Πανδημία, ρατσισμός και οι Έλληνες του Port Pirie το 1919


Δύο μεμονωμένες εγγραφές έχουν καταχωρηθεί στο Μητρώο Γάμων της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Ευαγγελισμού, στην Μελβούρνη το 1918, και οι δύο καταγράφουν επίσημα τους γάμους των αδελφών Κοντούλα, του Γεωργίου και του Δημητρίου, με νύφες μετά από προξενιό.

Και οι τέσσερις ήταν κάτοικοι του Port Pirie της Νότιας Αυστραλίας και όλοι γεννήθηκαν στο Καστελόριζο.

Οι καταχωρήσεις έχουν ως εξής:

Ο Δημήτριος Λάζαρος Κοντούλας (30 ετών) και η Αναστασία Αλεξίου (21 ετών), και οι δύο από το Καστελόριζο, παντρεύτηκαν στις 3 Ιουνίου 1918.

Ο Γεώργιος Λάζαρος Κοντούλας (32 ετών) και η Αναστασία Μπέρμπερη (24 ετών), και οι δύο από το Καστελόριζο, παντρεύτηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1918.

Κατά μια θλιβερή συγκυρία, το επόμενο έτος (1919), τα ονόματα και των δύο αδελφών βρίσκονται αυτή τη φορά εγγεγραμμένα στη στήλη του Μητρώου Θανάτων της ίδιας εκκλησίας.

Το Μητρώο Θανάτων αναφέρει τα εξής:

Ημερομηνία θανάτου του Γεωργίου Κοντούλα, 5 Απριλίου 1919 και ημερομηνία θανάτου του Δημητρίου Κοντούλα, 6 Απριλίου 1919.

Ο Παναγιώτης Τσολάκης,περιπου το 1918 με 1919. Φωτο: Ευγενής προσφορά του 98χρονου Μιχαήλ Τσολάκη, αδελφού του Παναγιώτη, που κατοικεί επί του παρόντος στο Περθ. Φώτο: Supplied

Σε διάστημα μικρότερο των δέκα (10) μηνών, τα ονόματα των αδελφών Κοντούλα καταχωρούνται ξανά στα αρχεία της Εκκλησίας, ωστόσο αυτή τη φορά ως εγγραφές στο Μητρώο Θανάτων. Δυστυχώς, το Μητρώο δεν παρέχει λεπτομέρειες για την «αιτία θανάτου».

Μέσα σε αυτό το διάστημα, ανάμεσα στα δύο Μητρώα της εκκλησίας, ξετυλίγεται μια τραγική ιστορία. Μια άγνωστη ιστορία που αναφέρεται σε μια λιγότερο γνωστή Ελληνική Κοινότητα, αυτή του Port Pirie της Νότιας Αυστραλίας και τις συνέπειες της Ισπανικής Γρίπης του 1919.

Η αφήγηση παρακολουθεί και απεικονίζει το πλήγμα, την κατάρρευση και την αποξένωση που αντιμετώπισαν τα μέλη αυτής της Ελληνικής Κοινότητας.

Είναι η χρονιά του 1919 και ο Μεγάλος Πόλεμος είχε μόλις τελειώσει (τον Νοέμβριο του 1918). Στο Port Pirie εργάζονται περίπου 80 Έλληνες οικογενειάρχες. Η Ελληνική Κοινότητα Port Pirie εξελίσσεται και μεγαλώνει όταν φτάνουν οι νύφες με προξενιό και, συγκεκριμένα, από το Καστελόριζο.

Λίγα χρόνια πριν, με την έλευση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, προέκυψε σημαντική έλλειψη εργατών στην Αυστραλία. Αυτό το κενό έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς μετανάστες να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό της χώρας.

Από το 1914 και μετά, πολλοί νέοι Έλληνες μετανάστες που εισήλθαν στην Αυστραλία, άρχισαν να εργάζονται σε έναν τομέα στον οποίο πριν κυριαρχούσαν λευκοί Αγγλο-Κέλτες εργάτες.

Εκτιμάται ότι περίπου 200 Έλληνες μετανάστες εργάστηκαν στο μεταλλουργείο του Port Pirie καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου, καθιστώντας το εν λόγω μεταλλουργείο τον μεγαλύτερο και κατ’ εξοχήν εργοδότη των Ελλήνων εκείνη την περίοδο.

