Η γνωστή στην Ελλάδα αλυσίδα «Κουλουράδες» θα ανοίξει κατάστημα και στο Σίδνεϊ.

Αυτό ανακοίνωσε ο κ. Δημήτρης Γρίβας, ο άνθρωπος πίσω από τη γνωστή αλυσίδα  με δηλώσεις του στο «Πρώτο Θέμα».

Η αλυσίδα Κουλουράδες που  έχει φτάσει τα 147 καταστήματα και πάνω από 1.000 απασχολούμενους στην Ελλάδα, είναι μόλις 41 ετών.

Ο Δημήτρης Γρίβας μετράει όμως ήδη 30 χρόνια εμπειρίας στον χώρο της αρτοποιίας, αφού από μόλις 11 χρονών ακολουθούσε αξημέρωτα τους γονείς του στον φούρνο που είχαν στο Παλαιό Φάληρο. «Στις 7.30 σταματούσα για να πάω στο σχολείο», λέει.

Η χρονική στιγμή της συζήτησης δεν είναι τυχαία, αφού οι Κουλουράδες είναι έτοιμοι να περάσουν σε μια νέα εποχή, με σχέδια τόσο για την ελληνική αγορά όσο και για το εξωτερικό. Ηδη τις επόμενες μέρες αναμένεται να ανοίξει το πρώτο κατάστημα εκτός ελληνικών συνόρων, στη Βαλένθια, ενώ θα ακολουθήσει ένα ακόμη στο Σίδνεϊ.

Ο ίδιος διηγείται: «Μεγάλωσα μεταξύ Ανω Πετραλώνων, που ήταν το σπίτι μας, και Π. Φαλήρου, όπου οι γονείς μου είχαν φούρνο. Η καταγωγή μου είναι απ’ το Καρπενήσι», λέει ο κ. Γρίβας. «Απ’ τα 11 δουλεύω κανονικά. Στα 15 έκανα διανομές με το αυτοκίνητο στα πρατήρια και κρατούσα το μαγαζί με τον αδελφό μου όταν έλειπαν οι γονείς μας. Εμαθα πολλά και ανδρώθηκα στην οικογενειακή επιχείρηση. Αποφάσισα όμως σε ηλικία 24 ετών να φύγω απ’ την ασφάλειά της. Είχαμε τότε δύο καταστήματα. Δεν μπορούσα να δεχτώ όμως ότι η ζωή μου θα ήταν περιορισμένη εκεί. Ηθελα να ξεχωρίσω, να εξελιχθώ, να κάνω δικά μου πράγματα».

Το 2015 ξεκινά η ιστορία με τους Κουλουράδες. Πρώτο κατάστημα στη Ναυαρίνου, στον Πειραιά.

Το μυστικό της επιτυχίας

Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό που έκανε πραγματικά τη διαφορά στον κόσμο πέραν της συνταγής των προϊόντων ήταν αφενός το εξειδικευμένο προφίλ του καταστήματος και αφετέρου η όλη διαδικασία παραγωγής. «Οι Κουλουράδες είναι η συνταγή που καθιστά μοναδική τη γεύση των προϊόντων τους αλλά και όλη η προσέγγιση του πράγματος. Οταν εξειδικεύεσαι σε κάτι, του δίνεις όλη σου την προσοχή και παλεύεις να γίνεις άριστος. Αυτή λοιπόν είναι η φιλοσοφία μας, όλη η προσοχή είναι στο κουλούρι και τα παράγωγά του. Οταν ξεκίνησα το κωδικολόγιο του καταστήματος ξεκίνησα με 4 προϊόντα. Ενα κουλουράκι, ένα σταφιδοκούλουρο, μια σοκολάτα και ένα τυρί. Αυτό.

Ο κόσμος όμως ερχόταν και ζητούσε κι άλλες προτάσεις. Οπότε σήμερα φτάσαμε τους 42 κωδικούς προϊόντων, όλα από μια ζύμη. Ο “μάστοράς” μου σε κάθε μαγαζί εξειδικεύεται σε αυτό… όλη μέρα φτιάχνει ένα ζυμαράκι και τα παράγωγά του. Ο κόσμος αυτό είδε. Και έπειτα ήταν ζεστό και η γειτονιά μοσχοβόλαγε όλη μέρα. Ολα αυτά έπαιξαν ρόλο. Σε έναν κοινό φούρνο η παραγωγή ξεκινάει αξημέρωτα. Ο επαγγελματίας θα μπει μέσα στη 1.30. Θα ακολουθήσει το ψήσιμο, το οποίο θα τελειώσει γύρω στις 8. Οπότε μετά, την ώρα που ο περισσότερος κόσμος θα αρχίσει να βγαίνει στους δρόμους, ο φούρνος θα έχει μετατραπεί πλέον σε πωλητήριο. Η μυρωδιά δεν υπάρχει… Αυτό όμως δεν διαφέρει π.χ. από ένα σούπερ μάρκετ.

Ο κόσμος θέλει να βλέπει αυτό που κάνεις, να μυρίζει και να πάρει το προϊόν του ζεστό. Κι εμείς αυτό κάνουμε. Ξεκινάμε δουλειά στις 5 και στις 6 ανοίγουμε τις πόρτες για να αρχίσουμε να πουλάμε. Κάθε 20 λεπτά ψήνουμε φροντίζοντας πάντα η παραγωγή να είναι μικρή και σταθερή έως ότου κλείσει το κατάστημα. Ετσι, όποτε κι αν περάσεις απέξω η γειτονιά μοσχοβολάει».

Σε λίγο ανοίγει το κατάστημα της Βαλένθια που θα το τρέχουν τρεις Ελληνες που μένουν εκεί και παράλληλα στέλνουμε και δύο παιδιά από εδώ για να τους βοηθήσουν και να τους εκπαιδεύσουν. Ακολουθεί το Σίδνεϊ σε συνεργασία με ομογενή επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στον χώρο των ζαχαροπλαστείων. Εκεί καθυστερήσαμε λίγο λόγω πανδημίας, αφού η Αυστραλία έως πρόσφατα δεν επέτρεπε στο έδαφος της αφίξεις απ’ το εξωτερικό. Ο τρίτος στόχος είναι η Νέα Υόρκη», σημειώνει.