Την περασμένη Τρίτη έφυγε από τα εγκόσμια  η Γιούλα Κατσή, μια σπάνια Ελληνίδα της Μελβούρνης. Γεννήθηκε στην Καρδίτσα και στις 21 Απριλίου του 1963 παντρεύτηκε τον έρωτα της ζωής της Γιώργο Κατσή. Στις 27 Σεπτεμβρίου μετανάστευσαν στη Μελβούρνη. Απόκτησαν δυο παιδιά (τον Δημήτρη και την Κική) και τέσσερα εγγονάκια (Ιορδάνη, Τζούλιο, Κία και Τζόσιουα). Εργάστηκαν σκληρά και παράλληλα υπηρέτησαν και το κοινωνικό σύνολο, ιδιαίτερα τους Καρδιτσιώτες.

Για την εκπαιδευτικό και συνάδελφο εδώ, στο «Νέο Κόσμο», Μαρία-Στέλλα Παπαγεωργίου η Γιούλα Κατσή ήταν «τα πάντα». Απαρηγόρητη καθώς ήταν χθες η Μαρία Στέλλα   την αποχαιρέτισε με το τα ακόλουθα λόγια:

«-Θα περάσω να σε δω αύριο, να μου  ‘μιλήσεις’… αν θες, αν μπορείς…

– Δεν ξέρω…

Ήξερε. Εγώ δεν ήξερα και έφυγα ελπίζοντας ότι θα τη δω και αύριο. Και έτσι βρέθηκα σήμερα να γράφω τον επικήδειό της εντελώς απροετοίμαστη…

Απροετοίμαστη μπροστά στο θάνατο αγαπημένου προσώπου. Πάντα θα είμαστε απροετοίμαστοι μπροστά στο θάνατο αγαπημένων προσώπων. Εκείνη όμως προετοιμαζόταν καιρό τώρα με πίστη στο θεό, αποδοχή, ευγνωμοσύνη και αγάπη. Μας προετοίμαζε, μας παρηγορούσε και μας έδινε μαθήματα ζωής μέχρι την τελευταία στιγμή.

Πόσο χρονών ήταν;

Δεν ξέρω… Ξέρω μόνο ότι ήταν σημαντική για μένα και ότι οι σημαντικοί για μας άνθρωποι δεν έχουν ηλικία και δεν γίνεται να πεθάνουν. Είναι πάντα δίπλα σου.

-How are you related? με ρωτούσαν στο νοσοκομείο κάθε φορά που πήγαινα να την επισκεφθώ.

Κουμπάρα. Πώς λες κουμπάρα στα αγγλικά; Άστο εντάξει,  γράψε family friend. Και ήταν αυτό ακριβώς και family και friend και μάνα και θεία και γιαγιά και πάνω από όλα άνθρωπος.

Καθόλη τη διάρκεια του εγκλεισμού έδινε το δικό της αγώνα με τις χημειοθεραπείες. Όταν μπόρεσα να την ξαναεπισκεφθώ είχε ήδη σπείρει τα θερινά κηπευτικά και καθάριζε χόρτα στον κήπο και χαιρόταν την κάθε στιγμή με ό,τι καλό είχε να της δώσει. Σημαντικό επίσης να μοιραστεί μαζί σου αυτό το καλό που ανάλογα την εποχή ήταν λεμόνια, σπόρια, πίτα, χόρτα, έναν καλό λόγο, μια ιστορία από τα παλιά και ένα σπίτι και μια αγκαλιά πάντα ανοιχτά.

-Είσαι πολύ τυχερή που έχεις τόσο καλές φίλες, της έλεγα καθώς τις έβλεπα να της κρατούν το χέρι και να μιλάνε στο νοσοκομείο.

– Το ξέρω έλεγε χαμογελώντας και το προσωπάκι της έλαμπε από χαρά και ευγνωμοσύνη.

Όπως πολλοί Έλληνες της πρώτης γενιάς βρέθηκε στη Μελβούρνη με μια βαλίτσα και πολλά όνειρα. Το μεγαλύτερο όλων η επιστροφή στο χωριό της το Θραψίμι.

-Απόψε είδα στο όνειρό μου τη νονά μου, ξεκίνησε να λέει προχθές και να τη μνημονεύει για το πόσο καλή ήταν.

Οι διηγήσεις της με άφηναν πάντα με το στόμα ανοιχτό και με ταξίδευαν στα χρόνια του εμφυλίου, της θεσσαλικής γης, της εσωτερική μετανάστευσης, της μετανάστευσης στην Αυστραλία, ιστορίες από τη  νέα πατρίδα και το άλγος του νόστου. Όταν άρχισε να χαιρετάει ζωντανούς και πεθαμένους κατάλαβα ότι ο χρόνος μετράει αντίστροφα. Και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορεί να κάνεις τίποτα για αυτό πέρα από το να είσαι δίπλα μέχρι το τέλος και να θυμάσαι μέχρι το δικό σου τέλος. Έφυγε όπως έζησε, ήσυχα, με αποδοχή και αγάπη, με την οικογένειά της και τους φίλους της.