Πρόσφατα εκδόθηκε το δίγλωσσο βιβλίο του συμπάροικου λογοτέχνη, και δικηγόρου, Κωνσταντίνου Καλυμνιού, με τίτλο «SOUMELA AND THE MAGIC KEMENCHE» – «Η ΣΟΥΜΕΛΑ ΚΙ Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΕΜΕΝΤΣΕΣ» από το «St Andrew’s Orthodox Press», Sydney, με εικονογράφηση από τον Στέφανο Ελευθεριάδη.

Η αφήγηση αρχίζει με το μικρό κοριτσάκι Σουμέλα, η οικογένεια της οποίας ζούσε στις παρυφές του όρους Μελά της Τραπεζούντας, στο οποίο είχε ιδρυθεί το 386 το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.

Ο Κ. Καλυμνιός αρχίζει την αφήγηση ως ακολούθως: «Τα πολύ παλιά χρόνια, πριν φτιαχτούν ακόμα οι ιστορίες που λέγονται τώρα, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι. Ζούσε με τη μητέρα του σε ένα μικρό πετρόχτιστο σπίτι, κοντά σε ένα ρέμα, στα ριζά ενός τεράστιου βουνού που ήταν τόσο ψηλό, όσο κι ο ουρανός. Το βουνό αυτό το σκέπαζε ένα πυκνό δάσος, τόσο καταπράσινο που έμοιαζε με χαλί από μαλακά βρύα, όπως αυτά που χουζούρευαν στα βράχια γύρω από το σπίτι του μικρού κοριτσιού. Το κοριτσάκι ήθελε να περπατήσει πάνω από τις δεντροκορφές και να ανέβει στο βουνό με τον ίδιο τρόπο που πατούσε πάνω στα βρύα, γιατί πάνω σε έναν γκρεμό, στα μισά της βουνοπλαγιάς, υπήρχε το λαμπερό λευκό μοναστήρι, που μόλις ξεπρόβαλε ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων του δάσους».

Όταν το κοριτσάκι εξέφρασε την επιθυμία του στην μητέρα του, εκείνη του απάντησε: «Φυσικά και θέλεις… Εσύ και το βουνό είστε ένα».

Με αυτό ο συγγραφέας προφανώς εννοεί πως μέσα στην ψυχή του ποντιακού λαού η πίστη και η λατρεία προς τα ιερά της θρησκείας μας είναι ριζωμένες μέσα τους.

Όταν το κοριτσάκι ρώτησε τη μητέρα του τι εννοούσε, εκείνη απάντησε:

«Το βουνό μας ονομάζεται Μελά, και γι’ αυτό σε ονόμασα Σουμέλα».

Λίγες ημέρες αργότερα, όταν η μητέρα και η Σουμέλα ήταν στην αυλή του σπιτιού τους, άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί, και μαύρα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό. Η μητέρα κατάλαβε πως κάτι το πολύ σοβαρό συνέβαινε, και τράβηξε την κόρη της μέσα στο σπίτι. Αλλά εκεί δεν νόμισε πως το κοριτσάκι της ήταν ασφαλές, και του είπε να πάει στο γειτονικό δάσος να κρυφτεί, και να μείνει εκεί για τρεις ημέρες, πράγμα που το κοριτσάκι έκανε. Εκεί, ακούγοντας τις μέλισσες να ζουζουνίζουν, νόμισε πως της έλεγαν: «Σουμέλα, Σουμέλα, μην φοβάσαι. Σουμέλα, Σουμέλα, ανέβα στο βουνό!».

Μετά από ένα διάστημα, όταν οι κραυγές και οι βροντές σώπασαν, η Σουμέλα προχώρησε στο δάσος, και στο ημίφως του φεγγαριού και των αστεριών διέκρινε στο βάθος ένα τεράστιο κτίριο με πολλά παράθυρα, και το πλησίασε. Βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα, και με δέος μπήκε μέσα.

Εκεί παρατήρησε πως σειρές και σειρές αγίων κοσμούσαν τους τοίχους του, και άκουσε τις φωνές των αγίων: «Σουμέλα, Σουμέλα, μην φοβάσαι! Σουμέλα, Σουμέλα, μπες μέσα στη μονή του Βουνού!».

Η Σουμέλα προχώρησε στο εσωτερικό του, και βρέθηκε μπροστά σε έναν γέροντα, ο οποίος έπαιζε την ποντιακή λύρα. Ο γέροντας την καλωσόρισε, της είπε να καθίσει μπροστά στη φωτιά, και της εξήγησε πως είχε φαγητό δίπλα στο καζάνι, και μπορούσε να πάρει όσο ήθελε. Μετά από το φαγητό η Σουμέλα, εξουθενωμένη καθώς ήταν αποκοιμήθηκε.

