Μπήκαμε όλοι μας αισίως στον χειμώνα, μια και ο Ιούνιος για την Αυστραλία είναι ο πρώτος μήνας του για το Νότιο Ημισφαίριο.

Μεταφορικά θα λέγαμε και πως ήρθε ο χειμώνας στη Μελβούρνη με τη σημασία της παρακμής μας εδώ πλέον.

Για μένα όμως -με τη βοήθεια της σημερινής μας τεχνολογίας που λέγεται Γιου Τιούμπ- ήρθε ο χειμώνας στη Μελβούρνη «δια στόματος» της Σοφίας Βέμπο, τραγουδώντας το «Χειμώνα» της, ένα ταγκό που έγινε μεγάλη επιτυχία και τραγουδιέται μέχρι σήμερα.

Φαίνεται ότι αρέσει σε πολλούς που εκτιμούν όχι μόνο τη μουσική του και τη φωνή της Βέμπο, αλλά και για το υπέροχο λογοτεχνικό δημιούργημα που είναι τα λυρικά του λόγια σε ένα θαυμάσιο ερωτικό και καλοστιχουργηγμένο ποίημα. Παλιό τραγούδι που αξίζει να του αφιερώσουμε λίγα λόγια.

Τα τραγούδια τής Βέμπο τα είχα προσέξει στα γυμνασιακά μου χρόνια του ’50 και ’60, όπως το υπέροχο βαλς της «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά» και τα πατριωτικά της της δεκαετίας του ’40 όπως:

«Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την καλή του μ’ όλα τα φτερά /και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε το φουκαρά…» ή και το: «Παιδιά της Ελλάδας παιδιά /που σκληρά πολεμάτε /πάνω στα βουνά…» και άλλα. Τότε ο λαός μας, μαζί με την λατρεία που είχε για την καλλιτεχνική της ερμηνεία την ονόμασε απλά και «Τραγουδίστρια της Νίκης».

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ

Η Σοφία Βέμπο γεννήθηκε το 1910 στην τουρκοκρατούμενη τότε Βόρεια Ελλάδα, στην Καλλίπολη της Aνατολικής Θράκης, την οποία στην Αυστραλία τη λέμε Gallipoli, όπου πέντε χρόνια αργότερα –το 1915- γράφτηκε η αυστραλιανή μας Εθνική Μυθολογία της ήττας, αλλά για μας σήμερα αποτελεί την ηρωική απαρχή του νέου μας κράτους της Ομοσπονδίας της Αυστραλίας.

Η οικογένειά της κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη, για να επιστρέψει στον τόπο της γονικής καταγωγής της, την Τσαρίτσανη Ελασσόνας, με τελική κατάληξη το Βόλο και μετά την Αθήνα.

Εδώ μπήκε στον καλλιτεχνικό κόσμο του θεάτρου, του κινηματογράφου και του τραγουδιού και αποδείχτηκε πολυτάλαντη και ένθερμη πατριδολάτρισσα.

Στη δεκαετία του’40, τραγούδησε για να ενθαρρύνει τα ελληνικά στρατεύματα με τα πατριωτικά της τραγούδια. Στην εμφάνισή της στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο για την επάνοδο της Δημοκρατίας το 1974, τραγούδησε και πάλι το: «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά».

Η Τραγουδίστρια της Νίκης αποθεώθηκε εκείνη την μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε και ηρωίδα του. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Μαρτίου του 1978.

ΜΟΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Με την ευκαιρία αυτή θεώρησα καλό να της κάνουμε σήμερα ένα εθνικό, μουσικό και φιλολογικό μνημόσυνο και να αφιερώσουμε λίγο χρόνο στη μνήμη της με το άκρως ερωτικό, μελωδικό και ωραίο τραγούδι της «Χειμώνας».

Η μουσική και οι στίχοι γράφτηκαν από τους Ιωσήφ Ριτσιάρδη και Δημήτρη Γιαννουκάκη. Θεωρώ τη δημιουργία τους μία συλλογική μουσική και πνευματική επιτυχία.

Από φιλολογική και λογοτεχνική άποψη είναι –κατά τη γνώμη μου- ένα λογοτεχνικά και στιχουργικά υπέροχο ποίημα, αλλά και ένα αξιομίμητο λαμπρό υπόδειγμα της ελληνικής γλώσσας και ποιητικής παράδοσης.

Είναι μία ολοκληρωμένη αισθησιακή απόλαυση ενός απλού λογοτεχνικού έργου με προσωπική σφραγίδα που ταιριάζει σε πάμπολλες ανθρώπινες καταστάσεις.

Φέρνει στο νου μνήμες που παραμένουν συνήθως άκρως ιδιωτικές και άγνωστες σε άλλους.Ίσως αυτό είναι το πιο ενδόμυχο παράδειγμα για όλους, μια και όλοι ζούμε με τις μνήμες μας και στο δικό μας εδώ χειμώνα στη Μελβούρνη όπου «δεν τ’ ακούμε πια τριγύρω μας τ’ αηδόνια…»!

Αφιερώνεται σε όλους τους αναγνώστες μας που έχουν νεανική καρδιά ακόμη, αλλά και στους πάμπολλους ποιητές τής …μικρής μας πια ελληνικής Παροικίας στη Μελβούρνη!

Τώρα ακούστε το στο Γιου Τιούμπ, και -γιατί όχι;- τραγουδήστε το και χορέψτε το κιόλας! Μια ζωή την έχουμε…

Χ Ε Ι Μ Ω Ν Α Σ

Ζήσαμ’ ωραία της αγάπης μας την άνοιξη
με τ’ Απριλιού τα λουλουδένια τα χαλιά
και τα πουλιά κι’ αυτά σωπαίναν με κατάνυξη
όταν εμείς οι δυο αλλάζαμε φιλιά
Το καλοκαίρι και ο έρωτας τρελάθηκε
ήταν θερμός κι’ είχε μεθύσει από ευωδιές
με το φθινόπωρο, η αγάπη μας μαράθηκε
ήρθε σε λίγο κι ο χειμώνας στις καρδιές
Χειμώνας, δεν τ’ ακούω πια τριγύρω μου τ’ αηδόνια
χειμώνας κι’ η καρδιά μου εσκεπάστηκε με χιόνια
με χτυπά το ξεροβόρι μ’ απονιά
κι’ έχει σβήσει κάθε σπίθα στης ελπίδας τη γωνιά
Χειμώνας, πώς μου φαίνεται η νύχτα σαν αιώνας
πώς να βρω τη λησμονιά μες τη βαρυχειμωνιά
στη φριχτή της μοναξιάς μου παγωνιά
Μα η αγάπη, αν τα νιάτα μας τα κέρασε
με χίλια χάδια κι’ ανοιξιάτικα φιλιά
όταν για κάποιο πείσμα δείξει ότι πέρασε
θα σβήσει μέσ’ τής λησμονιάς τη σιγαλιά
Μετανοιωμένοι απ’ τ’ ανόητα γινάτια μας
της μοναξιάς θα δούμε άτυχες βραδιές
κι’ όταν το δάκρυ ψιχαλίζει από τα μάτια μας
τότε θα πει πως χειμωνιάζουν οι καρδιές.
Χειμώνας, δεν τ’ ακούω πια τριγύρω μου τ’ αηδόνια…!