«…Να κοιτάζεις πάντα μπροστά!»

Θυμόσοφo λέγειν από την Ξένια. Από δύο Ξένιες μάλιστα. Δύο μανάδες, δύο πρόσφυγες, δυο πεπρωμένα, δύο πορείες ζωής, δύο αναφορές — αν θες να είσαι στοχαστικός. Ξέρεις, εκστομίσεις εκείνης ακριβώς της στιγμής που σταματάει ο χρόνος, θολώνει το μυαλό και μένει μετέωρη η ζωή.

Ναι, εκείνη την αμήχανη στιγμή όπου για κλάση δευτερολέπτου, κατάβαθα στο μάτι του κυκεώνα των μεγάλων εξάψεων, το μυαλό δεν συλλαμβάνει το σοκ της «νέας τάξης πραγμάτων».

Ό,τι πρoέκυψε σβήνεται με μια μονοκοντυλιά. Ζωές, ιστορίες, πρόγονοι, παραδόσεις, χωριά, γειτονιές, αναμνήσεις, αγάπες, έρωτες, φιλίες, συγγένειες, σπίτια, περβόλια. Και το μέλλον; Ακαθόριστο, αβέβαιο, άγνωστο, απρόβλεπτο. Προχωρείς με πυξίδα το έμφυτο ένστικτο της επιβίωσης.

Σε δύο γενιές, το μόνο που απομένει, στην καλύτερη περίπτωση, είναι η απόγνωση ενός συναισθήματος. Ίσως να συμπέσει μια αμολημένη μαυρόασπρη φωτογραφία γεμάτη από «ξένους», ή ένας αμυδρός στίχος σε κάποιο ξεχασμένο ρεμπέτικο αμανέ, ή ένα ανέκδοτο σε ξένο ιδίωμα με ακαταλαβίστικη προφορά. Βλέπεις, το φυσιολογικό γενεαλογικό γίγνεσθαι οδηγεί το προσωπικό πεπρωμένο, με μαθηματική ακρίβεια, σε αποξενωμένες καταβολές. Κίνηση και χρόνος κύριε Αριστοτέλη!

Όπως μου αναστέναξε η αδελφή μου ανακατεύοντας το μνημονικό μας μπαούλο: «σε λίγα χρόνια όταν φύγουμε και εμείς, οι θαμώνες των αναμνήσεών μας θα καταντήσουν ξένοι και ανεπιθύμητοι στους απογόνους τους». Εδώ γίνεται επίτηδες επιλογή ορολογίας.

Αποπροσωποποιεί τη αμεσότητά μας —δίνει μια απόσταση στη σχέση μας δηλαδή— με το υποκείμενο. Του προσδιορίζει ένα ελαφρυντικό περιτυλιγμένο μέσα από σκιά τύψης. Ανεξήγητο το πως το μυαλό μας προστατεύει από τις μεταλλασσόμενες πραγματικότητες.

Για ιστορική παρακαταθήκη, η μια Ξένια ήταν Σμυρνιά προσφυγοπούλα που το 1923 την βρίσκει στην Αλεξάνδρεια – στη διαχρονική διασπορική πολιτεία ελληνιστικής σύναξης, όπου πεισματικά ο «ξενικός» Καβάφης έμελλε να προνοήσει νέες μαντικές συμφορές.

Εκστόμισε τη φράση της την ώρα που κλείδωνε για τελευταία φορά την αυλόπορτα του σπιτιού της –ωσάν να πήγαινε στην αγορά ή στον εσπερινό— στρέφοντας προς τον συγχυσμένο 12χρονο γιο της Ιωσήφ.

Η «έξοδος» θα τους βρει στο αποθαμένο Φώκνερ όπου τελειώνοντας μια μέρα από το σχολείο ο πανικοβλημένος Ιωσήφ θα τρέξει σπίτι για να της πει ότι «έχουμε εισβολή», μιας και όλοι οι δρόμοι ήταν ερημωμένοι … Αυστραλία της δεκαετίας του 1950 βλέπεις!

Η άλλη Ξένια ανέφερε τη φράση 18 χρόνια αργότερα, ως συνεπιβάτης σε αυτοκίνητο που οδηγούσε ανήλικος στους αμμώδεις πίσω δρόμους του Άγιου Μέμνωνα-Δερύνειας. Λόγια στον γιο της τον γράφοντα ήταν, στις 14 Αυγούστου 1974.

Δύο καταβολές από την θυμοσοφία των Ξένιων «παλιάς κοπής». Χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς τα απεγνωσμένα αχ και βαχ, με στυγνή, διαμετρική, κοφτή και κάθετη τομή πραγματισμού. Συστατικά επιβίωσης. Υπάρχει και μια άλλη αλλιώτικη Ξένια. Μια Ξένια, νεότερη. Συναισθηματική, ρομαντική, ιδεαλιστική που ανένδοτα επαναδιεκδικεί το παρελθόν και τις χαμένες πατρίδες.

