Δεν περιμέναμε ότι θα κρατήσει τόσο. Οτι θα είναι επίμονος, διεκδικητικός, επεκτατικός, αδηφάγος. Οτι θα σβήσει τον ελεύθερο χρόνο εκείνης της αδιαπραγμάτευτης διακοπής από τα τρέχοντα, ότι θα πάρει μαζί του Χριστούγεννα και Απόκριες και Πάσχα και Σαββατοκύριακα και εκδρομές και ταξίδια, όλες αυτές τις επινοημένες «σταθερές» που περιμένουμε στο πέρασμα του έτους, ικανές να συντηρούν ένα κάποιο ζωτικό ψεύδος στη διαχείριση του ζην.

Δεν περιμέναμε ότι θα πάρει μαζί του αγκαλιές και φιλιά, παρέες και κουβέντες ώς το πρωί, εξομολογήσεις σε πρόθυμα αυτιά φίλων, συμπαράσταση και παρηγοριές εκεί, επί τόπου, ζωντανά. Δεν περιμέναμε ότι σε κάποιους θα πάρει και τη δουλειά τους, την τέχνη τους, το μέσον για να υπάρχουν μετέχοντας σ’ έναν άλλο κόσμο ασφαλή μέσα στην ουτοπία του.

Ο ιός απαίτησε να απομακρυνθούμε, να χωρίσουμε, να μείνουμε μόνοι, να κλειστούμε στα σπίτια μας. Να ανάψουμε όλες τις οθόνες, μέρα-νύχτα, για να δούμε και να μας δουν, για να ακούσουμε και να μας ακούσουν, για να κρατηθούμε κοντά όπως όπως. Αλλά ο ιός τρύπωσε και εκεί, στο «μέσα» και μέσα μας, αν όχι στο σώμα, μπήκε στο μυαλό και την ψυχή μας, έγινε φόβος, αδιέξοδο, μοναξιά, νωπή σιωπή. Και για κάποιους από εμάς έγινε ο πολλαπλασιαστής μιας θλίψης που προϋπήρχε και την παλεύαμε μέσα από την κοινωνικότητα. Οι οθόνες εδώ δεν φτούρησαν, το σκοτάδι έγινε πηχτό, αδιαπέραστο. Και κάποιοι λύγισαν. Γιατί η θλίψη είναι πολύ ειδικός πόνος.

Δεν είναι κατάφαση στη ζωή, αλλά ένα διαρκές κοίταγμα προς σκοτεινά βάθη του μέσα, μια εύθραυστη ισορροπία που δεν θέλει πολύ για να σπάσει ακόμα και σε καλές συνθήκες περιβάλλοντος… Και δεν πρέπει να ξαφνιαζόμαστε μπροστά στη ρήξη γιατί η θλίψη δεν είναι επιδεικτική, δεν την αναγνωρίζεις πάντα στα μάτια. Είναι συναίσθημα «υπερβολικά προσωπικό», όπως λέει κάπου ο Λεονάρντο Παδούρα.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών