Μια συνέντευξη με τον Γιώργο Καναράκη, Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Charles Sturt

Ο καθηγητής Γιώργος Καναράκης (σήμερα ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Charles Sturt) ήρθε στην Αυστραλία το 1976 ως μέλος του διδακτικού προσωπικού του τότε Mitchell College, του Bathurst της Νέας Νότιας Ουαλίας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν εργάστηκε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και ερευνητής του τότε Mitchell Κολεγίου και μετέπειτα Πανεπιστημίου Charles Sturt. Δίδαξε και ερεύνησε θέματα Γλωσσολογίας, Ελληνικής Γλώσσας, Παροικιακής Ιστορίας, Λογοτεχνίας και Πολιτισμού. Η έρευνά του, τα βιβλία του και οι διαλέξεις του τον έφεραν και τον έκαναν γνωστό στον Ελληνισμό όλων των μεγάλων και μικρότερων πόλεων των Αυστραλιανών Πολιτειών και της Νέας Ζηλανδίας.

Η παρούσα συνέντευξη άρχισε αρχικά ως μια συζήτηση στον πολυγλωσσικό και πολυπολιτιστικό ραδιοφωνικό σταθμό 3ΖΖΖ της Μελβούρνης. Σήμερα έχουμε την τιμή να παρουσιάσουμε μια περισσότερο σε βάθος γραπτή μορφή αυτής της αρχικής συζήτησης.

Χ. Φ.

Κύριε Καναράκη, σπουδάσατε στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχετε μια μακρά παραμονή στην Αυστραλία. Πώς θυμάστε τα νεανικά σας χρόνια στην Ελλάδα (τα χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου, της δεκαετίας του ’50);

Τα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και των αρχών της δεκαετίας του 1950 ήταν τα πιο δυσάρεστα και δύσκολα της ζωής μου. Ήταν χρόνια μεγάλης οικογενειακής φτώχειας ιδιαίτερα λόγω ασθενειών του πατέρα μου.

Εγώ γεννήθηκα σ’ ένα ταπεινό σπιτάκι στην προσφυγούπολη σήμερα γνωστή ως Νίκαια κοντά στον Πειραιά. Το σπιτάκι είχε παραχωρηθεί στη μητέρα μου από την Αποκατάσταση Μικρασιατών Προσφύγων.

Η μητέρα μου είχε γεννηθεί στην κωμόπολη Μούγλα της νοτιοδυτικής Ιωνίας κοντά στην αρχαία Αλικαρνασσό. Κατά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ορφανό κοριτσάκι 10 χρονών, με πεθαμένους τους γονείς της και έναν από τους δύο αδελφούς της σκοτωμένο από τους τσέτες Τούρκους, κατατρεγμένη έφτασε στην Ελλάδα με την υπερήλικη γιαγιά της.

Αντίστοιχα ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στην Οδησσό, ένα σημαντικό εμπορικό λιμάνι του Εύξεινου Πόντου, με την παλαιά ανθούσα ελληνική παρουσία. Κατά συνέπεια, τόσο η μητέρα μου όσο και ο πατέρας μου ήταν γόνοι του μεγάλου Ελληνισμού της Διασποράς.

Τα δικά μου παιδικά χρόνια, όποτε έρθουν στο νου μου, μου θυμίζουν τους τρομερούς γερμανικούς βομβαρδισμούς που μόλις ακούγαμε τον ανατριχιαστικό ήχο των σειρήνων οι γονείς μου εγκατέλειπαν τα πάντα, με άρπαζαν από το χέρι και τρέχαμε να κρυφτούμε στο μοναδικό υπόγειο της γειτονιάς.

Μια φορά, γυρίζοντας πίσω, μετά τη λήξη του συναγερμού, μείναμε ξεροί από τον φόβο μας γιατί ένας γερμανικός όλμος είχε περάσει το ταβάνι του σπιτιού μας και κείτονταν στο κρεβάτι μου που ήταν ακριβώς αποκάτω. Ακόμη, η περίοδος εκείνη μου θυμίζει την πείνα της Κατοχής, αλλά και τα χρόνια του αδελφοκτόνου Εμφύλιου Πολέμου.