Η Ξένια των «γυναικών (που) επιστρέφουν», και που με την ίδια τόλμη που διέπει τις άλλες δύο Ξένιες, εμμένει πεισματικά στην προσφυγική της διαμονή στο συνοικισμό Στροβόλου 2, που δεν αρκείτε στο να στήνεται μόνο αντίκρυ στον εισβολέα στα οδοφράγματα, που αρνιέται να «πάει απέναντί» σαν επισκέπτης, και όταν την αποπάρει η περιρέουσα σφόδρα υπέρ της συνθηκολόγησης ατμόσφαιρα και η ιδιοτέλεια του πολιτικού συμφεροντολογισμού, θα δοθεί, εξίσου με καρδιά, στο τραγουδώντας … για την Κερύνεια μας! Νεότερές γενιές… πιο ευαίσθητες!

Και κάπου ο Μικρασιατικός απόηχος μοιάζει με τον Κερυνιώτικο αντίλαλο που σαν παράσιτο σιγο-αφουγκράζεται φυτεμένο βαθιά μέσα στις ρωγμές της δικής μας αυτογνωσίας. Παρυφές ενός ξεχασμένου συναισθήματος που αναβιώνετε μέσα από την προσφυγιά για να καταντήσουν θωπεία επετειακών ρεμβασμών–το κολλάμε στην προσωπική μας ιστοσελίδα με την (ψευδ)αίσθηση ότι μας αποδίδει ένα χρώμα ιδιαιτερότητας και μια δίνη θυματοποίησης.

Μνήμες που επίμονα μας καταχωρούν ακόμη στους αντίποδες της τρίτης χιλιετηρίδας. Άλλωστε 18 χρόνια χωρίζει την Αλεξάνδρεια από την Αμμόχωστο/Κερύνεια, και 34 από την Σμύρνη.

Διδάγματα που αναδύονται μετά—πολύ μετά—με την πάροδο του χρόνου που τους επιτρέπει την άνεση της ανάδυσής τους. Άλλωστε το «μην κοιτάζεις πίσω» απειλεί να καταντήσει το στίγμα της εποχής μας. Στην εποχή της πληροφορικής, όπου η πραγματικότητα μεταλλάσσεται ανάλογα με τα βίτσια της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης, η αλήθεια όχι μόνο ισοπεδώνεται, αλλά διοχετεύεται η ίδια η υπόστασή της.

Πού το πας, Μιχάλη; Σαν να ακούω αντιφώνηση του Σωτήρη.

Πού το πάω; Από τις Ξένιες, στον «Ξένο» του Πλάτωνα, όπου αποφαίνεται πως «ο εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογος…επωνομάσθη διάνοια» (Σοφ. 263ε). Ξένος σε ξένη γη ξενιτεύεται. Παραλλαγές διαγενεακές καθώς απωθώ, ασπάζομαι, και αναδρομώ.

Το πρόβλημα με την αναδρομή είναι ότι ακούγεσαι κάπως παλιομοδίτικη. Και το γνωμικό του George Santayana ότι «όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» που κολλάει;

Παρηγοριά των γέρων λέει η νεαρή δίπλα. Φυσιολογικό είναι οι γέροι να αναπολούν το παρελθόν και να υπερτονίζουν τη σημασία του. Ανεβάζοντας ταυτόχρονα και τις δικές τους μετοχές ως θεματοφύλακες της γνώσης.

Και στο τσακ σου αμολάει και εκείνο το σύνθημα της νιότης σου που βρίσκεται ξεθωριασμένο στο υπόγειο της μακροζωίας σου: «Το μέλλον ανήκει στους νέους»!

Και το παρών; Πού κολλάει το παρών; Έρμαιο πεδίο όπου την ιδιοκτησία του διεκδικούν με δυσανάλογες αιχμές νέοι, γέροι και οι «ενδιάμεσοι» ανέντακτοι! Και μετά έχεις τον Παρμενίδη να ισχυρίζεται ότι ο χρόνος επιβάλλει τάξη — τι περιμένεις, άλλωστε ο Ελεάτης είχε λόξα με το άπειρον.

Επειδή σε τελευταία ανάλυση οργανώνουμε την πραγματικότητα –την όποια πραγματικότητα και να υφίσταται– μέσα από το διττό πρίσμα του «παρελθόντος» και του «μέλλοντος». Τη χρονική δικλείδα της Ξενικής θυμοσοφίας, αν θες, του «πίσω» και του «μπροστά».

Και η Αριστοτελική αρετή ως μεσότητα (το περιβόητο και απροσδιόριστο «νυν») υφίσταται μια καθυστερημένη αντίληψη τόσο της θνητότητας όσο και της ματαιότητάς μας. Και στο τέλος διερωτώμαι πως να μην κοιτάξω πίσω –και ας μείνω στήλη άλατος– όταν το «νυν και το αει» με φέρνει στο «έσχατο» σημείο της δυσπιστίας.

Εν Μελβούρνη,

τη 19η Σεπτεμβρίου 2021