Τα Χριστούγεννα του 1962 ήταν σημαδιακά για τη νεαρή τότε Σταυρούλα από το Βέλο Κορινθίας. Μόλις είχε παντρευτεί το Νίκο Λάμπρος από το Μάρκασι Κορινθίας και προσπαθούσαν να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τη ζωή τους.

Πού θα ζήσουν, με τι θα ασχοληθούν, ποιο θα είναι το κοινό τους μέλλον;

Ο Νίκος είχε γυρίσει από τη μακρινή Αυστραλία όπου είχε μεταναστεύσει παιδαρέλι ακόμη κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50.

Ήρθε για να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί στα πάτρια εδάφη. Αγαπούσε πολύ την περιπέτεια όμως για να τον χωρέσει το χωριό και το πατρικό χωραφάκι. Είχε γνωρίσει μια άλλη ζωή που τον είχε πλέον καθορίσει.

Έτσι, κι ενώ οι δύο οικογένειες των νεόνυμφων έριζαν για το ποιος θα καθορίσει τη ζωή τους. Ο Νίκος και η Σταυρούλα, με την πρόφαση ότι θα πήγαιναν για ψώνια στην Αθήνα λόγω των εορτών, αποχαιρέτησαν την Κορινθία και ξεκίνησαν για τη μεγάλη περιπέτεια.

Επιβιβάστηκαν στο «Πατρίς», την κιβωτό των ονείρων των νέων της μεταπολεμικής περιόδου, με προορισμό τη δική τους Γη της Επαγγελίας. Το ημερολόγιο έγραφε 15 Δεκεμβρίου 1962.

Περίπου 60 χρόνια μετά, ο κύριος Νίκος έχει φύγει πια από τη ζωή και η κυρία Σταυρούλα αναπολεί εκείνα τα Χριστούγεννα στο καράβι. «Κόσμος πολύς, νέα ζευγάρια σαν κι εμάς και πολλά νέα παιδιά που έψαχναν την τύχη τους. Όλοι ήμαστε πολύ χαρούμενοι και αισιόδοξοι», λέει στο «Νέο Κόσμο».

Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο έδινε τη νότα των ημερών ενώ ήταν το επίκεντρο των εορταστικών εκδηλώσεων. Μια ψευδαίσθηση χλιδής για μια γενιά που είχε νιώσει στο πετσί της στέρηση και ήταν έτοιμη για να δώσει τον ύψιστο αγώνα, όχι μόνο της επιβίωσης σε μια ξένη και μακρινή χώρα, αλλά και να θριαμβεύσει.

«Χοροί, βραδιές με κοστούμια, μπουφέδες γεμάτοι φαγητό, γέλια και χαρούμενη ατμόσφαιρα», είναι οι μνήμες της κυρίας Σταυρούλας από εκείνα τα Χριστούγεννα κάπου ανάμεσα στις δυο πατρίδες, καταμεσής του ωκεανού, καταμεσής της ζωής της.

Η Σταυρούλα Λάμπρος με τον αείμνηστο σύζυγό της, Νίκο και ένα από τα εγγόνια τους. Φώτο: Supplied

Χριστούγεννα του 1963. Ένας χρόνος πέρασε στη νέα χώρα. Η Σταυρούλα έγκυος στο πρώτο της παιδί. Γυρνούν με το Νίκο στη Μελβούρνη και μαγεύεται από τα φώτα, τα στολίδια και τη γιορτινή ατμόσφαιρα.

«Πού να τα ξέραμε αυτά στο χωριό; Πρώτη φορά κατάλαβα Χριστούγεννα έτσι όπως τα ξέρουμε τώρα. Στο χωριό ήταν διαφορετικά. Ούτε δέντρα, ούτε στολίδια», λέει.

Τη ρωτώ αν την παραξένεψε η ζέστη και μου απαντά αφοπλιστικά: «Δε με ένοιαζε τίποτα από αυτά. Μου άρεσε που ήταν όλα τόσο γιορτινά και το ότι αισθανόμουν ελεύθερη στη μεγάλη πόλη. Το μόνο που με στεναχωρούσε ήταν η σκέψη του πατέρα μου πίσω στην Ελλάδα».

Από τότε και για τα επόμενα 30 χρόνια περίπου, τα Χριστούγεννα της οικογένειας Λάμπρος ήταν όσο γινόταν πιο οικογενειακά και ζεστά. «Την Ελλάδα την φέραμε εδώ. Με τα γλυκά μας, τα φαγητά μας και τις παραδόσεις μας. Η παρέα μάς ένοιαζε πιο πολύ, να είμαστε όλοι μαζί και μονοιασμένοι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι», λέει η κυρία Σταυρούλα.

Σήμερα, γι’ αυτήν δεν έχει σημασία ο καιρός, ο τόπος και το χριστουγεννιάτικο μενού. Σημασία έχει το συναίσθημα και η συντροφικότητα. «Τα Χριστούγεννα είναι η αγάπη» θα πει, κλείνοντας σε μια κουβέντα της όλο το νόημα των ημερών.