. Για να πάει κάποιος στην εκκλησία του Ευαγγελισμού από το Μπράνσγουικ έπρεπε να ξυπνήσει πολύ πρωί και να γυρίσει σπίτι του αργά το απόγευμα. Και εδώ κάτι έπρεπε να γίνει. Πήρα ένα τετράδιο στο χέρι και γύρισα σε όσα ελληνικά σπίτια ήξερα και έθετα το ερώτημα: «Θέλετε να ανοίξουμε εκκλησία στο Μπράνσγουικ και πόσα χρήματα έχετε την ευχαρίστηση να δώσετε όταν το αποφασίσουμε;». Συγκέντρωσα ένα σεβαστό ποσό σε υποσχέσεις, αλλά όταν χτίστηκε η εκκλησία μερικοί αθέτησαν με το δικαιολογητικό, αφού χτίστηκε δεν χρειάζεται να δώσουμε. Εδώ θέλω να κάνω μια παρένθεση. Την εποχή εκείνη οι προσωπικά γνωστοί μου, λόγω που ήμουν νέος στην Αυστραλία, ήταν πολύ λίγοι. Επειδή όμως ο πατέρας μου και ο αδελφός μου Αντώνης είχαν επιχείρηση στο Μπράνσγουικ αρκετά χρόνια πριν από μένα, όλοι οι νεοφερμένοι τότε για οποιαδήποτε δυσκολία στη γλώσσα, για εύρεση εργασίας, μετάφραση επιστολών, διερμηνείες σε γιατρούς, ενοικίαση δωματίων και σπιτιών, πρόθυμα ο Αντώνης δεν δίσταζε να κλείσει και το μιλκ μπαρ προκειμένου να εξυπηρετήσει κάποιον που είχε ανάγκη βοηθείας δίχως καμία αμοιβή αλλά από καλοσύνη και μόνο. Έτσι μας είχε μάθει ο πατέρας μας…

…Επίσης το σπίτι του πατέρα μου ήταν πάντοτε ανοιχτό σε οποιονδήποτε. ΄Οχι μόνο στους πατριώτες μας τους Σπαρτιάτες αλλά και σε όλους τους Έλληνες. Θα ήταν μεγάλη παράληψη εάν δεν ανέφερα και τη μεγάλη συμπαράσταση ενός καλού και αγαπητού φίλου όλων των Ελλήνων τον φιλέλληνα Les Drew, προσωπικού φίλου της οικογενείας μας ο οποίος είχε αρκετές γνωριμίες πολιτικών προσώπων. Με τις γνωριμίες αυτές και τις δικές μου ξεκινήσαμε με μερικούς άλλους να οργανώσουμε την Κοινότητα του Μπράνσγουικ με την Εκκλησία και τα σχολεία της
…Ιδρύσαμε και οργανώσαμε κοινότητα, «παραφυάδα» όπως την αποκαλούσαν τότε οι κοινοτάρχες της ιστορικής Κοινότητας Μελβούρνης, αγοράσαμε σπίτι για να στεγάσουμε το σχολείο και κατόπιν χτίσαμε Εκκλησία και σχολείο Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν τα πρώτα Ελληνικά χτίσματα στη Βικτώρια και ίσως στην Αυστραλία… Αν η Κοινότητα του Μπράνσγουικ μεγαλούργησε και μπορεί να πει κανείς ότι την εποχή εκείνη και για πάνω από 30 χρόνια έπαιξε ρόλο πρωτεύοντα και πρωτοποριακό στην παροικία, τούτο δεν ήταν έργο ενός ανθρώπου, ούτε μερικών….


Και μεγαλούργησε διότι υπήρχε καλή συνεργασία του προσωπικού με τη διοίκηση και εμπιστοσύνης των κατοίκων της περιφέρειας του Μπράνσγουικ και Κόμπουργκ. Της εμπιστοσύνης που είχαν, για τον αποδοτικό χειρισμό των παροικιακών, εκπαιδευτικών, εθνικών και φιλανθρωπικών μας θεμάτων. Η δύναμη του Γυμνασίου μου ήταν πρωτοφανής, με 400 περίπου μαθητές και μαθήτριες που έρχονταν από όλα τα σημεία της Μελβούρνης, με παρελάσεις στο κέντρο του Μπράνσγουικ που ξεπερνούσαν και δέκα χιλιάδες κόσμο, με συγκεντρώσεις στο Δημαρχείο που παρακολουθούσαν πάνω από 800 άτομα και αργότερα με Ημερήσιο Σχολείο, με προσκόπους, με χορευτικά συγκροτήματα…
Αν αναφερθώ με λεπτομέρειες, θα καταλάβουν όσοι δεν έχουν ανακατευτεί με τα κοινά σε πόσους κόπους, θυσίες, απογοητεύσεις και εξευτελισμούς υποβάλλονται οι ασχολούμενοι με τα κοινά…Μένω υπόχρεος απέναντι στα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων και σε όλους όσοι με τον τρόπο τους συνέβαλαν στην ολοκλήρωση και εφαρμογή των στόχων του οργανισμού, όλα αυτά τα χρόνια…Ιδιαίτερα ευχαριστώ τους εκπαιδευτικούς, τους χοροδιδασκάλους, τους προσκόπους, τους ιερείς και επιτρόπους, τους κηδεμόνες….