Το κοινωνικό κλίμα, ωστόσο, στο Port Pirie πήρε δραματική τροπή, και με την επιστροφή των Αυστραλών στρατιωτών στο Port Pirie μετά το τέλος του Πολέμου, η ρατσιστική υστερία άρχισε να κλιμακώνεται.

 

Ιερός Ναός του «Ευαγγελισμού», 1919 Μητρώο Θανάτων 1. Δημήτριος Κοντούλας 2. Γεώργιος Κοντούλας. Φώτο: Supplied

Η ρατσιστική προπαγάνδα που επινόησε η τοπική εφημερίδα του Port Pirie, σε συνδυασμό με την επικρατούσα ξενοφοβία μεταξύ πολλών κατοίκων του Port Pirie εξελίχθηκε σε εκστρατεία κατά της τοπικής Ελληνικής Κοινότητας.

Κρίνοντας από τα πολυάριθμα υποτιμητικά άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην τοπική εφημερίδα «Recorder», προκύπτει ότι οι Έλληνες της πόλης ήταν τα κύρια θύματα αυτών των ρατσιστικών χλευασμών.

Η συχνότητα των αστυνομικών εφόδων σε ελληνικά καφενεία στην πόλη προκαταλαμβάνει επανειλημμένα τις στήλες της εφημερίδας «Recorder» του Port Pirie καθ ‘όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τα πρόστιμα ήταν σημαντικά σε σύγκριση με τις παραβάσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν απαγγέλθηκαν καν κατηγορίες στους παραβάτες.

Τίτλοι όπως «Έφοδος σε Ελληνικά Καφενεία – Δεκαοκτώ Άτομα Συνελήφθησαν. Υποβολές Μηνύσεων για Τυχερά Παιχνίδια» και «Η Αστυνομία έκανε Έφοδο σε Καφενείο – Θα Ακολουθήσουν Απαγγελίες Κατηγοριών» εμφανίζονταν συχνά στις στήλες της ημερήσιας εφημερίδας του Port Pirie. Στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι στην πρώτη περίπτωση σε έναν μόνο κατηγορούμενο επιβλήθηκε πρόστιμο £5 και στην τελευταία περίπτωση, μετά από έρευνα στο Κκαφενείο, μόνο «εννέα μπουκάλια που λέγεται ότι περιείχαν μπύρα βρέθηκαν κάτω από τον πάγκο».

Ιερός Ναός του «Ευαγγελισμού», 1918 Μητρώο Γάμων. 1. Δημήτριος Κοντούλας 2. Γεώργιος Κοντούλας. Φώτο: Supplied

Οι παράνομες επιθέσεις εναντίον Ελλήνων αποτέλεσαν συνηθισμένο φαινόμενο και, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε και μια διαδήλωση εναντίον Ελλήνων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα υλικές ζημιέ και σωματικές βλάβες. Τα ακόλουθα αποσπάσματα προέρχονται από τη «Recorder» του Port Pirie, και δημοσιεύθηκαν στις 24 Φεβρουαρίου και στις 17 Απριλίου 1919 αντίστοιχα:

«Το Σάββατο το απόγευμα, στο Casino Lane, από το Alexander Street, μια ομάδα νεαρών διαδήλωσε εναντίον κάποιων Ελλήνων που μένουν στην περιοχή. Επιδόθηκαν, αρχικά, σε αποδοκιμασίες και χλευασμούς και, στη συνέχεια, άρχισαν να πετούν τούβλα και πέτρες. Κάποια παράθυρα έσπασαν.

Μια γυναίκα χτυπήθηκε στο χέρι και το μωρό της στο κεφάλι από σπασμένα τούβλα». Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου πραγματοποιήθηκαν 14 συλλήψεις, ωστόσο μόνο δύο από τους συμμετέχοντες κλήθηκαν να παρουσιαστούν στο δικαστήριο».

Φώτο: Supplied

Το επόμενο απόσπασμα της εφημερίδας αναφέρεται στη συμμορία «Grasshopper Gang», που φέρεται να ήταν μια ομάδα αποτελούμενη από βετεράνους πολέμου και κάποιους νεότερους σε ηλικία άνδρες προσκείμενους στους βετεράνους.

«Αρκετά νεαρά μέλη της «Grasshopper Gang» συγκεντρώθηκαν απέναντι από την είσοδο του Casino Lane. Επιτέθηκαν σε έναν γνωστό Έλληνα κάτοικο και τον χτύπησαν άσχημα. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν δύο συλλήψεις από τους αστυνομικούς Ferguson και Harvey».

Προφανώς, πολλοί βετεράνοι πολέμου συνέβαλαν άμεσα στη φυλετική διάκριση και την παρενόχληση του ελληνικού πληθυσμού του Port Pirie. Η εμφάνιση ομάδων επαγρύπνησης, η μαζική υστερία και η φυλετική και σωματική βία συνδέθηκαν με την εθνική ενσωμάτωση του εργατικού δυναμικού στο Port Pirie.

Αυτοί οι βετεράνοι πολέμου ένιωσαν ότι βρίσκονταν σε μειονεκτική κοινωνική και οικονομική θέση, καθώς και εξαιτίας του δικαιώματος στην εργασία λόγω της αφοσίωσής τους στο έθνος.

Συγχρόνως, οι Έλληνες που εργάζονταν στο μεταλλουργείο του Port Pirie κατηγορήθηκαν για τη μαχητικότητά τους και στοχοποιήθηκαν ως ταραξίες από τα μέσα ενημέρωσης.

Περιγράφοντας μια συνεδρίαση για να κηρυχθεί στάση εργασίας στο μεταλλουργείο, ο δημοσιογράφος σημειώνει στη στήλη του με τον τίτλο «Δεν Θα Γίνει Απεργία στα Μεταλλουργεία – Ανεπιτυχής η Συνεδρίαση για Στάση Εργασίας» ότι «σχεδόν όλοι οι διαδηλωτές ήταν «ξένοι» ή ανύπανδροι άνδρες και παρόμοια στοιχεία κυριάρχησαν ανάμεσα σε όλους όσοι αποχώρησαν από το χώρο εργασίας».

Όσον αφορά την πορεία από το μεταλλουργείο προς το Union Hall (την έδρα του συνδικάτου), ο αρθρογράφος επισημαίνει ότι «η εμπροσθοφυλακή των 57 ήταν κυρίως Ρώσοι, Βούλγαροι και Έλληνες».

Είναι σαφές ότι από πολλούς θεωρήθηκε ότι οι ηγέτες τέτοιων απαράδεκτων αναταραχών ήταν «ξένοι», με την κύρια βασική ομάδα να είναι Έλληνες εργάτες.

Παρουσιάστηκαν, επίσης, αναφορές που υποστήριζαν ότι Έλληνες εργάτες καταλάμβαναν θέσεις εργασίας για τις οποίες θα έπρεπε να δίνεται προτεραιότητα στους βετεράνους πολέμου.

Στη Βόρεια Επικράτεια, εκείνη την περίοδο, η Ένωση Λιμενεργατών του Ντάργουιν «απέκλεισε τους Έλληνες από το να δουλεύουν στις αποβάθρες» και υποστήριξε ότι «κρίνεται ότι, εφόσον οι επαναπατριζόμενοι στρατιώτες δεν μπορούν να βρουν δουλειά στο Ντάργουιν, οι Έλληνες δεν θα πρέπει να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση».

Ο γραμματέας του τοπικού παραρτήματος του AWU (Συνδικάτο Αυστραλών Εργατών) στο Ντάργουιν, στο σχόλιο του για τους ξένους εργάτες έγραψε: «Πιστεύω, ωστόσο, ότι το ξένο στοιχείο -Έλληνες και Ρώσοι- θα ήταν εύκολο να παρασυρθεί σε επαναστατικές ενέργειες. Η πλειονότητα των εργατών είναι αρκετά συγκρατημένη».

Υπήρχε ένας διάχυτος φόβος, ακόμη και στις τάξεις των συνδικαλιστών, ότι οι Έλληνες και άλλοι ξένοι σφετερίζονταν το εργατικό κίνημα, και προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν αριθμητικά στις εργατικές συνεδριάσεις προκειμένου να επιτύχουν ευνοϊκά αποτελέσματα.

Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ ΠΛΗΤΤΕΙ ΤΟ PORT PIRIE

Σε αυτό το τεταμένο κλίμα, η Ισπανική Γρίπη πλήττει την πόλη του Port Pirie και ακόμη περισσότερο τη νεοσύστατη Ελληνική Κοινότητά του.

Η «Recorder» του Port Pirie, την 1η Απριλίου 1919, με τον τίτλο «Οι Θάνατοι της Χθεσινής Ημέρας», ανέφερε ότι, μεταξύ αυτών που υπέκυψαν στην Ισπανική Γρίπη την προηγούμενη μέρα, ήταν δύο Έλληνες.

