Είμαι καρκινοπαθής και δεν θέλω να πεθάνω, πριν πεθάνω!

Θα κάνω το εμβόλιο γιατί δεν έχω την πολυτέλεια να σπαταλώ τον χρόνο που μου χαρίστηκε θαμμένη σε τέσσερις τοίχους

Πλησιάζει η ημέρα του εμβολιασμού μου κατά του COVID-19. Δεν σας κρύβω πως έχω λίγη αγωνία. Ποτέ δεν είναι ευχάριστο να βάζεις κάτι στον οργανισμό σου όσο κι αν είναι για καλό που –μεταξύ μας– ακόμα δεν το γνωρίζουμε απόλυτα.

Πολύ περισσότερο όταν πιέζεσαι από τις συνθήκες για να το κάνεις.

Αυτό το συναίσθημα, βέβαια, δεν είναι κάτι καινούριο για μένα. Το βιώνω τα τελευταία 3,5 χρόνια, από τότε δηλαδή που διαγνώστηκα με καρκίνο του μαστού.

Μέχρι τότε δεν έπαιρνα ούτε παυσίπονο, από φόβο κυρίως. Ήμουν υποχόνδρια με τα φάρμακα. Ώσπου η διάγνωσή μου ήρθε για να το αλλάξει όλο αυτό, μη αφήνοντάς μου και πολλές επιλογές.

Επεμβάσεις, απεικονιστικές εξετάσεις με τη χορήγηση φαρμάκων, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, ορμονοθεραπείες έπρεπε να πραγματοποιηθούν άμεσα κι έτσι δεν είχα χρόνο να φοβηθώ για παρενέργειες και άλλα.

Προείχε να κρατηθώ ζωντανή και θα έκανα ό,τι χρειαζόταν.

Αυτό που μου έδινε δύναμη ήταν η προοπτική να ταξιδέψω στην Ελλάδα μόλις ξεμπέρδευα με τις θεραπείες.

Πράγματι, όλα πήγαν καλά και ήμουν έτοιμη να ταξιδέψω το καλοκαίρι του 2020. Δυστυχώς, όπως συνέβη σε πολλούς, το σχέδιό μου ναυάγησε λόγω της πανδημίας. Και είχα τόση ανάγκη να ξεφύγω λίγο. Ενάμιση χρόνο μπες-βγες στα νοσοκομεία και το πρώτο εξάμηνο του ’20 κλεισμένη στο σπίτι λόγω των μέτρων.

Τα χειρότερα δεν άργησαν να έρθουν και πέρσι τον Αύγουστο ο καρκίνος έκανε μετάσταση. Εκεί που ήμουν κοντά στην αποθεραπεία, μέσα σε ένα απόγευμα πέρασα στην αντίπερα όχθη, της χρόνιας κατάστασης με άγνωστο προβλέψιμο επιβίωσης.

Ξανά εξετάσεις, χημειοθεραπείες και τα σχετικά. Μόνο που αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν άσχημα και ο οργανισμός μου αντέδρασε σε ένα από τα φάρμακα στέλνοντάς με για αρκετές εβδομάδες στο νοσοκομείο.

Ήταν πέρσι το Σεπτέμβρη, τέτοιες μέρες. Η πανδημία μάστιζε τη Βικτώρια που τελούσε υπό το καθεστώς εγκλεισμού και αυστηρότατων περιορισμών.

Με τον Δημήτρη, τον “βράχο” μου.

Ο σύζυγός μου, ο Δημήτρης, αναγκάστηκε να με αφήσει στα εξωτερικά του Royal Hospital να ψήνομαι στον πυρετό και να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Δυστυχώς, απαγορευόταν να περάσει μέσα στο νοσοκομείο. Ένιωθα χαμένη. Θυμάμαι πως έμεινε απέξω μέχρι που να γίνει η εισαγωγή.

Οι τρεις εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν οι πιο άγριες της ζωής μου. Η υγεία μου κατέρρεε εξαιτίας μιας λοίμωξης που δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την αιτία της για να μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν.

Έλιωνα από τον υψηλό πυρετό, δεν μπορούσαν να μου χορηγήσουν παρακεταμόλη γιατί το συκώτι μου ήταν διαλυμένο από τον καρκίνο και ήμουν αλλεργική στα άλλα αντιπυρετικά, ο κορεσμός του οξυγόνου στο 78 – 79, οι παλμοί της καρδιάς κάθε τόσο στους 140 και από τα στεροειδή είχα πρηστεί τόσο που δεν μπορούσα να κινηθώ.

Αν το τέλος είχε περιγραφή, για μένα ήταν αυτή.

Και το χειρότερο; Ήμουν απομονωμένη μέσα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου και κάθε βράδυ που χαμήλωνε το φως ένιωθα να βυθίζομαι στο κενό και μέσα στο μπερδεμένο μου μυαλό αναρωτιόμουν: «έτσι, λοιπόν, θα πεθάνω; Μόνη, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου χωρίς τον άντρα μου και τα παιδιά μου δίπλα μου;».

Υπήρξαν ημέρες κατά τη νοσηλεία μου που πίστεψα πως το τέλος ήταν κοντά. Αυτό που με τρόμαζε περισσότερο ήταν η μοναξιά

Σας βεβαιώνω πως δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από αυτό. Το μόνο που κάπως με παρηγορούσε ήταν ότι δεν ήμουν η μόνη που το βίωνα αυτό. Όλος ο πέμπτος όροφος νοσηλείας του Peter McCallum όπου είχα μεταφερθεί ήταν γεμάτος ασθενείς που δεν μπορούσαν να δεχτούν επισκέψεις από κανέναν δικό τους.

Ήμαστε όλοι μόνοι και βαριά άρρωστοι. Ο στοργικός τρόπος του νοσηλευτικού προσωπικού και των συμβούλων ψυχικής υγείας που έρχονταν για να μας στηρίξουν δεν βοηθούσε και πολύ.

Ήμουν πολύ πεσμένη και φοβισμένη και το μόνο που ήθελα ήταν να δω τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Ένα πρωινό, έτσι όπως ατένιζα το κενό έξω από το παράθυρο του δωματίου μου, μου ήρθε μια ιδέα.

Εκείνη την ημέρα ήταν να μου φέρει ο Δημήτρης κάποια πράγματα από το σπίτι. Συνήθως, τα άφηνε στην είσοδο όπου τα παραλάμβανε το προσωπικό για να τα απολυμάνει και να τα φέρει στο δωμάτιο και έφευγε, χωρίς φυσικά να μπορώ να τον δω.

Σκέφτηκα, λοιπόν, πως θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ τον ερχομό του και να τον δω χωρίς να σπάσω τις απαγορεύσεις. Αρκούσε μονάχα να σταθεί στην απέναντι μεριά του δρόμου. Έτσι θα τον έβλεπα, αν κι εκείνος δεν θα μπορούσε να με δει.

Έξω από αυτό το βενζινάδικο, απέναντι από το παράθυρό μου στο Peter McCallum “συναντούσα” τον Δημήτρη και τη Χρυσούλα μου

Έτσι κι έγινε. Ήρθε μαζί του και η μικρή μου κόρη, η Χρυσούλα. Και στάθηκαν απέναντι από το παράθυρό μου και τους είδα. Ήταν το καλύτερο γιατρικό.
Την άλλη μέρα κάναμε το ίδιο με τη μεγάλη μου κόρη, τη Σταυρούλα. Πήρε τον καφέ της και στάθηκε ακριβώς απέναντι από το παράθυρό μου κι ενώ της μιλούσα στο τηλέφωνο μπορούσα και να τη βλέπω.
Όταν το μοιράστηκα με τις νοσοκόμες το βρήκαν καταπληκτική ιδέα και άρχισαν να το προτείνουν και στους άλλους ασθενείς. Από εκείνη την ημέρα, το πεζοδρόμιο απέναντι από το νοσοκομείο έγινε ο χώρος επισκέψεων και επικοινωνίας των ασθενών με τους δικούς τους.