Ιδιαίτερα ευχαριστώ το θηριάκι, όπως πολλές φορές αποκαλώ τη σύζυγό μου Βούλα, που ενώ θα έπρεπε να με είχε χωρίσει από τα πρώτα χρόνια της παντρειάς μας, όμως στάθηκε στο πλευρό μου αντάξια σύζυγος, σ’ έναν άνδρα που πάνω από την οικογένεια και τη δουλειά του είχε δοθεί ψυχήν τε και σώματι στην αρραβωνιαστικιά του, την κοινότητα δηλαδή, όπως την έλεγαν τα παιδιά μου όταν ρωτούσαν, που είναι ο μπαμπάς μαμά, πάλι στην αρραβωνιαστικιά; που πολλές φορές είχαν και δύο εβδομάδες να με δουν. Δεν θα ξεχάσω όταν η Βούλα βγήκε από το νοσοκομείο μετά την γέννηση της κόρης μας και μπήκαμε στο σπίτι χτυπούσε το τηλέφωνο. Ήταν η δασκάλα του σχολείου η οποία μου είπε ότι είχαν κόψει το φως του σχολείου και ότι θα έστελνε τα παιδιά στο σπίτι τους. Πριν ανεβούμε τις σκάλες, άφησα τη Βούλα με το μωρό στην αγκαλιά και πήγα στο σχολείο και φρόντισα με διάφορα μέσα να μην χάσουν τα παιδιά το μάθημά τους. Το σπίτι που μέναμε ήταν πάνω από το μαγαζί μας, σε βιομηχανική περιοχή. που αν ζητούσε κάποια βοήθεια, δεν υπήρχε κανένας να την ακούσει.
Αυτή στάθηκε βράχος κοντά στα παιδιά και τις οικογενειακές μας υποχρεώσεις και επιπλέον ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για όσες φορές τη ξύπνησα μεσάνυχτα, για να φιλοξενήσει φίλους και συνεργάτες μου, μέλη άλλων οργανισμών, και ας έπρεπε το πρωί να ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο και μετά να πάει στη δουλειά..

Πολλές φορές ένοιωθα τύψεις . Στενοχωριόμουν τόσο για την γυναίκα μου όσο και για τα παιδιά μου. Αγαπούσα την οικογένεια μου. Έλα όμως που η υπευθυνότητα μου έναντι των υποχρεώσεων που είχα αναλάβει έπρεπε να διεκπεραιώνονται; Αισθανόμουν κάτι να με ελέγχει όταν μπορούσα να κάνω κάτι καλό και δεν το έκανα. Δεν ξεχώριζα εάν αυτός που μου ζητούσε βοήθεια ήταν φίλος ή εχθρός . Εάν δεν το έκανα με έλεγχε η συνείδηση. Προπάντων όταν επρόκειτο για παιδιά. Έβλεπα τα παιδιά των σχολείων μας να χορεύουν χαρούμενα με τις εθνικές τους ενδυμασίες στις διάφορες εκδηλώσεις που οργάνωναν οι δάσκαλοι μας και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Έκλαιγα από χαρά και ικανοποίηση για τις επιτυχίες τους και έλεγα ότι κάτι έχω προσφέρει κι εγώ στη χαρά όλων αυτών των παιδιών.

Αγαπούσα τα παιδιά τόσο, όσο αγαπούσα και την πατρίδα μου. Πατρός τε και μητρός τε και των άλλων προγόνων απάντων, τιμιότερων είναι η πατρίς έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοι μας. Και αυτό έκανα. Το έκανα γιατί αυτό ήταν και είναι το πιστεύω μου, το έκανα για την Ελλάδα…
Και για όλα αυτά και τις αμέτρητες προσφορές μου στην παροικία στην πατρίδα και την εκκλησία, εισέπραξα αντί του μάνα χολή. Αντίπαλοι μου δεν ήταν αλλοεθνείς και αλλόθρησκοι. Έλληνες ήταν, ελληνικοί οργανισμοί, Πρόξενοι Αρχιερείς, και παπάδες. Δεν θα ξεχάσω, όταν επρόκειτο να ορκιστώ για να γίνω μέλος της ΑΧΕΠΑ που ο τότε πρόξενος της Ελλάδας Νικόλαος Μάτσης κάλεσε τον τελετάρχη της εκδήλωσης και του είπε: «εάν ορκίσετε τον Ρέντζη για να γίνει μέλος της ΑΧΕΠΑ, εγώ θα αποχωρήσω. Διότι άνθρωποι με αντεθνική και αντιχριστιανική δράση δεν έχουν καμία θέση στην ΑΧΕΠΑ». Και αποχώρησε μαζί με τον αντιπρόσωπο της Αρχιεπισκοπής κ. Βασίλειο Καρδαμίτση, επειδή δεν του έγινε η χάρη.

