Με βαθιά συγκίνηση το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αποχαιρετά τον σπουδαίο Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, τον οποίο εδώ και χρόνια τιμά και αναδεικνύει το σύνολο της δημιουργίας του με παραγγελίες, αφιερώματα και επετειακές συναυλίες.

Οι ιδέες και το έργο του περνούν πλέον στις μεγάλες σελίδες της ιστορίας μας, και ο ίδιος παραμένει ζωντανός στη συλλογική μας μνήμη.

Η σημαία στην είσοδο του Μεγάρου, που θα κυματίζει μεσίστια κατά τη διάρκεια του τριήμερου εθνικού πένθους για τον μεγάλο δημιουργό, συμβολίζει την ιδιαίτερη σχέση του μεγάλου δημιουργού με έναν από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς φορείς του τόπου μας: ο Μίκης Θεοδωράκης είχε επιλέξει το Μέγαρο και τη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι φίλοι της μουσικής για να τους εμπιστευτεί το μουσικό του αρχείο, για να παρουσιάσει σε παγκόσμια πρεμιέρα έργα του, όπως, μεταξύ άλλων, οι όπερες «Αντιγόνη» (1999) και «Λυσιστράτη» (2002) καθώς και το νεανικό του έργο «Η Αποκάλυψη (Ωδή στον Μπετόβεν)» (2018) που ερμήνευσαν Οι Μουσικοί της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής υπό τον Γιώργο Πέτρου, αλλά και για να ξαναφέρει στη μνήμη μας θρυλικές παραστάσεις όπως η «Όμορφη πόλη» (Ιανουάριος 2020), στην πρεμιέρα της οποίας ο συνθέτης είχε κάνει την τελευταία του δημόσια εμφάνιση.
Αποχαιρετώντας τον Μίκη Θεοδωράκη, ο Πρόεδρος του ΔΣ του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών Νίκος Πιμπλής σημείωσε:

«Ο Μίκης θα παραμείνει στην καρδιά μας ως ο συνθέτης όλων των Ελλήνων, ένας μεγάλος Έλληνας, και το Μέγαρο θα συνεχίσει να τον τιμά, όπως έχει και ο ίδιος τιμήσει την Ελλάδα. Το Μέγαρο θα είναι πάντα ο φυσικός χώρος για την φιλοξενία των έργων και της μουσικής του κληρονομιάς, ανοιχτό σε όλους τους Έλληνες, όπως ο ίδιος επιθυμούσε.»

Αναφερόμενος στην απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη, ο Γιάννης Βακαρέλης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μεγάρου, δήλωσε: «Με μεγάλη συγκίνηση αποχαιρετούμε τον Μίκη Θεοδωράκη, τον οικουμενικό δημιουργό, τον σπουδαίο Έλληνα. Ρηξικέλευθος μουσικός, παθιασμένος με την ελληνική ψυχή και γλώσσα, αναμετρήθηκε με όλες τις μουσικές φόρμες έχοντας λαϊκή απήχηση και διεθνή αναγνώριση.

Ο Μίκης ήταν από τη φύση προικισμένος με σπάνιο μουσικό ταλέντο. Μια καριέρα στο διεθνές μουσικό στερέωμα ήταν γι’ αυτόν σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Κι όμως, για τον ίδιο αυτό δεν ήταν διόλου αρκετό: η μουσική ήταν για τον Μίκη η ίδια η ανάσα του, και ζούσε την κάθε νότα έτσι όπως βίωνε την κάθε στιγμή: με πάθος και αίμα.

Πραγματικά, αν θέλει κανείς να νιώσει τον Μίκη, δεν έχει παρά να ακούσει με προσοχή το «Άξιον εστί» και το “Canto General”, τον “Οιδίποδα Τύραννο”, την “Μήδεια” και την “Αντιγόνη”, τον “Επιτάφιο” και το “Μαουτχάουζεν”, τα “Επιφάνεια–Αβέρωφ”, τις “Αρκαδίες” και το “Πνευματικό εμβατήριο”, τις συμφωνίες, τα μεγάλα χορωδιακά έργα, τη μουσική δωματίου και τα αθάνατα τραγούδια του. Μια ολόκληρη ζωή γεμάτη αγώνες, θυσίες και όνειρα βρίσκεται αποτυπωμένη στο πεντάγραμμο με την ακρίβεια και τη ζωντάνια ενός χρονικού αξεδιάλυτα συνυφασμένου με τους πόθους και τα πάθη της Ρωμιοσύνης.

Γι’ αυτό και το τεράστιο έργο που μας αφήνει είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή μουσική παρακαταθήκη: είναι η ίδια η ψυχή του, η ψυχή μας.»