Κι όταν ακόμη τα πράγματα είχαν αρχίσει να βελτιώνονται κάπως στη δεκαετία του 1950, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να έχει μόνιμη δουλειά γιατί στην αρχή τον ταλαιπωρούσε μια φοβερή ισχυελγία και αργότερα μια πολύχρονη καταθλιπτική φυματίωση, αφήνοντας τελικά τη ζωή εξαιτίας της επάρατης νόσου του καρκίνου.

Και όμως τα δυσχερή αυτά χρόνια της νεότητάς μου στην Ελλάδα συνέβαλαν ταυτόχρονα και στη δημιουργία μιας θετικής διάθεσης μέσα μου. Έγιναν κίνητρα ενθάρρυνσης προς αντιμετώπιση του μέλλοντος με αισιοδοξία και δύναμη ψυχής.

Πώς θυμάστε τα φοιτητικά σας χρόνια;

Τα φοιτητικά μου χρόνια τα θυμάμαι με πολλή νοσταλγία γιατί αποδείχθηκαν καθοριστικά στη μετέπειτα ζωή μου επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας τη σταδιοδρομία μου που ακολούθησε.

Θυμάμαι πως τότε πληρώναμε εξέταστρα (κάπου 100 δραχμές) για τα μαθήματα που εξεταζόμασταν στις εισαγωγικές εξετάσεις κάθε πανεπιστημιακής σχολής.

Ευτυχώς, ένας καλός άνθρωπος που ζούσε με τη γυναίκα του στη Νέα Υόρκη και μας γνώριζε, από χρόνια με αγαπούσε σαν δικό του παιδί και μου έστελνε πότε-πότε 10 δολάρια. Με αυτά άρχισα να σπουδάζω Αγγλικά στο τότε παράρτημα του Βρετανικού Συμβουλίου στον Πειραιά. Όταν ήρθε η ώρα για τις εισαγωγικές εξετάσεις μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πάλι αυτός ο καλός άνθρωπος πλήρωσε τα εξέταστρά μου.

Το ευχάριστο ήταν πως τελικά πέρασα και στη Φιλοσοφική Σχολή και στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της, αλλά απρόσμενα μου βγήκε και υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών της Ελλάδας. Δεν το πιστεύαμε ούτε εγώ ούτε οι γονείς μου!

Θυμάμαι, μάλιστα, τη φορά που πήρα την πρώτη καταβολή της υποτροφίας μου και κατέβαινα την οδό Πανεπιστημίου καμαρωτός, εκεί δίπλα στον μεγάλο κινηματογράφο Rex βρισκόταν τότε ένα καλής ποιότητας ρεστωράν, το Ideal.

Δεν μπόρεσα να αντέξω στον πειρασμό. Μπήκα μέσα, στρογγυλοκάθησα σ’ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο και αμέσως το γκαρσόνι ήρθε με τον κατάλογο στο χέρι και μ’ερώτησε με ευγένεια: «Τι θα πάρετε κύριε;»

Κι εγώ χωρίς καν να δω τον κατάλογο του είπα: «Μια μακαρονάδα με μπόλικη σάλτσα, σας παρακαλώ». Και το γκαρσόνι κατάλαβε πως είχε μπροστά του έναν μεν ευειδή νέον αλλά θεονήστικον! Το γεγονός αυτό δεν ετόλμησα να το πω ούτε στους γονείς μου.

Τέλος, ένα ωραίο συναίσθημα που απεκόμισα κατά τα φοιτητικά μου χρόνια, και συνεχίζει να με διακατέχει μέχρι σήμερα, είναι αφενός ο βαθύς σεβασμός μου για ορισμένους πανεπιστημιακούς καθηγητές που είχα, όπως για τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο Καθηγητή της Αρχαιολογίας, τον Ιωάννη Σταματάκο της Κλασικής Φιλολογίας, τον Γεώργιο Κουρμούλη της Γλωσσολογίας, τον Νικόλαο Τωμαδάκη της Βυζαντινής Φιλολογίας κ.ά., και αφετέρου η καλή τύχη μου να αποκτήσω μερικές εξαιρετικές φιλίες με τότε συμφοιτητές μου που διατηρούνται μέχρι και σήμερα.

Πώς αποφασίσατε να έρθετε στην Αυστραλία;

Η απόφασή μου να έρθω οικογενειακώς στην Αυστραλία επηρεάστηκε, πρώτον, από την αλληλογραφία μου με φίλους που ήταν ήδη εγκατεστημένοι εδώ και, δεύτερον, από το προσωπικό μου ενδιαφέρον να γνωρίσω και άλλους τόπους, άλλους τρόπους ζωής και άλλα κοινωνικά και εκπαιδευτικά συστήματα.

Άλλωστε, εκτός από την Ελλάδα όπου είχα διδάξει για χρόνια, όπως στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών στο Αγγλικό Τμήμα της οποίας είχα υπηρετήσει ως Προϊστάμενος Καθηγητής, στη Σχολή Ξένων Γλώσσων του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Deree-Pierce College κ.α., είχα διδάξει και στο εξωτερικό ως Επισκέπτης Καθηγητής στο Bridgewater State College των ΗΠΑ.

Αλλά πάλι το απρόσμενο συνέβη. Οι φίλοι μας από το Σίδνεϊ άρχισαν να μου στέλνουν πληροφορίες για εκπαιδευτικά ιδρύματα και προκηρύξεις θέσεων, μεταξύ των οποίων ήταν και το Mitchell College of Advanced Education στο Bathurst της Νέας Νότιας Ουαλίας, στο οποίο, μεταξύ των άλλων, χρειάζονταν γλωσσολόγο και, επιπλέον, ήθελαν να δημιουργήσουν και Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών.

Την εποχή εκείνη το Mitchell College είχε πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα τα οποία επέκτεινε συνεχώς προετοιμάζοντας διδασκάλους για τις πολλές μεταναστευτικές παροικίες της Αυστραλίας. Ήταν τότε, η δεκαετία του 1970, που ο πολυπολιτισμός έπαιρνε όλο και περισσότερες διαστάσεις και στον χώρο της εκπαίδευσης.

Το γεγονός αυτό υπήρξε και ένας επιπλέον λόγος που με έπεισε να υποβάλω σχετική αίτηση πρόσληψης. Κατά σύμπτωση τότε, ο Προϊστάμενος Καθηγητής των Ανθρωπιστικών Σπουδών του Κολλεγίου είχε πάει στην Αγγλία και στην επιστροφή του σταμάτησε στην Αθήνα.

Συναντηθήκαμε, μου πήρε συνέντευξη και αμέσως μετά μου πρόσφερε θέση με την προϋπόθεση εκτός από γλωσσολογικά μαθήματα που θα εδίδασκα, να αναλάμβανα να δημιουργήσω και πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών. Έτσι κι έγινε!

Τι έλκυσε το ενδιαφέρον σας να σπουδάσετε γλωσσολογία, την επιστήμη της γλώσσας, και αυτό να γίνει το επίκεντρο της έρευνάς σας, της διδασκαλίας σας και αρκετών δημοσιεύσεών σας;

Όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν, ήδη από τα νεανικά μου χρόνια είχα γοητευθεί διαπιστώνοντας τη σημαντική επίδραση που ασκούσε η Ελληνική στις γλώσσες που σπούδαζα στο Γυμνάσιο, δηλαδή στα Λατινικά, στα Γαλλικά και στη συνέχεια στα Αγγλικά.

Ως νεαρός μαθητής είχα εντυπωσιαστεί από την επίδραση της Ελληνικής στις γλώσσες αυτές, όχι μόνο στο λεξιλόγιό τους, αλλά επίσης στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό τους. Και αρκετές φορές ενοχλούμην όταν άκουγα πως μια συγκεκριμένη λέξη προερχόταν από την Λατινική. Εγώ, με την Ελληνική ως μητρική μου γλώσσα, μπορούσα να γνωρίζω πως συχνά η λέξη αυτή προερχόταν αρχικά από την Ελληνική.

Έτσι, ως νεαρός ακόμη μαθητής, ήταν χαρά μου να συγκρίνω και να αντιπαραβάλλω λέξεις των γλωσσών που σπούδαζα εντυπωσιαζόμενος από το πόσο πολύ η Ελληνική είχε επιδράσει σ’ αυτές.

Θυμάμαι πως όσο περνούσαν τα χρόνια και συνεχιζόταν η έρευνά μου διεπίστωνα όλο και πιο πολύ πως οι διαγλωσσικές και διαπολιτισμικές επιδράσεις της Ελληνικής ήταν διαχρονικές, αρχικά σε ποικίλες γλώσσες της Ευρώπης και δι’ αυτών σε άλλες γλώσσες της υφηλίου, οι οποίες απλώνονται γεωγραφικά σε διάφορες ηπείρους.

Ταυτόχρονα, συχνά σκεφτόμουν πως στο μέλλον θα ήθελα να ερευνήσω το συγκεκριμένο θέμα πιο συστηματικά. Τελικά, αυτό το ενδιαφέρον μου με ώθησε να σπουδάσω γλωσσολογία, ιδιαίτερα συγκριτική, και φιλολογία γενικότερα. Και όπως είναι προφανές, μετά από πολλά χρόνια διδασκαλίας και έρευνας, πήρα την απόφαση να επιδιώξω αυτόν τον στόχο, με αποτέλεσμα τους δύο σημερινούς τόμους, τον ελληνόγλωσσο Η διαχρονική συμβολή της Ελληνικής σε άλλες γλώσσες και τον αγγλόγλωσσο The Legacy of the Greek Language.

Μεγάλο μέρος της ζωής σας στην Αυστραλία αφιερώθηκε στη διδασκαλία και την έρευνα. Μιλήστε μας γι’ αυτές σας τις δραστηριότητες.

Είναι γεγονός πως οι δύο παράγοντες που με ήλκυσαν στη ζωή και διαμόρφωσαν το μέλλον μου υπήρξαν η διδασκαλία και η έρευνα.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ: Κατ’ αρχάς επιθυμία μου ήταν, μέσω της διδασκαλίας μου, να μεταδίδω στους μαθητές μου τις ομορφιές της ελληνικής μας γλώσσας και της λογοτεχνίας μας. Και τούτο γιατί η ελληνική μας γλώσσα και η λογοτεχνία μας με ενθουσίαζαν από τα χρόνια της νεότητάς μου.

Εδώ, στα 45 χρόνια που βρίσκομαι στην Αυστραλία, εκτός από την διδασκαλία μου αρχικά στο Mitchell College of Advanced Education και ακολούθως στο Πανεπιστήμιο Charles Sturt πάνω στα θέματα που προανέφερα, εδίδαξα στο Australian College for Seniors και στο School for Talented Children, ενώ το 2007-2009 έλαβα μέρος στο πρόγραμμα θερινών μαθημάτων του Πανεπιστημίου Charles Darwin.

Επιπλέον, στο ραδιοφωνικό σταθμό του Mitchell College, μαζί με τους φοιτητές μου, οργάνωσα και παρήγαγα δύο εκπαιδευτικής μορφής σειρές προγραμμάτων, το δίγλωσσο Greek Community Radio Program και το Greek Vision, ένα πρόγραμμα αναφορικά με την ελληνική λογοτεχνία (αρχαία και νέα), ιστορία και πολιτισμό.

Τέλος, το 1978 συνέγραψα και κυκλοφόρησα για τους αγγλόγλωσσους φοιτητές μου των Ελληνικών ένα αναγνωστικό με τον τίτλο Modern Greek for Beginners.

ΕΡΕΥΝΑ: Ο δεύτερος παράγων που με ήλκυσε υπήρξε η έρευνα. Πάντα πίστευα πως θα ήταν ευεργετικό για την διδασκαλία μου εάν συνοδευόταν και από αντίστοιχη έρευνα.

Γι’ αυτό, είμαι της γνώμης πως η συνεχής μελέτη και έρευνά μου πάνω στα θέματα που μ’ ενδιέφεραν, δηλαδή της διαχρονίας της ελληνικής μας γλώσσας, της συγκριτικής γλωσσολογίας και των πνευματικών και άλλων δραστηριοτήτων των συνελλήνων μας της παγκόσμιας διασποράς, συνέβαλαν σημαντικά στην ποιότητα της διδασκαλίας μου.

Να τονίσω εδώ πως όταν ήρθα στην Αυστραλία, όσο περνούσε ο καιρός και γνώριζα όλο και περισσότερους Έλληνες, το ενδιαφέρον μου αυξανόταν συνεχώς. Όσο ερευνούσα τόσο εντυπωσιαζόμουνα από την ιστορία και την ανάπτυξη του Ελληνισμού στη γη αυτή του Νότου, αλλά και από τη σημαντική συμβολή τόσων συνελλήνων μας στην λογοτεχνική δημιουργία, στον Τύπο, στο θέατρο και σε πολλούς άλλους τομείς τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Άλλωστε, όλοι μας γνωρίζουμε πως το παρελθόν είναι ο δάσκαλος του παρόντος και το παρόν είναι ο οδηγός του μέλλοντος.

Πώς θυμάστε διάφορα άτομα με τα οποία συνεργαστήκατε ή συνέβαλαν στην εργασία σας;

Κατ’ αρχάς, με την ευκαιρία της ερώτησης αυτής, θα ήθελα να εκφράσω, για μια ακόμη φορά τις ολόθυμες ευχαριστίες μου όχι απλώς στους πολλούς, αλλά στους πάμπολλους συνέλληνες (άνδρες και γυναίκες) που με προθυμία συνεργάστηκαν μαζί μου και συνέβαλαν με συνεντεύξεις, γραπτά τους κείμενα, φωτογραφικό υλικό και λοιπά, στις πολυετείς έρευνές μου πάνω στη λογοτεχνία των Ελλήνων της Αυστραλίας, στον Τύπο (εφημερίδες και περιοδικά), στο θέατρο, στα μέσα μαζικής επικοινωνίας κ.λπ.

Οφείλω χάριτες όμως και στους συγγενείς και φίλους γνώστες της συμβολής συμπατριωτών μας που έχουν φύγει πια από τη ζωή, και τούτο γιατί επιδίωξή μου δεν ήταν να αναφερθώ στην προσφορά μόνο των συγχρόνων μας αλλά και σε άλλους του παρελθόντος ώστε το φάσμα, δηλαδή το πανόραμα της αναφοράς μου να ήταν όσο το δυνατόν πληρέστερο.

Εκτός, όμως, από τα άτομα στους διάφορους πνευματικούς χώρους, χάριτες οφείλω και σε Έλληνες και Αυστραλούς επιστήμονες, που ενδεικτικά θα αναφέρω δύο, τους γνωστούς σε όλους μας ιστορικό Μιχάλη Τσούνη και ιστορικό-διπλωμάτη Hugh Gilchrist.

Οφείλω πολλά στην εγκάρδια ενθάρρυνσή τους, αφενός, στον Τσούνη όποτε βρισκόμουν στην Αδελαΐδα και, αφετέρου, στον Gilchrist όποτε πήγαινα στην Καμπέρα, αλλά και μέσω της αλληλογραφίας μας. Η ενθάρρυνσή τους αυτή υπήρξε ιδιαίτερα πολύτιμη για μένα.

