Κανείς δεν περίμενε στις μέρες μας να συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και, μάλιστα, πριν καλά-καλά κλείσουν οι πληγές και ξεχαστούν οι φοβερές αναμνήσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το πουθενά εμφανίζεται ο άγνωστος, ο αφανής, ο επικίνδυνος και ύπουλος Covid-19.

Κανείς μας δεν θα πίστευε ότι θα έπληττε ολόκληρο τον πλανήτη τόσο γρήγορα και θα μας έβαζε σε απομόνωση -και απόγνωση- από τα παιδιά μας, τους συγγενείς και, γενικά, από όλες τις κοινωνικές μας υποχρεώσεις. Δεν περιμέναμε να έρθουν τα πάνω κάτω ούτε να μας φέρει σε πλήρη σύγχυση και να μας κάνει να γνωρίσουμε το φοβερό κλείσιμο κατ΄ οίκον.
Οι κυβερνήσεις για το καλό της ύπαρξής μας, επιβάλουν την υποχρεωτική απομόνωση και το κλείσιμο, με τη σκέψη ότι ο αόρατος ανθρώπινος εχθρός ανά πάσα στιγμή θα χτυπήσει και την δική μας πόρτα.

Μήνες τώρα γίνεται λόγος για τον ιό, ο οποίος μου θυμίζει μια χιουμοριστική ιστοριούλα.

Κάποτε κάποιος έκανε τον «Χάρο» κουμπάρο και αυτός για να τον ευχαριστήσει και να του ανταποδώσει την τιμή που του έκανε, τον ρώτησε με την σειρά του: «τι θα επιθυμούσες κουμπάρε μου να σου κάνω και εγώ για να με θυμάσαι;».

Κουμπάρε μου! Το μόνο που θα επιθυμούσα είναι. «Όταν πάρεις την απόφαση να έρθεις να με πάρεις, (Αυτό στο ζητώ για να είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή) πέρασε σε παρακαλώ πριν ένα μήνα για να μου πεις πότε θα ξανάρθεις να με δεις…»

«Κουμπάρε μου, έγινε» και έδωσαν τα χέρια.

 

Ο Σταύρος και η Γεωργία Ρεκάρη. Φώτο: Supplied

Ο αφιλότιμος κουμπάρος δεν ξέχασε την υπόσχεση που είχε δώσει. Μετά από μερικές εβδομάδες πέρασε στα βιαστικά και άφησε το μήνυμα. «Θα περάσω σε δύο εβδομάδες όπως σου υποσχέθηκα. Δεν ξέχασα. Είμαι πολύ απασχολημένος, πρέπει να πηγαίνω».

Ο άνθρωπος έμεινε για λίγο σκεπτικός και βάζοντας το δάχτυλο στον κρόταφο μουρμούρισε γελώντας. «Καλά το σκέφτηκα. Θα πάω στην Αφρική και θα βαφτώ μαύρος. Άντε τώρα ο κουμπάρος μου να με βρει σε ολόκληρη Αφρική, Την μεθεπόμενη τις βαλίτσες και δρόμο για Αφρική και έτσι βρέθηκε ξένος μαύρος μέσα σε ξένους… , όταν ένα βράδυ κάποιος χτυπά την πόρτα του. Νάσου ο κουμπάρος. Τρέμοντας του λέει. «Αμάν, ρε κουμπάρε και εδώ με βρήκες;»

Πολλοί από εμάς τους ηλικιωμένους εδώ και πολλά χρόνια έχουμε γευθεί κάτι παρόμοιο από γνωστό εχθρό, ο οποίος μας έστελνε οβίδες, βόμβες και τις στημένες στο κατώφλι ατομικές νάρκες. Εμείς αγκαλιαζόμασταν κλείναμε τα μάτια και περιμέναμε ν’ ακούσομε την έκρηξη που δεν ξέραμε τίνος τύχη θα ήταν. Πολλές φορές θρηνήσαμε και αγαπητά μας πρόσωπα.

Τους τελευταίους μήνες στη Μελβούρνη είχαμε πολλές εκρήξεις χωρίς κρότο από τον αόρατο εχθρό που σημάδεψε και το ελληνικό γηροκομείο «Βασιλειάδα», το οποίο μου ξύπνησε συγκινητικές αναμνήσεις της δικής μου αγαπημένης μητέρας, η οποία είχε φιλοξενηθεί για ανάρρωση στην «Βασιλειάδα». Για δύο χρόνια χωρίς να υπάρξει κανένα πρόβλημα. Αν και γνωρίζαμε ότι βρισκόταν σε καλά χέρια, οι επισκέψεις μας ήταν σε καθημερινή βάση. Αφήνοντάς την πίσω μέχρι την επόμενη μέρα φεύγαμε με πληγωμένη καρδιά.

