Η ΣΥΜΒΟΛΗ των ελληνικών ναυτικών νησιών στην Επανάσταση του 1821 υπήρξε ανεκτίμητη. «Αι ναυτικαί νήσοι εθεωρούντο πάντοτε συμπληρούσαι το ήμισυ της πολεμικής δυνάμεώς της» (Φιλήμων, Δοκίμιο περί Φιλικής Εταιρίας,1836, σ. 329)

Τα εμπορικά πλοία των νησιών μετατράπηκαν σε πολεμικά και συχνά κατόρθωναν να εξαφανίζουν το Τουρκικό ναυτικό από το Αιγαίο.

Ο Αμερικανός γιατρός φιλέλληνας Σάμουελ Χάου που έλαβε μέρος στην Ελληνική επανάσταση και πολέμησε και με το επαναστατικό ναυτικό και με το στρατό ξηράς αποκαλεί τους Έλληνες ναυτικούς της εποχής της Επανάστασης από τους καλύτερους του κόσμου. (Letters and Journals, σ. 28)

Τα τρία κυριότερα ναυτικά νησιά ήταν τα βραχώδη νησάκια Ύδρα με τα περισσότερα καράβια και ακολουθούσαν οι Σπέτσες και Ψαρά. (Η Ύδρα με 92 καράβια, οι Σπέτσες με 44 και τα Ψαρά με 40). (Τρικούπης, Α’, σ. 147)

Τα τρία νησιά απολάμβαναν σχετικές ελευθερίες και ευημερία.. Δεν διέμειναν σ’ αυτά Τούρκοι, δεν πλήρωναν άμεσους φόρους στην τουρκική διοίκηση και ήταν αυτοδιοίκητα με την έννοια ότι ψήφιζαν οι ίδιοι ένα τοπικό συμβούλιο και από αυτό οι Τούρκοι διόριζαν μια τοπική διοίκηση.

Τα νησιά, είχαν, όμως ορισμένες υποχρεώσεις προς την Τουρκική Διοίκηση. Η Ύδρα για παράδειγμα θα έπρεπε να αποστέλλει 250 ναυτικούς στο οθωμανικό ναυτικό και να τους πληρώνει η ίδια από το τοπικό της ταμείο μαζί με ορισμένες άλλες πληρωμές.

Παρά το πλεονέκτημα της αυτοδιοίκησης η κοινωνική κατάσταση στα τρία νησιά ήταν διαφορετική. Περισσότερο δημοκρατική ήταν η διοίκηση των Ψαρών όπου όλοι οι άνδρες του νησιού μπορούσαν να ψηφίζουν για την ανάδειξη ενός τοπικού συμβουλίου.

Η διοίκηση της Ύδρας ήταν ολιγαρχική, μόνο οι πλούσιοι -οι νοικοκυραίοι, 24 οικογένειες- είχαν δικαίωμα να ψηφίζουν και να εκλέγουν αναμεταξύ τους το τοπικό διοικητικό συμβούλιο και την τοπική τους διοίκηση. Οι πλούσιοι νοικοκυραίοι ήταν οι πλοιοκτήτες αλλά δεν ταξίδευαν οι ίδιοι:

Είχε σπαρτιατικόν τι ο χαρακτήρ των προκρίτων της ‘Υδρας· ήτον αγέρωχος και εμβριθύς. Η νήσος των ήτο η σημαντικοτέρα των τριών· η διοίκησίς των ήτο παλαιόθεν αριστοκρατική, και οι αριστοκράται της εγνωρίζοντο υπό το όνομα νοικοκυραίοι· ανήκον εις την τάξιν ταύτην όσοι ήσαν εύποροι και δεν εθαλασσοπόρουν.» (Τρικούπης, Α’ σ. 143)

Η ναυτιλία των νησιών αναπτύχθηκε μετά το 1770 και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντιων πολέμων όταν τα ελληνικά καράβια μετέφερναν σιτηρά και εφόδια σε υπέρογκες τιμές, σε απαγορευμένα από τους εμπόλεμους λιμάνια, και κυριαρχούσαν στις θάλασσες του Ευξείνου Πόντου και της Μεσογείου.

Αρκετοί πλοίαρχοι και μερικοί πρόκριτοι είχαν γίνει μέλη της Φιλικής Εταιρίας. Το 1821 τα τρία νησιά διέθεταν 176 μεγάλα πλοία και πάνω από 12.000 ναυτικούς. Μετά το Συνέδριο της Βιέννης του 1815 και την ειρήνη που το ακολούθησε, το διακομιστικό εμπόριο και οι ναυλώσεις μειώθηκαν και οι Έλληνες ναυτικοί αντιμετώπιζαν αναδουλειές.