Παρόμοια θυμάμαι, με ξεχωριστή εκτίμηση τους συναδέλφους μου που συνέβαλαν στην πρόσφατη εργασία μου σχετικά με την διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας και τις διαγλωσσικές και διαπολιτισμικές επιδράσεις της σε άλλες γλώσσες του κόσμου. Από τους συναδέλφους μου που αντάλαξαν απόψεις ή και συνεργάστηκαν μαζί μου αναφέρω ενδεικτικά τον δρα Νικόλαο Κοντοσόπουλο Πρώην Διευθυντή του Κέντρου Έρευνας των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών ο οποίος χαρακτήρισε την εργασία μου αυτή «έργο βενεδικτίνου μοναχού, … έργο προϊόν γνώσης, αλλά και επιμονής και υπομονής». Ο ίδιος, μάλιστα, συμμετέσχε στο έργο αυτό με το μελέτημά του «Η φύση του διαγλωσσικού δανεισμού».

Ακόμη αναφέρω τον παγκοσμίως γνωστό Ισπανό ελληνιστή και γλωσσολόγο δρα Francisco Rodriguez Adrados που έλαβε μέρος με το μελέτημα «Τα ελληνικά, η πλέον παγκόσμια γλώσσα» και ο οποίος έγραψε χαρακτηριστικά:

«Στην πραγματικότητα οι μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες, και σήμερα σχεδόν όλες οι γλώσσες του κόσμου, είναι ημιελληνικές» ή «κρυπτοελληνικές», καθώς επίσης τον γλωσσολόγο Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Συντάκτη και Επιμελητή του Χρηστικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών δρα Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, ο οποίος συνέβαλε στην πρόσφατη αγγλόγλωσση έκδοση του έργου (The Legacy of the Greek Language) με έναν τιμητικό πρόλογο.

Αναφορικά με το πρόσφατο αγγλόγλωσσο βιβλίο σας, The Legacy of the Greek Language, μπορείτε να αναφερθείτε σ’ αυτό σε σχέση με το αντίστοχο ελληνόγλωσσο;

1. Η αγγλόγλωσση έκδοση δεν αποτελεί απλή μετάφραση της αντίστοιχης ελληνικής, και τούτο γιατί έχουν προστεθεί τρία ακόμη μελετήματα: για την Κοπτική, την αφρικανική Σουαχίλη και την Νεότερη Εβραϊκή.

2. Πολλοί συνάδελφοι από τους συμμετέχοντες στον ελληνόγλωσσο τόμο, έχουν εμπλουτίσει ακόμη περισσότερο τα μελετήματά τους στον αγγλόγλωσσο με επιπρόσθετα αξιοσήμαντα στοιχεία.

3. Η αγγλική έκδοση στο σύνολό της, συγκριτικά με την ελληνόγλωσση, είναι διευρυμένη όχι μόνο από πλευράς περιεχομένου των επί μέρους μελετημάτων, αλλά και αριθμητικά. Δηλαδή, ο αγγλόγλωσσος τόμος περιλαμβάνει 36 μελέτες αντί 34 του ελληνόγλωσσου. Διερευνώνται 30 γλώσσες διαφόρων ηπείρων αντί 28 και συνεργάζονται 35 συνάδελφοι αντί 32.

Εδώ θα ήθελα να τονίσω πως οι συμμετέχοντες και στους δύο τόμους επιστήμονες (γλωσσολόγοι, λεξικογράφοι, φιλόλογοι κ.ά.) είναι όχι μόνο Έλληνες αλλά και άλλοι από ποικίλες χώρες των διαφόρων ηπείρων και τούτο γιατί επιθυμία μου ήταν να αποφαίνονται και μη Έλληνες επιστήμονες για τη διαχρονική συμβολή της Ελληνικής στη δική τους μητρική γλώσσα.

Μερικοί από τους έγκριτους αυτούς συναδέλφους που έλαβαν μέρος στο συλλογικό αυτό δίτομο έργο υπήρξαν ο προαναφερθείς Ισπανός ελληνιστής, γλωσσολόγος και μεταφραστής, Ομότιμος Καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας και Εταίρος της Ακαδημίας Αθηνών Francísco Rodriguez Adrados, ο Γεωργιανός γλωσσολόγος, Διευθυντής του Ινστιτούτου Κλασικών, Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Εθνικού Πανεπιστημίου της Τιφλίδας Rismag Gordeziani, η Ολλανδή Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Radboud Nicoline van der Sijs, ο Ομότιμος Καθηγητής Εβραϊκών και Ιουδαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ Nicholas de Lange, η Κινέζα συνάδελφος Νεοελληνικής Γλώσσας, Λογοτεχνίας και Πολιτισμού στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Σαγκάης Jingjing Hu κ.ά.