Όταν το πρωί ξύπνησε η Σουμέλα, αντίκρισε τον γέροντα να παίζει τη λύρα, και παιδάκια στην ηλικία της χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής. Με απορία η Σουμέλα ρώτησε πού βρισκόταν. Μεταφορικά, οι απαντήσεις δίνονταν από τη μουσική της λύρας, και ήταν σαν να έλεγαν στην Σουμέλα: «Είμαστε ο μαγικός Κεμεντζές, και αυτό εδώ το μέρος είναι καταφύγιο. Εδώ κανείς δεν μπορεί να βρεθεί, κανείς δεν μπορεί να πληγωθεί, και όλοι οι κυνηγημένοι μπορούν να παραμείνουν για πάντα και μια μέρα παραπάνω, ή τουλάχιστον έως ότου τα μάτια των αγίων ξαναφυτρώσουν και οι άγγελοι μαζευτούν για να φτερουγίσουν ξανά γύρω από το βουνό».

Στη συνέχεια η Σουμέλα πήρε μέρος στο χορό. Όταν κουράστηκε ξάπλωσε κάτω από μια μουριά και κοιμήθηκε. Το πρωί όταν ξύπνησε είδε ουρές ανθρώπων, ακολουθώντας ο ένας τον άλλο να εγκαταλείπουν τα σπίτια και τον τόπο τους, και να κατευθύνονται προς τη θάλασσα και να μπαίνουν σε βάρκες, ενώ τα κτίρια καίγονταν και κατέρρεαν.

Η Σουμέλα σκέφθηκε ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί είχε πει στη μητέρα της ότι θα απουσίαζε μόνο για τρεις ημέρες.

Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας περιγράφει πως η Σουμέλα επιβιβάσθηκε σε πλοίο γεμάτο από τρομοκρατημένους ανθρώπους, το οποίο έπλεε για την Ελλάδα με προορισμό το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπου και αποβιβάσθηκαν. Εκεί, μέσα στο πλήθος η Σουμέλα είδε τη μητέρα της, η οποία με τεντωμένα χέρια την αγκάλιασε. Το κοριτσάκι είχε φτάσει στο σπίτι του, γράφει καταληκτικά ο Κ. Καλυμιός, και κλείνει αυτό το μέρος του αφηγήματος.

Σε ακόλουθες σελίδες ο Κ. Καλυμνιός δίνει πληροφορίες για την πρώτη παρουσία Ελλήνων στον Πόντο το 800 π.Χ., με την ίδρυση αποικιών στη Σινώπη, την Αμισό και την Τραπεζούντα, και για τη δημιουργία των πολλών άλλων αποικιών στην Μικρά Ασία, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για τους πολέμους μεταξύ Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1912 έως το 1923, και για τη γενοκτονία των 350.000 Ελλήνων του Πόντου.

Επίσης αναφέρει πως με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας οι Τούρκοι που κατοικούσαν στην βόρεια Ελλάδα μετάβηκαν στην Τουρκία, και οι Έλληνες του Πόντου και άλλων περιοχών της Μικράς Ασίας εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, και κυρίως στη Μακεδονία. Ο Κ. Καλυμνιός αναφέρει πως για τη σφαγή και τον εκτοπισμό των Ελλήνων του Πόντου έχει καθορισθεί η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας αυτής.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ακόλουθη αφιέρωση του Κωνσταντίνου Καλυμνιού στην αρχή του βιβλίου του:

«To my daughter Helene for inspiring the writing of this book and to all mulberry stained children all over the world».

Για την κόρη μου Ελένη που ενέπνευσε τη συγγραφή αυτού του βιβλίου και για όλα τα μουροβαμμένα  παιδάκια του κόσμου.

Επίσης πρέπει να αναφέρω πως τις πολλές, και ιδιαίτερα επιτυχημένες εικόνες του βιβλίου, φιλοτέχνησε ο Στέφανος Ελευθεριάδης. Ιδιαίτερα επιτυχημένη είναι η εικονογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου με μία ποντιακή λύρα και μια νεαρή κοπέλα ντυμένη με ποντιακή στολή, και στο βάθος το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Στη σελίδα 25 δίνεται ένας θαυμάσιος πίνακας φιλοτεχνημένος από την εφτάχρονη κόρη του συγγραφέα Ελένη.

Καταληκτικά σημειώνω πως το βιβλίο του Κωνσταντίνου Καλυμνιού «Η Σουμέλα κι ο μαγικός κεμεντζές» αποτελεί μια σημαντική μελέτη για το μοναστήρι «Παναγία Σουμελά», αλλά και για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και άλλων περιοχών της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους.

Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο στην αγγλική και στην ελληνική γλώσσα, και εικονογραφημένο με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε να διαβασθεί, και να γίνει κατανοητό, από παιδιά ελληνικής και μη καταγωγής, καθότι τα μηνύματά του έχουν πανανθρώπινη εμβέλεια.