Ο Γιάννης Χαγενάκης, 35 ετών, έγγαμος με την οικογένειά του να διαμένει στην Ελλάδα, και ο Μιχαήλ Καρέγκος, 23 ετών, ανύπανδρος, και οι δύο εργάτες του μεταλλουργείου.

Δύο ημέρες αργότερα, με τον τίτλο «Δύο Θάνατοι Εχθές», οι αναγνώστες της ίδιας τοπικής εφημερίδας ενημερώθηκαν ότι άλλος ένας Έλληνας εργάτης του μεταλλουργείου, ο Τζίμης Σπαής, ηλικίας 34 ετών, πέθανε στο νοσοκομείο μόλις τρεις ημέρες μετά την εισαγωγή του. Για άλλη μια φορά, η αιτία θανάτου αποδόθηκε στην πνευμονική γρίπη (Ισπανική Γρίπη).

Φώτο: Supplied

Οι πρώτοι θάνατοι Ελλήνων εργατών του μεταλλουργείου έσπειραν τον πανικό στην Ελληνική Κοινότητα του Port Pirie και τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας (4 Απριλίου 1919) σχεδόν πενήντα Έλληνες συγκεντρώθηκαν στο Σιδηροδρομικό Σταθμό για να φύγουν εσπευσμένα.

Δυστυχώς, λόγω των περιορισμών κανένας από αυτούς τους συμπατριώτες μας δεν στάθηκε δυνατόν να λάβει άδεια αναχώρησης και όλοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στον τόπο κατοικίας τους.

Η τραγωδία είχε και συνέχεια, με το ακόλουθο άρθρο να εμφανίζεται στη «Recorder», στις 7 Απριλίου 1919 με τον τίτλο «Τρίτος Θάνατος στο Ίδιο Σπίτι» «Χθες το πρωί επήλθε ο θάνατος του Τζιμ Κοντούλου, Έλληνα που ζούσε στο Port Pirie West στο ίδιο σπίτι όπου έχουν πεθάνει άλλοι δύο Έλληνες, ο Γ. Κοντούλος, αδελφός του και ο Αλέξης».

Δύο ημέρες πριν από το θάνατο του Τζιμ Κοντούλου εμφανίζεται ένα άρθρο γνώμης στη «Recorder», με τίτλο «Απομόνωση – Μια Παρωδία». Το άρθρο αναφέρεται στο σπίτι όπου κατοικούν οι αδελφοί Κοντούλου και άλλα άτομα και σχολιάζει την «χαλαρότητα των κανονισμών», επισημαίνοντας ότι «επιτρέπεται σε αυτούς τους ανθρώπους η είσοδος και η έξοδος, παρά τις κίτρινες σημαίες».

Έκπληκτος ο δημοσιογράφος συνεχίζει, σχολιάζοντας ότι «παιδιά από απομονωμένα σπίτια επιτρέπεται να έχουν επαφή με άλλα παιδιά. Δεν είναι διόλου περίεργο, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, το ότι η επιδημία έχει εξαπλωθεί». Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παραβιάσεις, ο συντάκτης, οργισμένος, καταλήγει στο συμπέρασμα: «Το σπίτι του Pirie που κατοικούν οι Έλληνες αποτέλεσε απειλή για την υγεία της κοινότητας. Αποτελεί ακόμα απειλή».

Μετά το θάνατο του τελευταίου άνδρα που διέμενε στο σπίτι των Κοντούλων, όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοί του εισήχθησαν στο νοσοκομείο του Pirie υπό απομόνωση.

Το νεότερο μέλος ήταν το βρέφος [Δήμητρα] Κοντούλου που έχασε τον πατέρα του δύο ημέρες πριν και που, σύμφωνα με τις αναφορές των εφημερίδων, «αμέσως έγινε το αγαπημένο πλασματάκι του νοσοκομείου και καθώς η άφιξή του συνέπεσε με μια βελτίωση στην επιδημία, επάξια θεωρήθηκε η μασκότ του νοσοκομείου του Pirie»

Δυστυχώς, στοιχεία καχυποψίας και κακεντρέχειας είναι διάχυτα σε όλο το άρθρο, που χρησιμοποιεί ως αποδιοπομπαίο τράγο μια ευάλωτη κοινότητα.