Βοηθάει το έργο σας αυτό στη διδασκαλία της γλώσσας είτε της ελληνικής είτε της αγγλικής είτε άλλης γλώσσας;

Το έργο αυτό, εκτός από τη θεωρητική (δηλαδή καθαρά γλωσσολογική) πλευρά συμβάλλει, κατά τη γνώμη μου, και από πρακτική πλευρά, και συγκεκριμένα στη διδασκαλία και μάθηση μιας γλώσσας, είτε της ελληνικής, είτε την αγγλικής είτε και άλλης.

Λ.χ. στην Αυστραλία που ζούμε, με την κατάλληλη διδασκαλία του υλικού που περιέχεται στον ελληνόγλωσσο και αγγλόγλωσσο τόμο και την επωφελή χρήση των επιστημονικών συμπερασμάτων που διατυπώνονται, οι Έλληνες μαθητές που μαθαίνουν την Αγγλική, και διδασκόμενοι πώς να βρίσκουν τις ρίζες των λέξεων, διαπιστώνουν πως πάμπολλες αγγλικές λέξεις είναι ελληνικές ή ελληνικής καταγωγής, και μάλιστα όχι μόνο λέξεις-όροι των θετικών και θεωρητικών επιστημών αλλά και λέξεις της απλής καθημερινότητας, π.χ. δηλαδή όχι μόνο λέξεις όπως philosophy, democracy, nanotechnology, agoraphobia, αλλά και phenomenon, acrobat, pirate κ.ά.

Από την άλλη πλευρά οι αγγλόγλωσσοι μαθητές που μαθαίνουν την Ελληνική διαπιστώνουν πως πάρα πολλές ελληνικές λέξεις ήδη τις γνωρίζουν γιατί βρίσκονται στο αγγλικό τους λεξιλόγιο. Π.χ. λέξεις όπως οικονομικός (economic/-al), πανοραμικός (panoramic), ποίημα (poem), τηλέφωνο (telephone) κ.ά. Δηλαδή, τα μεν Ελληνόπουλα διαπιστώνουν πως ήδη γνωρίζουν αρκετά αγγλικά, οι δε αγγλόγλωσσοι μαθητές πως ήδη γνωρίζουν αρκετά Ελληνικά.

Πάνω στο θέμα αυτό, δηλαδή της εκμάθησης της Ελληνικής από Κορεάτες φοιτητές, συνεργάτης για τις επιδράσεις της Ελληνικής στην Κορεατική γλώσσα μου είχε γράψει: «Κάθε φορά που κατά τη διδασκαλία συναντούσα ελληνική λέξη στην κορεατική γλώσσα, θεωρούσα λυσιτελές, για λόγους παιδαγωγικής σκοπιμότητας, να ενημερώνω τους φοιτητές…. Το γεγονός αυτό πάντοτε δημιουργούσε αίσθημα υπερηφάνειας στους Κορεάτες φοιτητές, γιατί ήσαν σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα από άλλους συμπατριώτες τους τις ρίζες της μητρικής τους γλώσσας».

Πώς βλέπετε την Αυστραλία σήμερα σε σχέση με τα πρώτα σας χρόνια εδώ;

Στα χρόνια που πέρασαν από το 1976, που ήρθα στην Αυστραλία, μέχρι σήμερα, αναντίρρητα παρατηρούνται σημαντικές διαφορές.

Μεταξύ άλλων, ένα εμφανές γεγονός είναι ότι σήμερα η Αυστραλία είναι πολύ πιο πολυεθνική, πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική απ’ ό,τι ήταν στη 10ετία του 1970 και ενωρίτερα, παρόλον ότι, βεβαίως, υπάρχει πάντοτε χώρος για περισσότερη βελτίωση.

Το γεγονός τούτο είχε μια βαθιά και ταυτόχρονα θετική συνέπεια στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του έθνους. Ενδεικτικά, ένα από τα θετικά αποτελέσματα του ιδιαίτερα χαρακτηριστικού και πολύ σημαντικού κοινωνικοϊστορικού αυτού γεγονότος στην Αυστραλία είναι ότι, λ.χ., ο εθνικός ραδιοφωνικός και τηλεοπτικός σταθμός SBS μεταδίδει ραδιοφωνικά προγράμματα σε 74 γλώσσες μεταναστών που ομιλούνται στην Αυστραλία, καθώς και προγράμματα σε πολλές γλώσσες μεταναστών στα τηλεοπτικά του κανάλια καθημερινά, όπως τοπικά και διεθνή νέα, ταινίες (φιλμς), σειρές, αθλητικές ειδήσεις, κλπ.

Θυμάστε κάτι που το θεωρείτε από τις πιο έντονες μνήμες της ζωής σας και γιατί;

Είναι γεγονός πως ορισμένα συμβάντα στη ζωή μου υπήρξαν τόσο καθοριστικά που έχουν μείνει στο νου μου ιδιαίτερα έντονα.
Τέτοιες μνήμες, μεταξύ των άλλων, αντανακλούν γεγονότα που όρισαν αποφασιστικά την πορεία της ζωής μου.

Κατ’ αρχάς ένα τέτοιο γεγονός υπήρξε η υποτροφία μου από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών της Ελλάδας κατά την εισαγωγή μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτό με βοήθησε να καλύπτω τα καθημερινά φοιτητικά μου έξοδα (βιβλία, οδοιπορικά κ.ά.).Κατόπιν οι μεταπτυχιακές μου σπουδές στο Λονδίνο το 1964 μέσω του Βρετανικού Συμβουλίου, και ακόμη η υποτροφία μου το 1967 από το Αμερικανικό Ίδρυμα Fulbright αρχικά για το Michigan State University και εν συνεχεία για το Indiana University απ’ όπου απεφοίτησα με Μaster of Αrts στη γλωσσολογία.

Στα σημαντικά αυτά γεγονότα που προσδιόρισαν την υπόλοιπη πορεία της ζωής μου συνέβησαν και μερικά άλλα κατά την διάρκεια των ετών εργασίας μου εδώ στην Αυστραλία, που τα θυμάμαι με ιδιαίτερη συγκίνηση.

Το πρώτο συνέβη το 1988, όταν η πολυεθνική Αυστραλία, που εόρταζε τα 200 χρόνια της σύγχρονης ιστορίας της, βράβευσε το έργο μου Greek Voices in Australia: A Tradition of Prose, Poetry and Drama.

Όπως ανάφερε στην τιμητική επιστολή του ο τότε Πρόεδρος της Αυστραλιανής 200ετηρίδας Jim Kirk, το έργο αυτό καταδεικνύει «τις ευγενείς πολιτισμικές παραδόσεις που έχουν φέρει στη χώρα μας οι Έλληνες … και οι οποίες έχουν βοηθήσει στον εμπλουτισμό της πολιτισμικής ζωής της Αυστραλίας». Η βράβευση αυτή αναγνώριζε, ήδη στην 10ετία του 1980, την σημασία της διαχρονικής πνευματικής προσφοράς του Ελληνισμού στη θετή του πατρίδα όπως αποτυπώνεται στο έργο μου που προανέφερα.

Το δεύτερο τιμητικό γεγονός για εμένα εδώ στην Αυστραλία ήταν η απονομή το 1999 ενός Επίτιμου Διδακτορικού Γραμμάτων εκ μέρους του πανεπιστημίου μου Charles Sturt, ενώ ένα τρίτο έλαβε χώρα το 2002 και ήταν η απονομή εκ μέρους της Αυστραλιανής Πολιτείας του Medal of the Order of Australia.