Συχνά οι πολιτικοί διακρίνονται για την αοριστία του προεκλογικού ή ιδεολογικού τους λόγου. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν θέλουν να αποκαλύψουν μια δυσάρεστη κατάσταση ή γιατί, σε μια δεδομένη στιγμή, θέλουν να ευχαριστήσουν όσους το δυνατόν περισσότερους.

Δεν θα μπορούσε αυτό να είναι διαφορετικό αυτές τις μέρες στην Ελλάδα για τους έξι υποψηφίους για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ή του ΠΑΣΟΚ. Αν και εδώ βρίσκονται σε μια ιδιαίτερη περίσταση γιατί όλοι αντιπροσωπεύουν και επιζητούν την ηγεσία της ίδιας συγκεκριμένης παράταξης στην οποία οι ανθυποψήφιοί τους θεωρούνται μέλη και συνεργάτες και απευθύνονται στο ίδιο κοινό.

Έτσι ακούγονται κοινοτοπίες, όπως να ανατρέψουμε το πολιτικό σκηνικό, να δώσουμε λύση στα προβλήματα του κόσμου με έναν προοδευτικό τρόπο, να δώσουμε ένα μήνυμα αισιοδοξίας, να δώσουμε ένα ισχυρό μήνυμα ελπίδας στον ελληνικό λαό, να φτιάξουμε μαζί μια μεγάλη προοδευτική παράταξη, όλοι μαζί στην προσπάθεια για τη νέα αλλαγή, και τα συναφή.

Η παράταξη του ΠΑΣΟΚ αυτοπροσδιοριζόταν πάντα ως κίνημα αλλαγής, προοδευτικό σοσιαλιστικό κόμμα, κόμμα της Κεντροαριστεράς κλπ. Οι έννοιες «προοδευτική διακυβέρνηση», «προοδευτικές λύσεις», «προοδευτικός χώρος» είναι όροι που συνόδευαν τον αυτοπροσδιορισμό του.

Η προοδευτικότητα, όμως, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, δεν είναι μονοπώλιο μιας παράταξης. Στην πραγματικότητα άλλες κομματικές παρατάξεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιούν τον όρο για τον εαυτό τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα διατείνεται ότι αυτός είναι η αριστερή προοδευτική παράταξη και ο κ. Αλέξης Τσίπρας φιλοδοξεί να εμφανιστεί στο ρόλο ενός νέου Ανδρέα Παπανδρέου.

Αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα για τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ γιατί η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και η δική του προσωπική ιστορία, όταν κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του επέλεξε να συνεργαστεί με το ακροδεξιό κομματίδιο του Πάνου Καμμένου, τον διαψεύδει.

Ωστόσο, πέρα από τους αυτοπροσδιορισμούς, η προοδευτικότητα των πολιτικών, των προγραμμάτων και των κυβερνήσεων κρίνεται μακροπρόθεσμα από συγκεκριμένα επιτεύγματα και αποτελέσματα. Πρόοδος σημαίνει εξέλιξη, βελτίωση, κίνηση προς το καλύτερο σε αντίθεση με την οπισθοδρομικότητα, την καθυστέρηση ή την αντιδραστικότητα.

Αν εξετάσουμε την προοδευτικότητα ιστορικά θα διαπιστώσουμε ότι χαρακτηρίζεται από δραστικές βελτιωτικές αλλαγές οι οποίες δεν επιτεύχθηκαν χωρίς πάλη με την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, τη συντήρηση, ή την αντίδραση και δεν είναι αποκλειστικότητα μιας μόνο παράταξης ή κυβέρνησης.

Με αυτή την προσέγγιση θα βλέπαμε ως μια προοδευτική καινοτομία την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Ένωσης Κέντρου το 1964, μια καινοτομία που καταργήθηκε από την αντιδραστική δικτατορική κυβέρνηση το 1967. Το 1973-74 είναι μια τραγική περίοδος για την Ελλάδα, στην οποία, όπως είχε προβλεφθεί από τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη το 1969, την οδήγησε το αδιέξοδο της Δικτατορίας.

Όμως, μέσα σ’ εκείνες τις τραγικές περιστάσεις, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πέτυχε την αναίμακτη αποκατάσταση της Δημοκρατίας, τη διεξαγωγή ελεύθερου δημοψηφίσματος στο οποίο αποφασίστηκε από τον ελληνικό λαό η κατάργηση της Μοναρχίας, την ψήφιση δημοκρατικού Συντάγματος και τη διαμόρφωση δημοκρατικών θεσμών.

Η ψήφιση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1976 ήταν επίσης μια τεράστια προοδευτική κίνηση που επιτεύχθηκε από μια παραδοσιακά συντηρητική παράταξη. Έλυσε το γλωσσικό ζήτημα που ταλάνιζε την ελληνική κοινωνία για κάπου 150 χρόνια.

Η μεταρρύθμιση αυτή δεν ήταν χωρίς διαπάλη, εσωτερικές προστριβές και αντιδράσεις. Μια συνέπεια ήταν, ο Υπουργός της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Γιώργος Ράλλης, τον επόμενο χρόνο, το 1977, να μην εκλεγεί βουλευτής όχι σε κάποια απομακρυσμένη επαρχία, αλλά στην Α΄Εκλογική Περιφέρεια Αθηνών.

Η εκστρατεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή να πείσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στηρίξουν την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ ήταν ένα άλλο προοδευτικό επίτευγμα. Η μοναχική Ελλάδα γινόταν μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας, κάτι που θα της έδινε περισσότερη αυτοπεποίθηση και θα ενίσχυε τους δημοκρατικούς της θεσμούς, την οικονομία της και τις αμυντικές της δυνατότητες.

Αν και ο Ανδρέας Παπανδρέου μπήκε με το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» δεν κινήθηκε ούτε εναντίον του ενός ούτε του άλλου εκ των δυο αυτών συνασπισμών και ωφελήθηκε τα μάλα από τις εισροές των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Μερικές από τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1982 και η καθιέρωση του μονοτονικού, η μεταρρύθμιση του Αστικού Κώδικα και του Οικογενειακού Δικαίου και η δημιουργία του ΕΣΥ (Εθνικό Σύστημα Υγείας). Απέτυχε, όμως, στον τομέα διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, όπως έδειξε ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του δραστήριου Υπουργού Παιδείας Αντώνη Τρίτση, το 1988.

Οι εκσυγχρονιστικές κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη πέτυχαν μερικές σημαντικές μεταρρυθμίσεις όπως την εισδοχή της Ελλάδας στο Ευρώ και την εισδοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επί Κώστα Σημίτη έγινε το Μετρό της Αθήνας και άλλα μεγάλα έργα σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Ο πρωθυπουργός Σημίτης συγκρούστηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και επέμεινε μέχρι τέλος στην μη αναγραφή του θρησκεύματος στην ταυτότητα του πολίτη. Η έκδοση ταυτότητας δεν αφορούσε την Εκκλησία και σωστά ο Σημίτης επέμεινε στη μη ανάμειξή της εκεί που δεν χρειαζόταν.

Η εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» το 2002, αποτελούσε μια καθυστερημένη επιτυχία των Ελληνικών κυβερνήσεων. Ο πρώην πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πίστευε ότι αρχηγός της «17 Νοέμβρη» ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Υπήρξαν όμως και ορισμένες αποτυχίες της κυβέρνησης Σημίτη, όπως η αποτυχημένη προσπάθεια καθιέρωσης Κτηματολογίου και η μη ψήφιση του νομοσχεδίου Γιαννίτση για την εξυγίανση του Ασφαλιστικού.

Η διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή χαρακτηρίστηκε από πλαδαρότητα και εφησυχασμό που οδήγησε στη χειροτέρευση της οικονομίας, την αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και στην πορεία προς τη χρεοκοπία.

Μια πύρρεια επιτυχία της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου ήταν η ψήφιση του νόμου-πλαισίου για την παιδεία της Υπουργού, Άννας Διαμαντοπούλου, που όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Εξαναγκάστηκε από το οικονομικό αδιέξοδο -η Ελλάδα δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τα δάνειά της- να δεχτεί τον έλεγχο της Τρόικας και την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου. Η κυβέρνησή του χαρακτηριζόταν από αναποφασιστικότητα, όπως έδειξε η ανοχή της κατάληψης του κτιρίου της Νομικής Σχολής τον Ιανουάριο του 2011 από παράνομους μετανάστες και τους εγχώριους υποστηρικτές τους οι οποίοι εκβίαζαν την κυβέρνηση και το Κράτος.

Η επιμονή του Αντώνη Σαμαρά στις ανεδαφικές προτάσεις του Ζαππείου οδήγησε στην πτώση του Γιώργου Παπανδρέου και στη διακυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου. Η κυβέρνηση Σαμαρά, που ακολούθησε, παρά τις αισιόδοξες εξαγγελίες της, οδηγήθηκε στην υπογραφή του δεύτερου Μνημονίου και τελικά στην απώλεια των εκλογών και την άνοδο του Αλέξη Τσίπρα.

Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα (2014-2019) χαρακτηρίστηκε από αδαή αυτοπεποίθηση και αυτοσχεδιασμούς όπως έδειξε το σύνθημα «Κατάργηση του Μνημονίου με έναν μόνο νόμο και ένα άρθρο», τη μάταιη αναζήτηση δανείου από τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες αόριστες πηγές και την οργάνωση ενός αντιφατικού και ακατανόητου δημοψηφίσματος το οποίο ψηφίστηκε μεν από το λαό αλλά εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση που το διοργάνωσε.

Η πολιτική αυτή οδήγησε στην απώλεια εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, την επιβολή τραπεζικών περιορισμών και την υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου. Μια θετική εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών που προσπάθησε να λύσει μια μακροχρόνια διαμάχη που για την Ελλάδα δεν ήταν κύριο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής, όπως ήταν και παραμένει η απειλή από την Τουρκία. Πιθανόν, αν είχε περισσότερο χρόνο και συνεργασία με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, να πετύχαινε μια καλύτερη λύση.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη χρειάζεται ακόμη να ιδωθεί από κάποια απόσταση χρόνου. Ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί ότι έχει πετύχει κάποια σταθερότητα και στην εξωτερική πολιτική κάποιες επιτυχίες στη μερική επέκταση των θαλάσσιων ελληνικών συνόρων στα 12 μίλια, στην αντιμετώπιση της εργαλειοποίησης του προσφυγικού, εκ μέρους της Τουρκίας στον Έβρο, στην επιδίωξη συμμαχιών με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ και την ενίσχυση της Ελληνικής άμυνας, σε μια εποχή αβεβαιότητας και απειλών.

Τι περισσότερο συγκεκριμένο και «προοδευτικό» θα μπορούσαν να εκφράσουν οι έξι υποψήφιοι της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ στη σημερινή συγκυρία; Ποια είναι τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η καθημερινότητα στην Ελλάδα; Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών μπορεί να εξαρτάται από την ανάπτυξη της οικονομίας και την ορθότερη ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος.

Η ποιότητα ζωής, όμως, είναι ζήτημα του περιβάλλοντος, των συχνών καταστροφών από τις δασοπυρκαγιές και τις πλημμύρες, της άναρχης δόμησης των πόλεων και της έλλειψης σωστών υποδομών, όπως στο αποχετευτικό, την κατάσταση των δρόμων και πεζοδρομίων και το καθημερινό άγχος του κυκλοφοριακού.

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η βελτίωση στους τομείς αυτούς απαιτεί την αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της συνεργασίας τους με την κυβέρνηση.

Το πλαίσιο, όμως, τέτοιων βελτιώσεων εξαρτάται από την κυβέρνηση με μια νέα, γενναία, αλλά δύσκολη νομοθετική μεταρρύθμιση που θα αντιμετωπίσει την έλλειψη Κτηματολογίου και την εξάλειψη της πληγής των αυθαιρέτων, ενός τρόπου άναρχης ανάπτυξης που κατατρύχει τη ζωή της ελληνικής κοινωνίας από την ίδρυση του ελληνικού Κράτους.

Πιστεύω ότι εδώ είναι το πεδίο όπου γενναίες αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν επειγόντως και συγκεκριμένες προτάσεις «προοδευτικότητας» θα μπορούσαν να αρθρωθούν και από τους έξι υποψήφιους της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ ή του μελλοντικού ΠΑΣΟΚ.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι συγγραφέας/ερευνητής. Το τελευταίο του βιβλίο είναι ένα θεατρικό έργο «Το σπίτι της Βασίλως», έκδοση Ζαχαρόπουλου, Αθήνα, 2021.