Την τελευταία φορά που είδα τον κυρ-Αλέκο έλαμπε! Ήταν όπως λένε και στα ελληνικά «Τόσο καθαρός, που ούτε κουνούπι δεν κάθεται πάνω του». Το δε στυλ του, κλασσικό, μοδάτο και ελληνικό! Το άσπρο του πουκάμισο είχε τέτοια λάμψη, η σύζυγός του σίγουρα θα πρέπει να χρησιμοποιούσε λουλάκι στο πλύσιμο, με το πάνω κουμπί ξεκούμπωτο και κολλαριστό γιακά. Από πάνω φορούσε ένα σταυρωτό καρό σακάκι σε αποχρώσεις του καφέ και του μπεζ με μυτερό πέτο, μπροστινές τσέπες και κουμπάκια στα μανίκια.

Μύριζε όμορφα!
Στεκόταν έξω από το σπίτι του που βρίσκεται στο Ρίτσμοντ και περίμενε την κόρη του να περάσει να τον πάρει με το αμάξι.
«Γεια σου, Κύριε Αλέκο», του είπα. «Τι κάνεις;»
«Περιμένω την κόρη μου», μου απάντησε.
Έκτοτε δεν τον ξαναείδα! Κάθε φορά, που περνάω έξω από το σπίτι του, αναρωτιέμαι τι να απέγινε, πού να πήγε. Να ζει άραγε με την κόρη του; Μήπως μπήκε σε γηροκομείο ή λες να κοιτάζει πλέον το σπίτι του από ‘ψηλά’;

Το σπίτι φαίνεται εγκαταλελειμμένο. Δεν μένει εδώ κανείς. Διατηρεί όμως την παλιά του αρχοντιά. Δεν χτίζονται τέτοια σπίτια πια. Σπίτι γερό, της παλιάς εποχής. Οι κόκκινοι τούβλινοι τοίχοι με τα κεραμιδί πλακάκια και τον βαμμένο κόκκινο φράχτη, όλα δένουν χρωματικά μεταξύ τους πολύ όμορφα. Τα χρώματα βέβαια έχουν αρχίζει να ξεθωριάζουν, οι κλειδαριές και οι αλυσίδες από τις μπροστινές καγκελόπορτες σκούριασαν και αράχνιασαν. Ο κήπος επίσης παρατημένος στη μοίρα του.
Το στολίδι του κήπου, η λεμονιά, στη μέση της μπροστινής αυλής φαίνεται παρατημένη. Τα λεμόνια, που κανείς δεν μαζεύει πια εδώ και χρόνια, παρακαιρίζουν στο δέντρο ώσπου να πέσουν. Και η στρογγυλή περίφραξη στη βάση του δέντρου δεν φαίνεται πια.

Το μανταρινάκια, από την άλλη μεριά, στέκουν συνέχεια καχεκτικά και αρνούνται να πάρουν τα πάνω τους. Εάν μπορούσα χώσω το χέρι μου μέσα από την καγκελόπορτα θα έκοβα λίγο δεντρολίβανο να το αποξηράνω. Οι μολόχες, ή αλλιώς γεράνια, συνεχίζουν να ανθίζουν και να ομορφαίνουν τη μπροστινή αυλή με τα κόκκινα και ροζ άνθη τους, αλλά οι τριανταφυλλιές έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Τα στηρίγματα και τα σύρματα που είχε βάλει ο κυρ-Αλέκος για να στηρίξει τα φυτά στέκουν ακόμα γερά, όμως η βλάστηση έχει αγριέψει και ξεπετιούνται κλαριά από παντού.
Σε λίγο δε θα φαίνεται ούτε ο διάδρομος στο πλάι του σπιτιού. Θα τον έχουν καταλάβει οι φτέρνες έτσι όπως πολλαπλασιάζονται.
Τα σκαλιά, που οδηγούν στην κεντρική πόρτα του σπιτιού, δημιουργούν μια μεγαλοπρεπή είσοδο. Καταλαβαίνεις όμως ότι κανείς δεν την έχει διαβεί για χρόνια.
Οι κάδοι στέκουν στη σειρά, κατά μέγεθος, πρώτα ο κίτρινος, μετά ο πράσινος και έπειτα ο κόκκινος. Δίπλα τους και ο κουβάς για το βρόχινο νερό.
Κανείς δεν έχει, όμως, αδειάσει τη δεξαμενή με το νερό της βροχής. Ούτε καν μια υποτυπώδη περιποίηση του κήπου δεν έχει κάνει κανείς. Το άκοπο χορτάρι, τα ραδίκια και η σκόνη κατοικούν πια στο σπίτι του κυρ Αλέκου. Δεν έχω δει ούτε καν πουλιά να κάθονται στο τσιμεντένιο τοίχο της βεράντας. Το σπίτι του μοιάζει με μουσείο.
Δεν μένει εδώ κανείς πια.
*Το όνομα Αλέκος είναι φανταστικό.