ΓΙΑ δεκαετίες, οι κοινωνικές επιστήμες υποστήριζαν ότι το χαμηλό εισόδημα έχει αρνητική επίδραση στην ψυχολογική ευημερία των ανθρώπων. Κατά τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε η πεποίθηση ότι, αυτή η επίδραση, θα εξασθενούσε καθώς οι χώρες αναπτύσσονταν οικονομικά.

Ωστόσο, συνέβη το αντίθετο: το χαμηλό εισόδημα αποδείχτηκε ότι έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στους δείκτες ικανοποίησης των ανθρώπων από τη ζωή σε πλούσιες χώρες από ό, τι συμβαίνει στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Αυτά είναι τα ευρήματα μιας νέας μελέτης του Πανεπιστημίου του Μάνχαϊμ στο οποίο μια διεθνής ομάδα ανέλυσε τη σχέση μεταξύ κοινωνικής τάξης, ψυχολογικής ευημερίας και θρησκείας.

Η ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θρησκεία μπορεί να διευκολύνει ή ακόμη και να αντισταθμίσει το ψυχολογικό βάρος της φτώχειας που βιώνουν οι άνθρωποι και απέδωσαν τα ευρήματα στα πρότυπα που σχετίζονται με τις πεποιθήσεις των ανθρώπων: οι περισσότερες θρησκείες του κόσμου, όπως ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, είναι επικριτικές ως προς τον πλούτο και αποδίδουν θετική σημασία σε μια απλή ζωή.

Η μελέτη υποδηλώνει ότι, λόγω της αυξανόμενης εκκοσμίκευσης των θρησκευτικών αξιών, είναι πιθανό ένα χαμηλό εισόδημα να επηρεάσει σοβαρότερα την ευημερία ενός ατόμου στο μέλλον, κάτι που θα μπορούσε να αμβλυνθεί από τη θρησκεία.

Αυτή η τελευταία παρατήρηση μάς φέρνει στο νου τη Θεωρία Διαχείρισης του Τρόμου της Κοινωνικής Ψυχολογίας. Σύμφωνα με τη θεωρία, η οργανωμένη κοινωνία είναι χρήσιμη ως ψυχολογικό φράγμα ενάντια στην υπαρξιακή αγωνία.

Η ισορροπία ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο ρυθμίζεται από ένα μηχανισμό ενάντια στο άγχος που κάνει χρήση των αξιών, συνηθειών και πρακτικών του ανθρώπου, όπως αυτά τον βοηθούν να διατηρήσει ψηλά το δείκτη της αυτοπεποίθησης. Μέσα σε αυτά, ο άνθρωπος απολαμβάνει μια συμβολική αθανασία, περίπου ίδια με αυτή που «υπόσχονται» οι θρησκείες.

Καθώς ο φόβος του θανάτου κρύβεται μέσα στα πιστεύω των ανθρώπων, είναι επόμενο ότι αυτοί θα φροντίσουν να τα υπερασπιστούν πάση θυσία.

Θα κρυφτούν δηλαδή και οι ίδιοι, με τη σειρά τους, πίσω από αυτά που βγάζουν νόημα, τις μεγάλες κατηγορίες του μυαλού που φέρουν το μήνυμα της διάρκειας: την οικογένεια, την πατρίδα ως μηχανισμό προστασίας και ευημερίας των πολιτών αλλά και τη θρησκεία. Αντιθέτως, όταν οι δομές που προστατεύουν ένα άτομο από το φόβο του θανάτου αποδυναμωθούν, τότε αυτό ενδέχεται να νοιώσει άγχος και ένα πλήθος άλλων ψυχολογικών και άλλων οργανικών συμπτωμάτων.

Τα παραπάνω θέτουν το ερώτημα εάν είναι καλύτερο να είσαι φτωχός σε μια πλούσια χώρα ή σε μια φτωχή χώρα, κάτι που είναι μια απατηλά περίπλοκη ερώτηση.

Μια συνολικά φτωχή χώρα μπορεί να έχει λιγότερη εισοδηματική ανισότητα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να είμαστε φτωχοί, αλλά όλοι όσοι βλέπουμε και με τους οποίους αλληλεπιδρούμε είναι επίσης φτωχοί, οπότε όλο αυτό μπορεί να μην μας φαίνεται τόσο κακό.

Η Σλοβενία, για παράδειγμα, είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα αλλά είναι επίσης μία από τις χώρες με την μεγαλύτερη ισότητα εισοδήματος στον κόσμο σύμφωνα με τον δείκτη Gini στην οποία, κυρίαρχη θρησκεία, είναι ο Χριστιανισμός.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στον αριθμό 114 με την ίδια βαθμολογία ισότητας εισοδήματος με την Αυστραλία, γεγονός που εγείρει το ενδιαφέρον ερώτημα για το αν είναι καλύτερα να είμαστε φτωχοί στην Ελλάδα μια αναπτυσσόμενη και θρησκευόμενη χώρα ή στην Αυστραλία που είναι μια κοσμική και ιδιαίτερα ανεπτυγμένη χώρα.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επίσης ενδιαφέρον να ληφθεί υπόψη ότι η Αυστραλία φιλοξενεί τη μεγαλύτερη ελληνική διασπορά και, όπως και οι Σκανδιναβικές χώρες, παρέχει ένα πολύ ισχυρό κράτος πρόνοιας που προστατεύει τους φτωχούς.

Ποιες είναι μερικές από τις επιπτώσεις για μια κοσμική χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία τυγχάνει επίσης να είναι μία από τις πιο θρησκευόμενες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς συνδέεται με οικονομικές προκλήσεις και υψηλό επίπεδο ανισότητας;

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ερευνητές της προαναφερθείσας μελέτης προειδοποιούν να μην υποτιμήσουμε τη λειτουργία που έχει η θρησκεία για τις κοινότητες όταν λαμβάνουμε πολιτικές αποφάσεις: «Εάν η θρησκεία δεν είναι πλέον σχετική, θα χρειαστούμε άλλη προσέγγιση για να μειώσουμε τα ψυχολογικά βάρη του χαμηλού εισοδήματος… ”

Η θεολογική σκέψη βρίσκεται στη βάση ενός πολιτισμού που επιβεβαιώνει την αθανασία ενώ μιλάει για ένα επίπεδο συνείδησης που δεν έχει βιολογικούς περιορισμούς αλλά προϋποθέτει την πνευματική και ηθικοκοινωνική υπέρβαση.

Και παρόλο που θα μπορούσαμε να ασκήσουμε κριτική στη στάση ή τη μη περιοδική συμμόρφωση των θρησκευτικών ομάδων απέναντι στις επιταγές της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, εντούτοις οι αποφάσεις των κυβερνήσεων να αγνοήσουν τα συστήματα ηθικής που κρατούν τους ανθρώπους συνδεδεμένους με τον πυρήνα της ύπαρξης τους, ήταν, αν μη τι άλλο, αψυχολόγητες.

*Ο Στιβ Μπακάλης είναι πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Victoria της Μελβούρνης. Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος.