Είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα την αποτυχία της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Οι λόγοι της αποτυχίας είναι πολλοί. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ότι η προετοιμασία ήταν πρόχειρη και η διεξαγωγή της κακή και ανεπαρκής.

Η Επανάσταση συνάντησε την εχθρότητα της Ιεράς Συμμαχίας αλλά και των ντόπιων κατοίκων. Ο Σέρβος Ομπράνοβιτς αλλά και οι ντόπιοι κάτοικοι της Μολδοβλαχίας, δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Υψηλάντη.

Ο Υψηλάντης δεν φαίνεται να αντιλαμβανόταν ότι οι ντόπιοι μισούσαν την άρχουσα τάξη των Φαναριωτών Ελλήνων περισσότερο και από τους Τούρκους.

Ο Πατριάρχης πιεζόμενος από την Οθωμανική διοίκηση αφόρισε τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες και ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, ανταποκρινόμενος στην πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας, αποκήρυξε το κίνημα του Υψηλάντη και επέτρεψε στους Τούρκους να διαβούν τον Δούναβη για να καταστείλουν την εξέγερση. Η προγραμματιζόμενη, επίσης, εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη δεν επιχειρήθηκε.

Στην Πελοπόννησο οι συνθήκες ήταν περισσότερο ευνοϊκές. Η Μάνη δεν είχε Τούρκους και διέθετε κάποια αυτονομία. Ο Πασάς της Τρίπολης Χουρσίτ είχε αναχωρήσει με τον μεγαλύτερο όγκο του στρατεύματος της περιοχής για τον πόλεμο της καθυπόταξης του αντάρτη Αλή Πασά των Ιωαννίνων.

Τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά διέθεταν εμπορικό στόλο που αναμενόταν από τους Φιλικούς να μετατραπεί σε πολεμικό, εναντίον του οθωμανικού στόλου.

Τα νησιά αυτά είχαν, επίσης, αυτονομία, είχαν μια τοπική διοίκηση από Έλληνες που διορίζονταν από την τουρκική διοίκηση, ύστερα από πρόταση των νοικοκυραίων, αλλά δεν είχαν καθόλου Τούρκους κατοίκους. Στην Πελοπόννησο και τα νησιά, όπως και στα Επτάνησα υπήρχε δυνατότητα περισσότερης ελεύθερης κίνησης και συνεπώς υπήρχαν πολλά μυημένα μέλη της Φιλικής Εταιρίας.

Τον Δεκέμβριο του 1820 ο Παπαφλέσσας έφτασε στην Ύδρα, που ήταν το κύριο νησί των πλοιοκτητών και των πλοιάρχων. Οι ιδιοκτήτες των πλοίων είχαν πλουτίσει από το μεταγωγικό εμπόριο κατά τους Ναπολεόντιους Πολέμους μιας και μπορούσαν να εφοδιάζουν τα λιμάνια της Δυτικής Μεσογείου.

Αποτελούσαν την αριστοκρατική τάξη των νοικοκυραίων που ασκούσε τη διοίκηση, δεν ταξίδευαν οι ίδιοι, εμπιστεύονταν τα πλοία τους στους πλοιάρχους και τα πληρώματά τους.

Οι υποχρεώσεις των νησιών αυτών ήταν να πληρώνουν στην τουρκική διοίκηση έναν ετήσιο φόρο και να στέλνουν μια ομάδα από νεαρούς ναυτικούς να υπηρετούν στο οθωμανικό ναυτικό. Μερικοί από τους πλοιοκτήτες και τους καπετάνιους των πλοίων είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία.

Μετά το τέλος των Ναπολεόντιων Πολέμων το 1815 η ζήτηση για εφόδια σταμάτησε και ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αντιμετώπιζε αναδουλειές, κάτι που ήταν περισσότερο οδυνηρό για τους καπετάνιους και τα πληρώματα.