Ήταν ανεξάρτητη ύπαρξη και για την αγάπη των παιδιών της είχε θυσιαστεί με τον πατέρα μας αφήνοντας την πατρίδα και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν, για να βρεθούν και να είναι κοντά στα παιδιά τους.

«Ήταν Σάββατο και πριν το μεσημέρι όταν μου τηλεφώνησαν ότι την μετέφεραν στο νοσοκομείο του Epping. Εκεί μου είπαν ότι «ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΕΔΩ».

Με αγωνία έφτασα στη «Βασιλειάδα». Είδα τα αδέλφια μου να στέκονται έξω από το δωμάτιό της.

Πέρασαν πολλά από το μυαλό μου. Αισθάνθηκα υγρά τα μάτια μου και το υποσυνείδητό μου έφερε τις πιο ισχυρές αναμνήσεις οι οποίες δεν μου έχουν φύγει ποτέ. Δεν ξεχνώ όταν προσπαθούσε να κρατήσει με τα χέρια της το λεωφορείο για να μη φύγει και να παρακαλεί να μη φύγουμε να μην πάμε στην «άχαρη ξενιτιά».

O Σωτήρης και η Ζωή Πάτση. Φώτο: Supplied

Οι γονείς μας δεν ήρθαν στην Αυστραλία για οικονομικούς λόγους και πάντοτε είχαν κάτι καλό να πουν για την καινούρια μας πατρίδα.

Ο πατέρας μας, αν και μεσήλικας, ήταν ολιγομίλητος, συνετός, εργατικός. Πολύ σύντομα απέκτησε την εμπιστοσύνη των Αυστραλών για την εργασία του.

Δυστυχώς, τα τελευταία δύο χρόνια τις ζωής του είχε την ατυχία να του κόψουν το ένα πόδι. Σήμερα συμμερίζομαι τα συμβάντα με τους ηλικιωμένους και τους συγγενείς της «Βασιλειάδας».

Θυμάμαι όταν το νοσοκομείο κάλεσε όλη την οικογένεια για να μας πει ότι μόνο δύο είναι οι επιλογές για τον πατέρα μας: α) για να ζήσει πρέπει να κοπεί το πόδι και β) να τον εγκαταλείψουμε στο έλεος του θεού. Ποιος είδε τον Χάρο και δεν φοβήθηκε. Ο χειρούργος περίμενε την απάντηση σε δευτερόλεπτα. Μας είπε δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Όλοι μας βουβαθήκαμε, όταν από μόνος μου πήρα την πρωτοβουλία να του πω με πικραμένη φωνή. «Γιατρέ, δεν είναι καρπούζι να το κόψουμε. Είναι ύπαρξη και χρειαζόμαστε ώρα να το συζητήσει όλη η οικογένεια.

Κατάλαβα ότι ο γιατρός είναι ανένδοτος, και σε δευτερόλεπτα από μόνος μου πήρα την απόφαση γιατί όλοι οι άλλοι είχαν σοκαριστεί και ήταν άφωνοι.

Τα δύο επόμενα χρόνια έβλεπα με τύψεις τον πατέρα μας να υποφέρει.

Πολλές φορές η μητέρα μας σε συζητήσεις μας είχε πει. «Με τον πατέρα σας μπορούσαμε να ζήσουμε με άνεση στην πατρίδα μας». Ήταν ο κρυφός της καημός.

Τη μητέρα της συζύγου μου, Ζωή, ποτέ μου δεν την είχα ακούσει να διαμαρτύρεται για τον ερχομό στην Αυστραλία. Στα βαθιά γεράματά της βρέθηκε για δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο. Δύο μέρες πριν την τελευταία της αναπνοή ρώτησε την κόρη της Κατίνα: «Κατίνα κάναμε καλά που αφήσαμε την πατρίδα μας; Είναι πολύ κρίμα να φύγεις από την πατρίδα σου». «Μαμά εγώ ήμουν μικρή και δεν είχα λόγο για να αποφασίσω».

Την επόμενη μέρα, και μετά τη συντροφιά που της έκανε η κόρη της, η Κατίνα θέλησε να βαδίσει για λίγο στο διάδρομο. Όταν απομακρύνθηκε πενήντα μέτρα άκουσε την φωνή της νοσοκόμας να την καλεί. Η μητέρα της συζύγου μου είχε παραδώσει την ψυχή της.

ΚΟΣΜΑΣ ΡΕΚΑΡΗΣ
(Μελβούρνη)