Το ΣΑΕ ιδρύθηκε με τον Νόμο 1867/1989, άρθρο 17 (επί θητείας ως Γεν. Γραμματέα του κ. Δ. Φίλη).

Στην πορεία προς την Α’ οργανωτική διάσκεψη 1995 παρατηρήθηκαν εκτροπές ανάγνωσης, παρερμηνείες και παραποίηση του ρόλου του ΣΑΕ, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού (ΓΓΑΕ) και τον προαναφερόμενο ιδρυτικό Νόμο, ο οποίος καθόριζε τον ρόλο του ΣΑΕ ως συμβουλευτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας.

Οι παραποιήσεις αυτές σε βάρος του εξ ορισμού συμβουλευτικού ρόλου του ΣΑΕ οδήγησαν σε συγχύσεις με καταλυτικές αρνητικές επιδράσεις στην διαμόρφωση των δομών, των συντελεστών και του κόστους λειτουργίας του οργανισμού, συγκρινόμενου με αντίστοιχους συμβουλευτικούς οργανισμούς άλλων χωρών. Οι συγχύσεις και παραποιήσεις αυτές είναι αποτέλεσμα:

1. Της εκπροσώπησης όλων των μορφών οργάνωσης του Απόδημου Ελληνικού με ειδικό βάρος στην εκπροσώπηση κοινοτήτων.

2. Στις πιέσεις της Εκκλησίας και τις ενστάσεις της για την συμμετοχή των αυτοτελών κοινοτήτων και ειδικά όσων δεν συντάσσονται με την Εκκλησία και δεν συμμετέχουν στις υπό αυτή κληρικολαϊκές συνελεύσεις. Ενστάσεις που, σημειωτέον, οδήγησαν μάλιστα στον αποκλεισμό της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Αυστραλίας.

Οι παραποιήσεις αυτές οδήγησαν:

1. Στην πρόσληψη του ΣΑΕ, κατ` εξοχήν, ως ενός οργάνου εξουσίας για την εκπροσώπηση και τον έλεγχο της Ομογένειας, παρά συμβουλευτικού και την μεταβολή της λειτουργίας του σε παίγνιο ισχύος στη διαμόρφωση των κοινών της Ομογένειας.

2. Στην εκπροσώπηση και μάλιστα σε παραταξιακή βάση του οργανωμένου μόνον Απόδημου Ελληνισμού το οποίο αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση σήμερα το 4% του συνόλου του Ελληνισμού της Διασποράς.

3. Στην συγκρότηση ενός πολυπληθούς οργάνου που ξεπερνούσε και την Ελληνική Βουλή, Στην πράξη, η εξέλιξη αυτή, νόθευσε τον συμβουλευτικό ρόλο που προέβλεπε ο αρχικός για τη λειτουργία του Νόμος 1867/1989, κατευθύνοντας το, υπό την κρατούσα σύγχυση αλλά και τις ευνοούμενες από τη σύγχυση φιλοδοξίες, σε ένα όργανο εξουσίας ολόκληρης της Ομογένειας, μη περιοριζόμενο στον συμβουλευτικό του ρόλο, που θα μπορούσε να εκπληρωθεί με σχετικά μικρό κόστος επιβάρυνσης του κράτους.

Η σύγχυση για το ρόλο του επιτάθηκε αργότερα, με την αντιφατική πρόβλεψη στο Ν. 3480/2006 ότι εκτός των άλλων αποτελεί όργανο «διεκδικητικό» και «υποστηριχτικό» προς την Ελληνική Πολιτεία. Πρόβλεψη, που προέκυψε από τις προτάσεις των οργανώσεων-μελών του ΣΑΕ. Επιπρόσθετα το ΣΑΕ εισήγαγε και υιοθέτησε προτάσεις και απαιτήσεις για την διενέργεια και την παροχή από το ΣΑΕ «υπεργολαβιών», προγραμμάτων και υπηρεσιών άσχετων με την εξυπηρέτηση του εξ ορισμού συμβουλευτικού του ρόλου του, εμπλεκόμενο με τις υπηρεσίες του κράτους.

Αλλά και με την λειτουργία των παραδοσιακών ομογενειακών εκκλησιαστικών και λαϊκών οργανώσεων, που διενεργούν και παρέχουν ανέκαθεν προγράμματα και υπηρεσίες στην Ομογένεια.

Η ανωτέρω σχηματική παράσταση αποτελεί απλώς ένα βοήθημα στην κατανόηση ορισμένων όρων και δεν αποτελεί μια πλήρη απεικόνιση των σχέσεων κράτους και έθνους. Φώτο: Supplied

Τα αίτια της παραποίησης του ρόλου του και της επιφόρτισης του με εξουσιαστικούς και άλλους ρόλους στα πράγματα της Ομογένειας, με πολλές επί μέρους «συνονθυλευματικές» ερμηνευτικές εκδοχές, στρατηγικές και τακτικές, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου είναι συνδυαστικά πολλά.