Σε αυτά τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας απευθύνθηκε ο Παπαφλέσσας για να τους πείσει για την έναρξη της Επανάστασης, όταν έφτασε στην Ύδρα, μέσω Κωνσταντινούπολης και Κυδωνιών της Μικράς Ασίας, τον Δεκέμβρη του 1820.

Ο Παπαφλέσσας ήταν ενθουσιώδης κήρυκας της Επανάστασης, απόστολος της Εταιρίας και διεκήρυττε ότι είχε οριστεί από τον Γενικό Επίτροπο Αλέξανδρο Υψηλάντη, αντιπρόσωπός του. Η εντολή του Γενικού Επιτρόπου ήταν ν’ αρχίσει η Επανάσταση από την Πελοπόννησο στις 25 Μαρτίου και για την επιτυχία της ήταν κρίσιμη η συμμετοχή των υδραίικων πλοίων και των άλλων ναυτικών νησιών.

Οι αντιδράσεις των Φιλικών της ΄Υδρας, όπως και εκείνων της Πελοποννήσου, ήταν αντικρουόμενες. Υπήρχαν κάποιοι ενθουσιώδεις Φιλικοί αλλά και άλλοι συντηρητικοί που σκέφτονταν ότι αν το κίνημα αποτύγχανε θα κινδύνευαν ή θα είχαν πολλά να χάσουν.

Αυτοί που είχαν την οικονομική δύναμη και την επιρροή ήταν οι συντηρητικοί: οι προεστοί, οι νοικοκυραίοι, οι κοτζαμπάσηδες. Η ανταπόκριση αυτή των οικονομικά εύπορων τάξεων ήταν παρόμοια τόσο στην Ύδρα, όσο και στην Αχαΐα και τη Μάνη.

Στην Ύδρα μερικοί νέοι με επικεφαλής τον καπετάν-Αντώνη Οικονόμου, δέχτηκαν το μήνυμα της έναρξης της Επανάστασης με ενθουσιασμό.

Οι πλούσιοι πλοιοκτήτες, όμως, που αποτελούσαν την οικονομική δύναμη, την αριστοκρατία και τη διοίκηση του νησιού και οι κυβερνήτες των πλοίων τους που εξαρτιούνταν από αυτούς εξέφρασαν δισταγμούς και αντιρρήσεις γιατί η επέμβαση των Τούρκων θα μπορούσε να τους στερήσει τα πλοία τους και τα πλούτη τους.

Όχι μόνο δεν ενέκριναν την Επανάσταση αλλά έστειλαν και την ετήσια ομάδα νέων του νησιού στην Κωνσταντινούπολη να υπηρετήσουν στο οθωμανικό ναυτικό. Διαφορετική ήταν η στάση των Σπετσών και των Ψαρών που είχαν λιγότερους δισταγμούς να βγουν στην Επανάσταση, αλλά και λιγότερα καράβια.

Οι Πελοποννήσιοι προεστοί Φιλικοί που πληροφορήθηκαν τα νέα της αποστολής Παπαφλέσσα, αντέδρασαν αρνητικά εκ των προτέρων και έστειλαν στην Ύδρα τον Παναγιώτη Αρβάλη να ζητήσει από τους Υδραίους να τον μεταπείσουν και να τον εμποδίσουν να μεταβεί στην Πελοπόννησο.

Ο Αρβάλης, όμως, αποδέχτηκε με ενθουσιασμό το μήνυμα του Παπαφλέσσα και επέστρεψε για να το μεταφέρει στην Πελοπόννησο. Έγραψε στους προεστούς που τον απέστειλαν στην Ύδρα ότι η Επανάσταση δεν επιδέχεται καμιά αναβολή.

Οι προεστοί άρχισαν να ανησυχούν σοβαρά γιατί φοβούνταν τις αντιδράσεις των Τούρκων αν πληροφορούνταν την ύπαρξη και τα σχέδια της Φιλικής Εταιρίας. Ο Αναγνώστης Καπετανίτσας, προεστός του Μυστρά που γνώριζε τον Δικαίο, σχολίασε: «Ο Παπαφλέσσας είναι; Απολώλαμεν» (Χαθήκαμε). (Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Α΄τόμος, σ.12).

Την 1η Ιανουαρίου 1821 ο Παπαφλέσσας πέρασε από τις Σπέτσες στο Ναύπλιο και το Άργος. Οι προεστοί έστειλαν στο Άργος τον Ιωάννη Περούκη να ζητήσει να σκοτωθεί ή να περιοριστεί σε μοναστήρι αλλά δεν τον πρόλαβαν ούτε στο Άργος ούτε στα Καλάβρυτα.

Στις 5 Ιανουαρίου ήταν στο Σόλο, στην Αχαΐα, στο σπίτι του Φιλικού Νικολάου Σολιώτη, και από εκεί μετέβη στα Καλάβρυτα, στη Βοστίτσα (Αίγιον) και στην Πάτρα, συναντώντας Φιλικούς και κηρύσσοντας το μήνυμα της επανάστασης με το οποίο γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό από τους ανθρώπους του λαού.

Οι ηγετικοί Φιλικοί, ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός (ΠΠΓ), οι κοτζαμπάσηδες Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος και Σωτήρης Χαραλάμπης, και διάφοροι άλλοι προεστοί και Μητροπολίτες, τον προσκάλεσαν σε μυστική σύσκεψη Φιλικών στη Βοστίτσα στις 26 Ιανουαρίου 1821, με σκοπό να τον περιορίσουν.

«Η λεγόμενη μυστική συνέλευσις της Βοστίτσας», γράφει ο Φωτάκος, «της οποίας ο σκοπός ήτον να περιστείλει την επανάστασιν, διότι δεν ήτον ως έλεγον ακόμη καιρός, και να περιορίσουν εις κανένα μοναστήριον τον Αρχ. Φλέσσαν ως άνθρωπον ταραξίαν και επίφοβον». (Φωτάκος, Απομνημονεύματα,, τόμος Α΄, σ. 13)

Ο Παπαφλέσσας, όμως, παραβρέθηκε ένοπλος και με ένοπλους φρουρούς. Ένας από τους φρουρούς του ήταν ο αδελφός του Νικήτας.

Η σύσκεψη επαναλήφθηκε για τέσσερις ημέρες. Μίλησαν ο Ανδρέας Ζαΐμης και, κυρίως, ο ΠΠΓ που έκανε στον Παπαφλέσσα λεκτικές επιθέσεις για το ήθος και την ειλικρίνειά του (απαταιών, και εξωλέστατος) και έθεσε δύσκολα ερωτήματα για να δείξει το αδύνατο να οργανωθεί η επανάσταση χωρίς τη στρατιωτική βοήθεια της Ρωσίας και χωρίς την έξωθεν αποστολή εφοδίων, χρημάτων και οπλισμού.

Ο Παπαφλέσσας απαντούσε με υπεκφυγές, αοριστίες και μυθοπλασίες περί συμμετοχής του ρωσικού στρατού, περί πραγματοποιηθείσας αποστολής όπλων στην Ύδρα και όπλων που θα έφταναν οσονούπω και στην Πελοπόννησο.

Ο Σωτήρης Χαραλάμπης έφερε το θέμα του ποιοι θα αποτελούσαν την ηγεσία μετά την κατάλυση της Οθωμανικής διοίκησης.

Η μυστική σύσκεψη της Βοστίτσας κατέληξε σε διαφωνίες αλλά και ορισμένες αποφάσεις. Αποφασίστηκε να διεξαχθεί έρανος μεταξύ των παρευρισκομένων για την Πελοποννησιακή Εφορία της Φιλικής Εταιρίας.

