«ΠΟΤΕ πια πτώχευση» είναι ο τίτλος του βιβλίου (Μπήτρος Γεώργιος, 2015) που αναλύει διαχρονικά την πορεία της χώρας εν μέσω ανεξέλεγκτων δανεισμών και τοποθετείται για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων, όπως αυτές αποτυπώνονται και στην πρόσφατη έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη.

Μέσα από αυτό το πλαίσιο εκφράζω κάποιες απόψεις για την οικονομική πολιτική και το τι μέλλει γενέσθαι.

Οι παρενέργειες του αλόγιστου δανεισμού (από την πλευρά των οφειλετών), καθώς και της απληστίας και της βαναυσότητας των πιστωτών, έχουν υπάρξει αντικείμενο μελέτης στα «Ηθικά» του Πλούταρχου. Οι συµφορές του δανεισµού στην Ελλάδα από το 1821 µέχρι το 2009 την έφεραν σε κατάσταση αδυναµίας να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις πέντε φορές: τα έτη 1826, 1843, 1860, 1893 και 1932. Αυτό πάντα σε συνάρτηση με παραχωρήσεις που έφθαναν µέχρι και την υποτέλεια στις Μεγάλες Δυνάµεις.

Οπως συνέβη και μετά την πτώχευση του Τρικούπη, με τους δανειστές να ελέγχουν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας, χωρίς να υπάρχει καμία αισιοδοξία, και ο Κωστής Παλαμάς περιγράφει γλαφυρά την κατάσταση στο ποίημα «Γύριζε».

Παρά ταύτα, ύστερα από µερικά χρόνια, οι δυσάρεστες συνέπειες λησµονούνταν και άρχιζε πάλι η υπερχρέωση µέχρι την επόµενη πτώχευση.

Με βάση αυτές τις εµπειρίες, η οικονοµική κρίση που ξέσπασε το 2009 δεν αφήνει αµφιβολία ότι υπάρχουν στην Ελλάδα και επενεργούν καταλυτικά στους θεσµούς και στους πολίτες δυνάµεις οι οποίες, αν δεν αναγνωριστούν και δεν εξουδετερωθούν, τίποτε δεν αποκλείει ο φαύλος κύκλος της υπερχρέωσης και της πτώχευσης να επαναληφθεί στο µέλλον, και µάλιστα µε µη αναστρέψιµες συνέπειες για την επιβίωση της Ελλάδας ως ανεξάρτητης και κυρίαρχης χώρας.

Και φτάνουμε στο 2020 με τον πολιτικό διάλογο στην Ελλάδα να στερείται κάθε σοβαρότητας και ουσίας σε όλα τα επίπεδα. Αδράνεια, υστεροβουλία και διαπλεκόμενα συμφέροντα εξακολουθούν να είναι τροχοπέδη για μεταρρυθμίσεις πού έχουν συσταθεί από την επιτροπή Πισσαριδη, για πολλοστή φορά, όπως και στο παρελθόν.

Η οικονομική πολιτική εστιάζεται πάλι στην «κατάχρηση αγοράς και πώλησης ψήφων (που) έκανε τα χρήματα να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των εκλογών», όπως είπε ο Πλούταρχος, με αποτέλεσμα η δημοκρατία να γίνεται έρμαιο της ηγεμονίας των αυτοκρατόρων.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα οικονομικών παρεμβάσεων που θα οδηγήσουν σε νέες διαστρεβλώσεις είναι η χειραγώγηση της ελληνικής διασποράς, για την οποία θα υπάρχει μείωση «50% στον φόρο για 7 χρόνια για όσα φυσικά πρόσωπα, μισθωτοί ή ελεύθεροι επαγγελματίες, μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα στην Ελλάδα, σύμφωνα με σχέδιο νόμου που φέρνει προς ψήφιση η κυβέρνηση, με σκοπό το εν λόγω φορολογικό κίνητρο να δημιουργήσει περισσότερες επαγγελματικές θέσεις εργασίας και να προσελκύσει όσους έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της πολυετούς κρίσης χρέους».

Πέρα από τη φορολογική διάκριση μεταξύ ομάδων ανθρώπων πού έχουν την ίδια παραγωγικότητα, η λογική αυτής της πολιτικής έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα μιας χώρας που εξακολουθεί να μαστίζεται από υψηλή ανεργία.

Παράλληλα, την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση προσδοκά την επιστροφή στην εξουσία με τη λογική τού «θα πάρουμε τα κλειδιά της οικονομίας από το παρασιτικό κεφάλαιο».

Δράττομαι όμως της αναφοράς μου στην ελληνική διασπορά για να κάνω μια γρήγορη και στοχευμένη σύγκριση της Ελλάδας με την Αυστραλία. Στην Ελλάδα (Αυστραλία) το εργατικό δυναμικό ως ποσοστό του πληθυσμού είναι περίπου 38% (60%).

Στην Ελλάδα (Αυστραλία) ο δημόσιος τομέας ως ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού είναι 25% (14%). Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα έχει υψηλότερες αμοιβές και απολαβές εργαζομένων και κατ’ επέκταση το εισόδημα του αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο.

Πάρα ταύτα, υπάρχει αυτή η ματαιόπονη συζήτηση κατά του φιλελευθερισμού, την ανάγκη να τονωθεί ο δημόσιος τομέας κ.λπ. Τα νούμερα όμως οδηγούν σε οικονομική καταστροφή με μαθηματική ακρίβεια, τη στιγμή μάλιστα που η χώρα έχει ήδη χρεοκοπήσει και τελεί υπό οικονομική επιτήρηση.

Οι γνώμες των πολιτικών ηγετών και διανοουμένων δεν πρέπει να αιθεροβατούν χωρίς να κάνουν χρήση των δεδομένων/στοιχείων.
Ομως οι Ελληνες της διασποράς έχουν ζήσει σε πιο προχωρημένα πολιτικά τοπία, όπως στην Αυστραλία, που λειτουργούν υπό τις υψηλές προσδοκίες του εκλογικού σώματος.

Επικρατεί η άποψη ότι η πολιτική δεν είναι διαγωνισμός δημοσίων σχέσεων, παρόλο που οι δημόσιες σχέσεις και οι αγορεύσεις είναι σημαντικές. Η πολιτική είναι διαγωνισμός ιδεών και ανταγωνιζόμενων αξιών και τα πολιτικά κόμματα αποδίδουν καλύτερα όταν διατυπώνουν τα επιχειρήματά τους και τις πολιτικές τους με βάση ιδέες και αξίες.

Αντιθέτως, το ελληνικό πολιτικό τοπίο επικεντρώνεται στις δημόσιες σχέσεις, τα πολιτικά κόμματα εστιάζουν στον διχαστικό λόγο και πασχίζουν διαρκώς να παραμείνουν στην εξουσία, χωρίς αξίες και ιδέες, και αυτό διαμόρφωσε το λεγόμενο πελατειακό κράτος και έφερε τις πτωχεύσεις, με ακόμη μία στα πρόθυρα, αφού η αργοπορία είναι πάντα τιμωρός.

* Ο κ. Στηβ Μπακάλης είναι Visiting Research Fellow στο Central University of Finance and Economics, Beijing – PRC Ζει στη Μελβούρνη και το ανωτέρω άρθρο του δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή».