Η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα εξαιτίας της πανδημίας, προβληματίζει πολλούς ομογενείς κυρίως από την άποψη ότι δεν τους επιτρέπει να ταξιδέψουν στην Ελλάδα, ακόμα και όταν υπάρχει σοβαρός λόγος.

Ελάχιστοι είναι αυτοί που μέσα στον τελευταίο ενάμιση χρόνο που ισχύει η εν λόγω απαγόρευση έχουν καταφέρει να βγουν από την Αυστραλία και αυτό με τα χίλια ζόρια.

Γράψαμε για πολλές περιπτώσεις συμπαροίκων μας που δεν πρόλαβαν να δουν ζωντανούς τους γονείς τους που αρρώστησαν ούτε καν μπόρεσαν να παραβρεθούν στην κηδεία τους κι εκείνοι που τα κατάφεραν τελικά να επιστρέψουν το έκαναν με μεγάλη καθυστέρηση και ύστερα από πολλή ταλαιπωρία και άγχος.

Το χειρότερο είναι ότι αρκετοί από αυτούς που πέταξαν για Ελλάδα τραβάνε τώρα τα πάνδεινα για να επιστρέψουν στην Αυστραλία. Ένας από αυτούς είναι και ο γνωστός συμπάροικος, Γιάννης Πιλαλίδης.

Ο αντιπρόεδρος της Ποντιακής Εστίας και Υπεύθυνος του Κέντρου Πρόνοιας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, χρειάστηκε να ταξιδέψει επειγόντως για την πατρίδα στις αρχές Ιουνίου για να προλάβει να δει τη μητέρα του που ήταν σοβαρά άρρωστη, πριν εκείνη να κλείσει τα μάτια της.

«’Ήθελα να την πάρω αγκαλιά για μια τελευταία φορά», λέει συγκινημένος στον «Νέο Κόσμο» ο κ. Πιλαλίδης.

Δυστυχώς, όμως, η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε, τουλάχιστον όχι εγκαίρως. Οι καθυστερήσεις λόγω της γραφειοκρατίας τον κρατούσαν «κολλημένο» στο αυστραλιανό έδαφος ενώ η μητέρα του ξεψυχούσε στην άλλη άκρη της Γης. Τελικά πήρε την έγκριση την ημέρα που εκείνη έκλεισε τα μάτια της.

«Με ειδοποίησαν ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει κι εγώ ζήτησα από τον αδερφό μου να μην το γνωστοποιήσει μέχρι να σιγουρευτώ ότι θα μου επέτρεπαν επιτέλους να φτάσω στην Ελλάδα.

Από το αεροδρόμιο της Μελβούρνης μέχρι τη Ντόχα και από εκεί μέχρι να επιβιβαστώ επιτέλους στην πτήση για Αθήνα, σε κάθε σημείο ελέγχου με ρωτούσαν διαρκώς γιατί ταξιδεύω για Ελλάδα. Ήταν εξαντλητικό και ψυχοφθόρο. Είχαν όλα τα στοιχεία και τα έγγραφα κι εν τούτοις έπρεπε να λέω ξανά και ξανά τα ίδια», λέει ο κ. Πιλαλίδης.

Όπως μας εξομολογείται χρειάστηκε να αρνηθεί το θάνατο της μητέρας του από φόβο μήπως και τον γυρίσουν πίσω.

«Ήταν τόσο τραγικό που πήγα σε μια γωνιά του αεροδρομίου κι έκλαψα. Αναγκαζόμουν να κρύψω το θάνατο της μητέρας μου και αισθανόμουν σαν να την αρνιόμουν. Αυτό με πονούσε αφάνταστα».

Μόνο όταν το αεροπλάνο σηκώθηκε στον αέρα με προορισμό την πατρίδα, έδωσε το πράσινο φως στον αδερφό του να κοινοποιήσει την είδηση της απώλειας της μητέρας τους.

«Τελικά την έσφιξα στην αγκαλιά μου και την αποχαιρέτησα, έστω κι αν δεν ήταν ζωντανή. Θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Θα μπορούσα να μην είχα προλάβει ούτε αυτό», λέει και η φωνή του σπάει από συγκίνηση.

Ωστόσο, τα προβλήματα για τον κ. Πιλαλίδη μόλις άρχιζαν, καθώς ενώ το εισιτήριο της επιστροφής του ανέγραφε ως ημερομηνία την 16η Ιουλίου, όταν πλησίαζε η ημέρα, η εταιρία τον ενημέρωσε πως η πτήση του θα αναβαλλόταν για 15 ημέρες.

Από τότε, η επιστροφή του πάει από αναβολή σε αναβολή και μέχρι και σήμερα ο κ. Πιλαλίδης είναι αναγκασμένος να παραμένει άπραγος στην γενέτειρά του τη Θεσσαλονίκη, όμηρος της γραφειοκρατίας που, όπως μας λέει χαρακτηριστικά, τον στέλνει «από τον Άννα στον Καϊάφα» χωρίς να μπορεί να βγάλει άκρη.

«Η εταιρία μου λέει πως είναι θέμα της Αυστραλιανής κυβέρνησης, το Προξενείο μου απαντά πως είναι θέμα της εταιρίας κι εγώ απλά περιμένω πότε θα μπορέσω να επιστρέψω στην οικογένειά μου και στη δουλειά μου στην Αυστραλία. Προφανώς, το αυστραλιανό μου διαβατήριο δεν σημαίνει τίποτα, δεν έχει απολύτως καμία αξία» λέει με πικρία.

«Η ζωή μου εδώ και τρεις μήνες είναι κυριολεκτικά στον αέρα και δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω πώς αισθάνομαι. Είναι καλό που έχω την ευκαιρία να περάσω λίγο περισσότερο χρόνο με τον αδελφό μου και με τους δικούς μου ανθρώπους, αλλά η αβεβαιότητα και το άγχος δεν με αφήνουν να απολαύσω αυτές τις στιγμές. Δεν μπορώ να προγραμματίσω τίποτα και ειλικρινά με κούρασε η απραγία. Είναι αστείο ότι πολλοί φίλοι με συναντούν στον δρόμο και με ρωτούν αν έφυγα και ξαναγύρισα».

Ο κ. Πιλαλίδης αισθάνεται ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το χρόνο αυτό περισσότερο δημιουργικά αν του έδιναν μια συγκεκριμένη ημερομηνία επιστροφής.

«Αν μου έλεγαν ότι θα επιστρέψω μετά από τέσσερις, πέντε ή έξι μήνες δεν θα με πείραζε. Αρκεί να ήξερα σίγουρα το πότε. Αυτό θα μου έδινε την ευκαιρία να κάνω πράγματα. Θα μπορούσα για παράδειγμα να βοηθήσω με τη στήριξη των ανθρώπων που επλήγησαν από τις πυρκαγιές.

Έχω τόσο μεγάλη και πλούσια εμπειρία λόγω της θέσης μου στο Κέντρο Πρόνοιας που θα μπορούσα να κάνω πολλά εκπροσωπώντας την ομογένεια εδώ. Αντιθέτως, απλά κάθομαι παροπλισμένος και περιμένω» λέει ο κ. Πιλαλίδης.

Η νέα τελική ημερομηνία επιστροφής που δόθηκε στον κ. Πιλαλίδη είναι η 21 Σεπτεμβρίου.

«Ελπίζω να τα καταφέρω τελικά και να μπορέσω να συνεχίσω επιτέλους τη ζωή μου» καταλήγει.