Να αναβληθεί η επανάσταση διότι ο καιρός «ήτο ουχ’ αρμόδιος». Να αποσταλούν αντιπρόσωποι στην Πίζα της Ιταλίας και τη Ρωσία να συμβουλευτούν τον πρώην Άρτης Ιγνάτιο και το περιβάλλον του Τσάρου Αλέξανδρου Α’ και να πληροφορηθούν αν υπάρχει στρατιωτική συμμετοχή της Ρωσίας, αν υπάρχουν. συμμαχίες, και αν θα εξεγερθούν άλλες περιοχές.

Έστειλαν απεσταλμένο και στην Ύδρα να διαπιστώσουν αν ευσταθούσαν οι ισχυρισμοί του Παπαφλέσσα περί αποστολής οπλισμού από τη Φιλική Εταιρία.

Αποφασίστηκε να αποφευχθούν ενέργειες που θα υποκινούσαν υποψίες των Τούρκων, αλλά αν καλούνταν οι προεστοί και οι Μητροπολίτες στην Τριπολιτσά να βρουν τρόπους ν’ αποφύγουν τη μετάβασή τους.

Ο Παπαφλέσσας προειδοποίησε ότι η Επανάσταση θα γινόταν χωρίς αναβολή έστω και αν θα ήταν ο μόνος που καλούσε το λαό στα όπλα και τότε αλλοίμονο σε όποιον οι τούρκοι θα τον εύρισκαν άοπλο.

Οι ηγετικοί Φιλικοί με επικεφαλής τον ΠΠΓ, τον Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο, κ.ά. συσκέφτονταν στην Αγία Λαύρα για το πώς να αποφύγουν τη μετάβασή τους στην Τριπολιτσά. Αποφάσισαν να διασκορπιστούν σε διάφορα ασφαλή μέρη. Ο ΠΠΓ, όπως γράφει ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά» του, αυτός, ο Ζαΐμης και ο Κερνίκης Προκόπιος, το δεύτερο δεκαήμερο του Μαρτίου, αναχώρησαν από την Αγία Λαύρα και κατέφυγαν στην ορεινή περιοχή των Νεζερών:
«Οι δε συσκεφθέντες απεφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλά ως πεφοβισμένοι να παραμερίσωσιν εις ασφαλή μέρη· Όθεν μερισθέντες ανεχώρησαν εκ της Λαύρας, ο μεν Π.Π., ο Κερνίκης και Ανδρέας Ζαΐμης δια τα Νεζερά…» (Παλαιών Πατρών Γερμανός, Απομνημονεύματα, σ. 28)

Αναχωρώντας ο Παπαφλέσσας από τη Βοστίτσα, συναντήθηκε με τον κοτζαμπάση των Λαγκαδιών Κανέλλο Δεληγιάννη, ο οποίος μίλησε γι’ αυτόν υποτιμητικά. Είδε, επίσης, διάφορους άλλους Φιλικούς και κατέληξε στο Μοναστήρι της Σιδηρόπορτας κοντά στην Καλαμάτα.

Εκεί ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης τον προειδοποίησε για σχεδιαζόμενη, από τον Πετρόμπεη δολοφονία του και αναχώρησε εκτάκτως. Τελικά, έφτασε στη Μάνη όπου συνάντησε και προσπάθησε να πείσει τον αμφίγνωμο και διστάζοντα Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να εξεγείρει τους Μανιάτες.

Εκεί υποδέχτηκε και το πλοίο με τα πολεμοφόδια που στάλθηκε από Φιλικούς των Κυδωνιών της Μικράς Ασίας.

Ο ενθουσιασμός που άφησε ο Παπαφλέσσας στο διάβα του κατέληξε στα πρώτα ένοπλα περιστατικά εναντίον των Τούρκων στα οποία πρωτοστάτησε ο Νικόλαος Σολιώτης.

Τα περιστατικά αυτά οδήγησαν τα πράγματα σε σημείο μη επιστροφής.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.