Οι ναύτες και τα λαϊκά στρώματα είδαν την επανάσταση ως μια λύση στα αδιέξοδα που αντιμετώπιζαν ενώ οι πλούσιοι πλοιοκτήτες,, ιδιαίτερα στην Ύδρα, ήσαν διστακτικοί ή εντελώς αρνητικοί .Είχαν πολλά να χάσουν, οικονομικά και κοινωνικά δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απέστειλε από το Ισμαήλι στα νησιά του Αιγαίου τον απόστολο Φιλικό Δημήτριο Θέμελη με προκήρυξη προς τους νησιώτες ότι το έθνος τους καλεί σε εξέγερση με τα ξύλινα τείχη τους – τα πλοία.

Ο Θέμελης επισκέφτηκε τα Ψαρά στις 16 Ιανουαρίου 1821 και μετά τη Μυτηλήνη, τις Κυδωνίες και άλλες περιοχές, δημιουργώντας τοπικές εφορίες για οικονομική ενίσχυση του αγώνα.

Στη Σμύρνη προδόθηκε από τους προκρίτους και τον Μητροπολίτη,, κινδύνευε να συλληφθεί και κατέφυγε για μερικό καιρό στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πάτμο. (Φιλήμων, Δοκίμιον περί Φιλικής Εταιρίας, 1836, σ. 334)

Από την Ύδρα και τις Σπέτσες πέρασε ο Παπαφλέσσας πριν περάσει στην Πελοπόννησο. Στην Ύδρα, αντίθετα από τις Σπέτσες, συνάντησε την αρνητική στάση των προκρίτων. Οι Σπέτσες ήταν το πρώτο νησί που μπήκε στην Επανάσταση, στις 26 Μαρτίου 1821.

Η απόφαση πάρθηκε σε δημόσια συγκέντρωση όλου του πληθυσμού. (Finley, σ. 70) Ακολούθησαν τα Ψαρά στις 10 Απριλίου 1821..

Τον Απρίλιο μπήκε στην Επανάσταση και η Σάμος και επίσης τον Ιούλιο η Κάσος, το μικρό νησί των Δωδεκανήσων.

Στην Ύδρα ο Φιλικός Αντώνιος Οικονόμος, πρώην πλοίαρχος, μάταια πίεζε όπως το νησί βγει στην επανάσταση και ενωθεί με τις Σπέτσες και τα Ψαρά, οι προεστοί ήταν ανένδοτοι.

Μάλιστα έστειλαν στη Μήλο τους νέους ναύτες να παραληφθούν από τις τουρκικές αρχές για να σταλούν στην Κωνσταντινούπολη για να ενταχθούν στο οθωμανικό ναυτικό.

Σπετσιώτικα καράβια πήγαν στη Μήλο και συνέλαβαν τα δυο τουρκικά καράβια που θα έπαιρναν τους νέους ναύτες για την Κωνσταντινούπολη, και τα οδήγησαν στις Σπέτσες όπου τα τουρκικά πληρώματα θανατώθηκαν.

Ο Οικονόμος οργάνωσε τους ανθρώπους της λαϊκής τάξης… Στις 11 Απριλίου συγκέντρωσε τους οπαδούς του, έκαναν συγκέντρωση και μετά κατέλαβαν το Διοικητήριο:

Ο Οικονόμος όστις εκαιροφυλάκτει, ιδών τη διάθεσιν του λαού… απεφάσισεν να διαγείρη αυθημερόν τους συμπολίτας του εις επανάστασιν· και άμα ενύκτωσε ήχησεν ο κώδων της πόλεως κατά διαταγήν αυτού και κήρυκες περιέτρεχαν τας οδούς φωνάζοντες «στ’ άρματα όλοι, στ’ άρματα»·» και οι μεν πρόκριτοι εφοβήθησαν επί τω ήχω του κώδωνος και επί τη κραυγή των κηρύκων και δεν εξήλθον των οικιών δι’ όλης της νυκτός.

Ο δε λαός εσυνάχθη όπου εκλήθη, και ακούσας εις τι η κλήσις, ώρμησεν επί τη προτάσει του Οικονόμου και επάτησε τα εν λιμένι πλοία, έδραξε τα εν αυτοίς όπλα, και ο επιχειρηματίας και μεγαλότολμος Οικονόμος ευρεθείς την επαύριον αρχηγός πάμπολλων οπλοφόρων, κατέβη εις το διοικητήριον και εξεθρόνισε τον Νικολόν Κοκοβίλαν,διοικητήν του τόπου, αλλλαλάζοντος του λαού.» (Τρικούπης, Α’, σ. 152)

Ο Οικονόμος ανέλαβε ο ίδιος τη διοίκηση του νησιού και κήρυξε τη συμμετοχή της Ύδρας στην Επανάσταση. Γνώριζε, όμως, ότι δεν θα μπορούσε να κινηθεί χωρίς τη συμμετοχή των προκρίτων γιατί χρειαζόταν τα χρήματά τους για να κινήσει τον στόλο.

Ήρθε μαζί τους σε διαπραγματεύσεις και με τη βοήθεια του Επισκόπου Έλους (Μονεμβασίας) Άνθιμου. Οι πρόκριτοι αναγνώρισαν τη διοίκηση του Οικονόμου και δέχτηκαν να καταβάλουν δαπάνες για τον εξοπλισμό και την κίνηση των πλοίων τους.

Στις 15 Απριλίου συνήχθησαν στην εκκλησία ο λαός και οι πρόκριτοι παρουσία του Επισκόπου Έλους και η επαναστατική σημαία υψώθηκε σ’ όλα τα υδραίικα πλοία. Αμέσως τα πλοία ενώθηκαν με εκείνα των Σπετσών υπό τη γενική διοίκηση του Υδραίου προεστού Ιάκωβου Τουμπάζη.

Ο ενωμένος στόλος άρχισε εκστρατείες κατά του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο. Στην Ερεσσό οι Ψαριανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά μπουρλότα και έκαψαν δυο τουρκικά πλοία. Τα μπουρλότα έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. H πρώτη εκστρατεία του ελληνικού στόλου, παρά τις επιτυχίες του, έδειξε επίσης και τις αδυναμίες του. Η κύρια αδυναμία του ήταν η έλλειψη πειθαρχίας.

Ο Τομπάζης ήταν δημοφιλής και έντιμος αλλά αδυνατούσε να εμπνεύσει στους ναύτες του πειθαρχία. Πολλοί ναύτες έτειναν σε πειρατικές πρακτικές, κάτι που δημιουργούσε προβλήματα στην Επαναστατική κυβέρνηση.

Στην Τήνο ένα σπετσιώτικο πεπιτέθηκε και λαφυραγώγησε ένα αυστριακό πλοίο, αλλά γρήγορα επενέβηκε η διοίκηση του στόλου, τα λάφυρα επιστράφησαν και το πλοίο αφέθηκε να συνεχίσει την πορεία του..

Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ωστόσο, έβλεπαν με δυσπιστία τις ενέργειες ενός αξιοσημείωτου στόλου που δεν διέθετε πειθαρχία.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της απειθαρχίας ήταν οι διαφωνίες για τη διανομή των λαφύρων.

Είχαν θεσπιστεί κανονισμοί για δίκαιη κατανομή των λαφύρων και ένα ποσοστό για τις ανάγκες του αγώνα. Τα πληρώματα αγνόησαν τους κανονισμούς αυτούς.

Ένα άλλο σημείο που ενείχε προβλήματα ήταν το ζήτημα χειρισμού των αιχμαλώτων που συχνά τους εξολόθρευαν. Την ίδια τακτική τηρούσαν και οι Τούρκοι.

Και από τις δυο πλευρές, και στην ξηρά και στη θάλασσα οι αιχμάλωτοι «χαλούνταν» εκτός αν επρόκειτο για πλούσιους ή σημαντικούς που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ανταλλαχτούν ή η διάσωσή τους θα συνεπαγόταν υλικά ή άλλα κέρδη.

Ο τρόπος που διαμοιράστηκαν τα πλούσια λάφυρα από την κατάληψη από τους Σαχτούρη και Πινότζη, ενός τουρκικού επιβατικού πλοίου που ταξίδευε για την Αίγυπτο, ήταν το ίδιο επιβλαβής για τον σκοπό της επανάστασης και με τον τρόπο που εξόντωσαν όλο το επιβατικό κοινό, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

Όταν τα υδραίικα καράβια επέστρεψαν από την πρώτη εκστρατεία ο Οικονόμος θέλησε να μπει επικεφαλής ενός πατριωτικού μετώπου και πρότεινε την ψήφιση από όλους κανονισμών ενός δίκαιου καταμερισμού των λαφύρων καθώς και ενός ποσοστού για τις ανάγκες της διοίκησης.

Οι ναύτες εναντιώθηκαν σ’ αυτές τις προτάσεις και μερικοί απείλησαν να κάνουν τις δικές τους ιδιωτικές εκστρατείες. Οι ναύτες (δηλαδή ο λαός) υποστηρίχτηκαν στις εναντιώσεις τους αυτές από τους προεστούς. Οι ολιγαρχικοί προεστοί ήθελαν να τους προσελκύσουν με το μέρος τους και να απογυμνώσουν τη δύναμη του Οικονόμου.

Έτσι ο Οικονόμος βρέθηκε χωρίς υποστηριχτές, κάτι που όπως θα δούμε, θα είχε για τον ίδιο σύντομα, οδυνηρές συνέπειες.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.