Η Σταυρούλα μου σε μια από τις “επισκέψεις” της. Οι φωτογραφίες που τραβούσα μου κρατούσαν συντροφιά μέχρι την επόμενη φορά

Κάθε φορά που έβλεπα κάποιον να στέκεται απλά και να κοιτάζει προς τα παράθυρα του πέμπτου ορόφου του Peter MacCallum, μιλώντας στο κινητό του, ήξερα πως άλλος ένας από την οικογένειά μας έπαιρνε χαρά από την επαφή με έναν δικό του.

Τις επόμενες ημέρες η υγεία μου άρχισε να βελτιώνεται αισθητά. Όλα πήγαιναν πολύ πιο γρήγορα από το αναμενόμενο και ύστερα από λίγο βγήκα από το νοσοκομείο για να συνεχίσω την ανάρρωσή μου στο σπίτι.

Μέχρι και σήμερα δεν ξέρω αν ήταν τα φάρμακα που τελικά άρχισαν να ενεργούν που αντέστρεψαν την πορεία μου προς το θάνατο ή απλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα μου. Εκείνο που μπορώ να πω με σιγουριά, όμως, είναι ότι η εικόνα των ανθρώπων μου ήταν που μου έδωσε τη δύναμη να παλέψω για να ξανασηκωθώ.

Γι’ αυτό και τούτες τις μέρες που ισχύουν και πάλι οι απαγορεύσεις, όταν ακούω κάποιους να γκρινιάζουν για το πώς θα περάσει η καραντίνα και πόσο θα αντέξουν κλεισμένοι μέσα στο σπίτι, ο νους μου τρέχει σε εκείνους που βρίσκονται σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου αποκλεισμένοι και μόνοι αγωνιώντας για τη ζωή τους και μια προσευχή ανεβαίνει στα χείλη μου: «Θεέ μου, κάνε στο δωμάτιό τους να υπάρχει ένα παράθυρο!»

Αν δεν υπάρχει αυτό το παράθυρο, τότε, λέω, είναι στο χέρι μου να το ανοίξω κάνοντας ό,τι μπορώ για να αντιδράσω σε αυτόν τον ιό.

Αν αυτό σημαίνει να κάνω το εμβόλιο, τότε, ναι, αξίζει να το κάνω κι ας φοβάμαι. Γιατί ο φόβος να πεθάνω μόνη είναι πολύ μεγαλύτερος.

Συνειδητοποιώ πως τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια ζω αποκλεισμένη από κάθε ανθρώπινη επαφή, ξεκομμένη από την οικογένειά μου στην Ελλάδα κι εδώ.

Έχω αποκτήσει ανίψια που δεν έχω δει ακόμη, οι φίλοι μου κάνουν παιδιά που έχουν δει μόνο τους γονείς τους και τον παιδίατρό τους, όπως μου είπε χαρακτηριστικά ένας καλός φίλος που πρόσφατα έγινε πατέρας. Γιορτές, γενέθλια, αποφοιτήσεις, γάμοι, κηδείες, κάθε ανθρώπινη στιγμή περνάει στο ‘ντούκου’.

Κι εγώ, με μια διάγνωση μεταστατικού καρκίνου του μαστού να κρέμεται απειλητικά πάνω από το κεφάλι μου, αισθάνομαι, ξέρω, πως δεν έχω την πολυτέλεια να σπαταλώ το χρόνο που έχω, θαμμένη σε τέσσερις τοίχους. Δεν θέλω να είμαι μόνη. Θέλω να ζήσω κάθε στιγμή που μου έχει χαριστεί στο έπακρο. Δεν θέλω να πεθάνω πριν πεθάνω.

Γι’ αυτό σηκώνω το μανίκι και, όπως εμπιστεύομαι τα φάρμακα που με έχουν κρατήσει ως τώρα στη ζωή θα εμπιστευτώ και τούτο το εμβόλιο.

Αν κάνω λάθος, δεν το ξέρω. Όμως τουλάχιστον θα έχω προσπαθήσει… για τη ΖΩΗ!