Η σύγχυση πάντως αυτή επιτάθηκε με την ατυχή «σιβυλλική» συνταγματική διάταξη ότι το ΣΑΕ «… έχει ως αποστολή την έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού ελληνισμού» (άρθρο 108, παρ. 2).

Διατύπωση, η οποία εκτρέπει σε ερμηνείες άσχετες με το συμβουλευτικό ρόλο της αποστολής του που είχε σχεδιαστεί, στους κόλπους της ΓΓΑΕ και αποκρυσταλλωθεί στον προαναφερόμενο ιδρυτικό του νόμο (Ν. 1867/1989, άρθρο 17), πολύ πριν από την εν λόγω συνταγματική διάταξη, αλλά και με την μεταγενέστερη σχετική νομοθεσία.

Η επικρατούσα σύγχυση έχει επιφέρει μια ζημιογόνα σειρά «κακοδαιμονιών». Αυτές είναι:

Πρώτον, η πληθωριστική και, ως εκ τούτου, μεγάλου λειτουργικού κόστους συγκρότηση του ΣΑΕ. Σύνθεση, διαμορφούμενη κυρίως βάσει ενός κατ` επίφαση «αναλογικού» μέτρου και εν μέρει βάσει επιλογής. Ακραία πληθωρική, χωρίς συγκεκριμένο όριο οροφής αριθμού εκπροσώπων, που έχει οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες αυξήσεις του αριθμού των εκπροσώπων.

Ειδικά, η διαμόρφωση της σύνθεσης του με πολυμελείς εκπροσωπήσεις των ομοσπονδιών κοινοτήτων και των κληρικολαϊκών συνελεύσεων, και εκ παραλλήλου μεγάλου αριθμού οργανώσεων με την ιδιότητα των δήθεν «οργανώσεων στρατηγικής σημασίας».

Δεύτερον, οι παρουσιαζόμενες αποκλίσεις από τον συμβουλευτικό του ρόλο με την διενέργεια προγραμμάτων, άσχετων με τον συμβουλευτικό του ρόλο. Προγραμμάτων, όπως τα ιατρικά κέντρα σε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, ή όπως τα γνωστά προγράμματα φιλοξενίας της ΓΓΑΕ και άλλα, που δεν συνάδουν με το συμβουλευτικό του ρόλο.

Τρίτον, οι παράγωγες παρενέργειες από τις παραπάνω άσχετες με το ρόλο του δραστηριότητες σε ότι έχει να κάνει με τον υπάρχοντα οργανωτικό ιστό της Ομογένειας, τις σχέσεις εξουσίας και τη κατανομή των ρόλων μεταξύ των μεγάλων παροικιακών οργανώσεων.

Ο ρόλος των οποίων παρουσιάζεται να απαξιώνεται και υποκαθίσταται, κατά ένα μέρος, με τις δραστηριότητες και τα προγράμματα του ΣΑΕ.

Τέταρτον, και τέλος, οι προβλέψεις που εισήχθησαν στο Νόμο 3480/2006 μετά από προτάσεις των οργανώσεων-μελών του ΣΑΕ, ότι το ΣΑΕ εκτός των άλλων αποτελεί και «διεκδικητικό» αλλά και εντούτοις κατ` αντίφαση, «υποστηρικτικό» προς την Ελληνική Πολιτεία όργανο.

Ρόλοι καθ` όλα αντιφατικοί, αντικρουόμενοι, εκτρέποντας το σε ρόλο «εκκρεμούς» προς τη μια ή στην άλλη κατεύθυνση, οι οποίοι για να υπηρετηθούν προϋποθέτουν και συνεπάγονται υπέρογκες δαπάνες για το κράτος.

Στο ισχύοντα τώρα νόμο για το ΣΑΕ αναφέρονται οι όροι Απόδημος και Ομογενειακός Ελληνισμός. Προσωπικά εκλαμβάνω τον όρο “Απόδημος Ελληνισμός” ως το τμήμα εκείνο του Ελληνισμού της Διασποράς, το οποίο διατηρεί ενεργή την πολιτική του σχέση με την Ελλάδα, είναι δηλ. Έλληνες πολίτες.

Αντιλαμβανομαι δε τον όρο “Ομογενειακός Ελληνισμός” ως το τμήμα εκείνο του Ελληνισμού της Διασποράς το οποίο έχει σχέση μόνον καταγωγής, γένους με την Ελλάδα και την Κύπρο.

Ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως στον όρο “Ομογενειακός Ελληνισμός” συμπεριλαμβάνεται και ο Κυπριακός Ελληνισμός καθώς και ο Ελληνισμός άλλων εστιών Ελληνισμού άλλων επικρατειών, οι οποίοι διαβιούν εκτός των πατρογονικών του εστιών και εκτός των δύο ελληνικών κρατών Ελλάδας και Κύπρου.

Στο σημείο αυτό απαιτείται ένας εννοιολογικός προσδιορισμός των όρων “Μετανάστης”, “Απόδημος”, “Ομογενής” “Ομοεθνής”, οι οποίοι άλλοτε χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημες και άλλοτε ως επάλληλες είτε υπάλληλες έννοιες.

Ο Μετανάστης προσδιορίζεται από τον αντίθετό του, τον γηγενή τον αυτόχθονα. Δεν αποτελεί εγγενές τμήμα ή παραγωγή του χώρου υποδοχής.

Έτσι σαν τμήμα και παραγωγή ενός άλλου ανόμοιου κοινωνικού χώρου εκδιώκεται στην περιφέρεια του κοινωνικού χώρου υποδοχής, εκεί όπου οι ελαστικές δομές καθιστούν την παραμονή του σ’ αυτές λιγότερο προβληματική για τις κεντρικές δομές του χώρου υποδοχής αλλά και διότι η ελαστικότητα των περιφερειακών αυτών δομών καθιστά ανεκτή την παρουσία σ’ αυτές ξένων και εγκλείσιμων υποχώρων.

Η διείσδυση από τις περιφερειακές στις εσωτερικές δομές του χώρου υποδοχής προϋποθέτει την πάταξη των αντιστάσεων του γεννήτορα χώρου μέχρι την τελική αλλοίωσή του και προσομοίωσή του με τις παραγωγές του χώρου υποδοχής.

Ο όρος “Απόδημος” προσδιορίζεται από τον ένδημο ή ενδημούντα. Ειναι ο μή ένδημος, ο απελθών και κατοικών εκτός των ορίων του χώρου που ορίζεται ως δήμος ή πατρίδα και του οποίου αποτελεί τμήμα και παραγωγή του.

Ετσι το ίδιο άτομο αντιμετωπίζεται ως Απόδημος από την πλευρά του γεννήτορα χώρου και ως μετανάστης ή έπηλυς από την πλευρά του χώρου υποδοχής.
Ο τρίτος όρος “Ομογενής” χαρακτηρίζει ανθρώπους του ιδίου γένους, ίδιας καταγωγής.

Ο τέταρτος όρος “Ομοεθνής” παραπέμπει σε διαφοροποιημένους, διαχωρισμένους και διακριτούς χώρους, τους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ομοεθνής είναι λοιπόν ο ανήκων στο ίδιο έθνος που μπορεί να είναι και αλλογενής ή αλλόφυλος.

Η κυριότερη ερμηνευτική δυσκολία προκύπτει αναφορικά με τη νοηματική σχέση μεταξύ λαού και έθνους. Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται στο Σύνταγμα και εγείρεται και πάλι το ερώτημα, αν η χρήση τους είναι εναλλακτική ή υπονοεί εννοιολογικές διαφορές.

Το έθνος υποδιαιρείται νοηματικά σε δύο έννοιες: στην πολιτική και την πολιτισμική. Με την πολιτική έννοια, το έθνος αναφέρεται στη διαχρονική διάσταση μίας συλλογικής οντότητας, που περιλαμβάνει όχι μόνο τον ενεστώτα λαό, αλλά και τις μέλλουσες ή παρελθούσες γενεές.

Με την πολιτισμική έννοια, το έθνος συνιστά μία φαντασιακή κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με κοινές ιδιότητες, όπως κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, πολιτισμός.

“Η ψήφος των Αποδήμων” διαφοροποιείται από τον όρο “ψήφος των ομογενών”.

Η ψήφος των Αποδήμων αναφέρεται σε άτομα τα οποία στο παρελθόν διέμεναν εντός της εδαφικής επικράτειας και ως εκ τούτου διέθεταν και εξακολουθούν να διαθέτουν την ιδιότητα του πολίτη ως τυπική ιδιότητα, άρα έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, βασίζεται δηλαδή σε πολιτικές σχέσεις.

Η ψήφος των ομογενών αναφέρεται σε πολιτισμικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, στηρίζεται δηλ. στην έννοια του έθνους ως πολιτισμικής οντότητας.

*Ο Γιάννης Μότσης είναι υπάλληλος της ΓΓΑΕ.

**Το Β’ Μέρος θα δημοσιευτεί στον “Νέο Κόσμο” της Δευτέρας, 19 Απριλίου 2021.