Ο ίδιος εκείνος Πρόξενος, με το ίδιο σκεπτικό, όταν το ημερήσιο σχολείο μας ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση οικονομική βοήθεια 150.000 δολαρίων, απορρίφτηκε και έγινε η αιτία να κλείσει το σχολείο, και μαζί με αυτό και η κοινότητα ενώ σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, συναίνεσε και παρότρυνε απλόχερα να δοθούν πάνω από $2.000.000 στην Τράπεζα ΑΝΖ για να αγοράσει η Αρχιεπισκοπή, το Μοναστήρι και το Κολέγιο του Αγίου Ιωάννη…. Συνυπεύθυνο σ’ αυτή τη σκευωρία δεν ήταν μόνο το Προξενείο και η τότε Ελληνική Κυβέρνηση αλλά και η Αρχιεπισκοπή μας στην οποία πρόσφερα και σ’ αυτήν πάρα πολλά, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες …Και τούτο διότι δεν έσκυψα το κεφάλι στις παράλογες αξιώσεις και απαιτήσεις του αρχομανούς Χαρκιανάκη, της παρέας του…Για το πως έκλεισε η κοινότητα και τα σχολεία της, πιστεύω ότι κάποτε πρέπει να ασχοληθεί ο κατάλληλος ιστορικός, για να λάμψει η αλήθεια και να αποκαλυφθούν οι υπεύθυνοι. Κάτι όμως που δεν μπορεί να αγνοήσει κανένας είναι ότι η κοινότητα άφησε σαν μάρτυρες, μιά εκκλησία και ένα σχολικό κτήριο, για να υπενθυμίζει στους συκοφάντες ότι ακόμα είμαστε εκεί για να εξυπηρετούμε τους συμπάροικους μας και τα εναπομείναντα παιδιά…

Όσον αφορά το άτομό μου, αισθάνομαι ότι σαν Έλληνας έκανα το καθήκον μου προς την πατρίδα, αν και ποτέ δεν αναγνώρισε τις επί 67 χρόνια συνεχείς υπηρεσίες μου στην ελληνική πατριά και τους αγώνες μου για τα εθνικά, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά μας ιδεώδη. Κάποια μέρα οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μπορέσουν να αναφερθούν και στους δεκάδες εκείνους συμπατριώτες μας, οι οποίοι θυσίασαν και αυτοί περιουσίες, χρόνο, υγεία και υπόληψη για το καλό της παροικίας, και οι οποίοι είναι ξεχασμένοι από τη σημερινή ηγεσία, και πεταμένοι σαν άχρηστες στημένες λεμονόκουπες στο κάλαθο των αχρήστων, με κάποια ρετσινιά κολλημένη στον καθένα, συνήθως αρχικλέφτης , απατεώνας , δικτάτορας, φιλόδοξος κ.λ.π. Προσωνύμια αποτρεπτικά για κάθε νέο ηγέτη να θέλει να προσφέρει στα κοινά, να θέλει να τον βρίζουν δημόσια και πατόκορφα….

Εγώ αγαπητοί μου φίλοι για κάποιους, έκλεψα το καταπέτασμα από την κοινότητα και την εκκλησία. Για να έχω όπως λένε, 11 καΐκια, πολυκατοικίες στην Ελλάδα και την Αυστραλία, χοτέλια και ό,τι χωράει ο νους σας. Αλλά, είναι αλήθεια ότι κατάφερα να τελειώσω από αυτή την ιστορική κοινότητα πλούσιος. Μπορώ να ειπώ πάμπλουτος. Και δεν τα κρύβω διότι είναι δηλωμένα στο Ρέτζιστερ Όφις και είναι τόσο μεγάλη η αξία τους που δεν αγοράζεται με τίποτα.
Και αυτή η περιουσία είναι η Γυναίκα που μου συμπαραστάθηκε όλα αυτά τα χρόνια, το θηριάκι αυτό που το λένε Βούλα η γυναίκα μου, τα παιδιά μου Γιάννης, Βασιλική- Evie και Ευαγγελία η οποία δεν μπόρεσε να είναι σήμερα εδώ, η νύφη και μητέρα των εγγονών μου, Βαλεντίνα ,η άλλη κόρη μου, ο γαμπρός μου Μπρους που δεν τον αλλάζω με τίποτα διότι μας αγαπάει περισσότερο και από τους γονείς του, καθώς και τα εγγόνια μας Ηλία, Αντώνη, Λεωνίδα- Jake και τις δίδυμες Στέφανι και Νάταλι που μας αγαπάνε και μας σέβονται όπως τους αγαπάμε και μεις. Πιστεύω να καταλάβατε γιατί είμαι πλουσιότερος και από τους πλουσιότερους. Αυτή η περιουσία, μού είναι αρκετή.

Πλούτος για μένα είναι η οικογένεια που πολλοί πλούσιοι δεν την έχουν.