Αυτοί οι μετανάστες με περιορισμένη ή ανύπαρκτη γνώση της αγγλικής γλώσσας, και σίγουρα χωρίς καμία κατανόηση των συνεπειών του θανατηφόρου ιού, περιθωριοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο σε ένα ήδη ρατσιστικό περιβάλλον. Δεν μπορεί καν να φανταστεί κανείς τις δυσκολίες που υπέστησαν αυτοί οι Έλληνες μετανάστες κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Ο φόβος μιας πανδημίας τώρα έγινε και ο φόβος των Ελλήνων στην πόλη του Port Pirie.

Συνολικά, έξι Έλληνες, ηλικίας 23-35 ετών, όλοι εργάτες του μεταλλουργείου, πέθαναν σε διάστημα εννέα ημερών λόγω της Ισπανικής Γρίπης. Καμία άλλη εθνικότητα στο Port Pirie δεν υπέστη τέτοια απώλεια.

Σε μία εξαιρετικά ασυνήθιστη ενέργεια, ο τότε υπάλληλος της Υπηρεσίας Καταγραφής Αλλοδαπών του Port Pirie, κ. Warnes, κατήγγειλε δημόσια τη «μεταχείριση που δέχονταν [οι αλλοδαποί]» και επιπλέον είπε ότι «ενημερώθηκε ότι μια συγκεκριμένη ομάδα νέων και άλλων μεγαλύτερων σε ηλικία συνηθίζουν να εκτοξεύουν ύβρεις προς τους αλλοδαπούς και ειδικότερα τους Έλληνες».

Μολονότι οι Αρχές και οι κάτοικοι υπέθεσαν ότι η πανδημία είχε υποχωρήσει, μια λεγόμενη δεύτερη επίσκεψη της Ισπανικής Γρίπης έπληξε το Port Pirie, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, με άλλους δύο Έλληνες να υποκύπτουν στο θανατηφόρο ιό.

Θύματα της δεύτερης επίσκεψης του ιού είναι ο Παναγιώτης Μ. Τσολάκης, 18 ετών και ο Τζων (Ιωάννης) Κομηνός, 30 ετών, και οι δύο εργάτες του μεταλλουργείου και οι δύο, επίσης, από το Καστελόριζο. Δυστυχώς, και οι δύο πέθαναν σε δύο διαδοιχικές ημέρες, 17 και 18 Ιουνίου 1919.

Ο τραγικός θάνατος οκτώ νέων Ελλήνων εργατών εξαιτίας της πανδημίας της Ισπανικής Γρίπης, απομόνωσε περισσότερο την Ελληνική Κοινότητα του Port Pirie, προκαλώντας μαζική φυγή πολλών από τα μέλη της.

Καθώς η δεύτερη επίσκεψη της Ισπανικής Γρίπης υποχώρησε, ένας αυξανόμενος αριθμός Ελλήνων άρχισε να εγκαταλείπει το Port Pirie για άλλες Πολιτείες. Κρίνοντας από τα μητρώα μετακίνησης των Ελλήνων, τουλάχιστον 30 Έλληνες μετακόμισαν στη Μελβούρνη μέχρι το τέλος του 1919.

Πολλοί ακόμη Έλληνες εργάτες του μεταλλουργείου μετακόμισαν, επίσης, σε άλλες Πολιτείες. Ο αριθμός των Ελλήνων στο Port Pirie για ένα μικρό χρονικό διάστημα άρχισε να μειώνεται για να αυξηθεί πάλι στις αρχές της δεκαετίας του 1920.

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΠΑΝΔΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Αναφορές και πηγές:

-Γεωργία-Τζουλιάνα Χαρπαντίδου, “Ελληνική ‘Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας: Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις”, Διδακτορική διατριβή υπό εκπόνηση, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
– Συλλογή Αυστραλιανών εφημερίδων (Australian Newspaper Archival Collection. Trove.)
– Γενεαλογική Εταιρεία – Νότια Αυστραλία (Genealogy Society – South Australia)
– Ληξιαρχείο – Νότια Αυστραλία (Births, Deaths & Marriages – South Australia)
– Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης – Μητρώο Θανάτων και Γάμων.
Σημείωση: Πιστοποιητικά Θανάτου από την Γενεαλογική Εταιρεία Νότιας Αυστραλίας
*Ο Κώστας Μάρκος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.
**Ευχαριστίες στους Κώστα Α., Κώστα Κ. και Νίκο Π.