To 1963 ήμουν πρωτοετής μαθητής ενός επαρχιακού γυμνασίου της Λακωνίας. Εκεί συνέβη το περιστατικό που θα αφηγηθώ. Μάλλον θα ήταν στην αρχή της σχολικής χρονιάς, με τους καθηγητές να παλεύουν να απομνημονεύσουν το ονοματεπώνυμο των νεοεισαχθέντων μαθητών.

(Μιλάμε για τη «χρυσή εποχή» της δεκαετίας του ’60, όταν η φοίτηση στο ελληνικό γυμνάσιο δεν ήταν ελεύθερη, αλλά επιτρεπόταν μετά από επιτυχημένες «εισιτηρίους εξετάσεις»!)

Μια μέρα, κι αφού πρώτα ο καθηγητής μας (των Μαθηματικών και ουχί της Ιστορίας παρακαλώ) ρώτησε το επώνυμο ενός άρρενος μαθητή, εκείνος με σχεδόν σβησμένη φωνή, του απάντησε «Αγκότης».

Για μερικά δευτερόλεπτα ο καθηγητής παρέμεινε να κοιτάζει το παιδί εμβρόντητος. Σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του. Σαν να είχε μπροστά του ένα μυστηριώδες, εξωγήινο πλάσμα!

Κατόπιν, έχοντας συνέλθει κάπως, και προκειμένου να επαληθευτεί η υποψία του, ξαφνικά το κατακεραυνώνει με την εξής ερώτηση-καταπέλτη: «Ρε συ, Τούρκος είσαι ρε;!…» Έτσι εν ψυχρώ!

Το παιδάκι που ούτως ή άλλως ήταν σαν χαμένο ανάμεσά μας, τώρα ένιωθε και το έδαφος να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια του. Είμαι σίγουρος δε ότι θα ευχόταν να άνοιγε η γη και να το καταπιεί. Γι’ αυτό κι εντελώς ξέπνοα, μόλις που κατάφερε να ψελλίσει: «Μάλιστα Κύριε…»

Η τάξη έμεινε σύξυλη, λες κι έσκασε βόμβα. Ένα Τουρκάκι ανάμεσά μας! Ήταν δυνατόν; Ήταν σα να ζούσαμε μια εξωπραγματική εμπειρία. Εκτός τόπου και χρόνου. Κάπου στο άπειρο διάστημα – όχι σε μια οικεία σχολική αίθουσα. Με σταματημένο το χρόνο, τη σκέψη, τα αισθήματα.

Δεν κράτησε πολύ αυτή η αναπάντεχη δυστοπική κατάσταση. Αρκετά όμως για να μας συγκλονίσει συθέμελα. Έτσι, ακόμα κι όταν το μάθημα επανήλθε επιτέλους σε κάποιο φυσιολογικό ρυθμό, νιώθαμε ζαλισμένοι. Φλομωμένα ψάρια. Σαν να είχαμε βγει από μια περίεργη νάρκη – ένα κακό όνειρο.

Έναν εφιάλτη που όμως είχαμε ζήσει ξύπνιοι. Τελικά δεν καταφέραμε να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς μάς είχε συμβεί. Ως αφελή, άγουρα χωριατόπαιδα, δυσκολευόμασταν να βγάλουμε άκρη απ’ όλη αυτή την ιστορία. Όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και διότι επρόκειτο για ένα πρωτόγνωρο, δυσεξήγητο περιστατικό.

Γι’ αυτό, μετά απ’ αυτή την ψυχρολουσία οι μαθητές, αν και ακόμα αμήχανοι, προσπάθησαν να το διασκεδάσουν κάπως. Επιστρέφοντας στα γνωστά αλληλοπειράγματα και τα παιχνίδια την ώρα του διαλείμματος. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με μένα, αφού δεν κατάφερα ποτέ να ξεπεράσω αυτή τη σχεδόν τραυματική εμπειρία. Ακόμη και σήμερα με κυνηγάει σαν εφιάλτης…

Αλλά ποιο ακριβώς ήταν εκείνο το άγνωστό μας «Τουρκάκι» που κατάφερε να κλέψει την παράσταση και να γίνει ο απροσδόκητος πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας; Δυστυχώς δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα. (Μια ακόμα αδικία εις βάρος του, μια ακόμα ενοχή που με βαραίνει…).

Επρόκειτο για ένα απόκοσμο, συνεσταλμένο, θλιμμένο πλάσμα. Μελαμψό, αδυνατισμένο (πετσί και κόκαλο από την ασιτία), πάμφτωχο. Με πανάθλια τριμμένα ρούχα και παπούτσια, καθώς βίωνε προφανώς την απόλυτη ένδεια. Εξαιτίας της γενικότερης εμφάνισής του, κανείς δεν είχε υποπτευθεί ότι δεν ήταν Ελληνόπουλο.

Η φτώχια, άλλωστε, ήταν ενδημική την εποχή εκείνη. Λόγω του ενδεούς στάτους του, και – κυρίως – της (άγνωστη σας μας) φυλετικής καταγωγής του, επόμενο ήταν να νιώθει σαν παρίας και αποσυνάγωγος ανάμεσά μας. Μονήρες, προτιμούσε τη μελαγχολική μοναξιά του παρά το συγχρωτισμό και τα παιχνίδια με τ’ άλλα παιδιά.

Έδινε την εντύπωση φοβισμένου ζωάκιου περικυκλωμένου από παγίδες τριγύρω του. Γι’ αυτό και ντρεπόταν (ίσως και να μην εμπιστευόταν) τους άλλους, καθώς είχε έντονη την αίσθηση ότι ανήκε στην κάστα του περιθωριακού, του μιαρού, του απόβλητου. Πιθανότατα να είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, γιατί μιλούσε άπταιστα ελληνικά.

Αυτό όμως δεν σήμαινε και πολλά πράγματα, αφού το βάραινε σαν… θανάσιμο αμάρτημα η αγαρηνή καταγωγή του. Τη «βδελυρότητα» της τελευταίας, ο ελεεινός ελληναράς «φωστήρας» καθηγητής μας δεν δίστασε να του υπενθυμίσει εξευτελίζοντάς το δημόσια. Λες και το αξιολύπητο παιδάκι ευθυνόταν γι’ αυτό το.. «έγκλημα καθοσιώσεως»!

Στο μεταξύ, διάφορα ευτράπελα περιστατικά, εν είδει «σπαραγμάτων», απ’ το περιώνυμο μάθημα της Ελληνικής Ιστορίας που διδασκόμασταν στο Δημοτικό με επισκέπτονταν συχνά, καθώς ξετυλίγονταν στην οθόνη της μνήμης μου. Παραθέτω κάποια πρόχειρα, πλην ενδεικτικά ερανίσματα για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής.

Όπως τα κατέγραψα λίγο αργότερα, ως ωριμότερος φοιτητής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προκειμένου να αναβιώσω και παρωδήσω την… «εθνοπρεπή αγωγή» μου. Πολύ μακριά από την Γενέτειρα – κάπου στην άλλη άκρη της γης…

«[Ο Κύριος] Μιλούσε για τα κατορθώματα των αρχαίων ημών ενδόξων προγόνων. Ο εθνικός πατριωτισμός έτρεχε κι απ’ τα μπατζάκια του. Μεγάλη η έξαρση, η συγκίνηση. […] Μιλούσε για τους ενδόξους προγόνους μας.

Γι’ αυτή τη μοναδική και περιούσια φυλή. Το Α και το Ω του ανθρώπινου πολιτισμού. […] Ο Κύριος μιλούσε συνέχεια. Μόνο εκείνη η βάσκανη ημερομηνία του ‘κοβε τη φόρα. Η Πόλη πέφτει. Μαζί και η φωνή του Κυρίου.

Ο Κύριος παύει να κορδώνεται. Γέρνει. Αξιοθρήνητο τσακισμένο δεντρί στην καταιγίδα. Η φωνή σπάζει, χάνεται. [Τα μάτια] ψάχνουν βυθισμένα στο χειροπιαστό σκοτάδι της σκλαβιάς… Τετρακόσια χρόνια βάστηξε η δουλεία… Τέσσερα λεπτά είναι ζήτημα αν κρατάει στη αφήγηση η Άλωση της Πόλης, ο ξεπεσμός του Ελληνισμού. Ο Κύριος ξανασυνέρχεται. Ο κόμπος της γραβάτας ξαναδιορθώνεται. Το στήθος ξαναφουσκώνει. Αέρας! Ο Κύριος βροντοφωνάζει:

“Η Ελλάδα όμως ΠΟΤΕ δεν πεθαίνει, δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά, μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Ναι. Τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς δεν ήταν παρά ένα ξαπόσταμα. Η Μεγάλη Ιδέα ζει και θα ζει εις τους αιώνας. Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι…” […]

Θούριοι. Παιάνες. Διθύραμβοι. Όλα ξανάρχιζαν. Νέες νίκες των Eλλήνων. Καινούργιες δόξες να περπατούν μονάχες στις ολόμαυρες ράχες. Καινούργιες μάχες, νίκες, πάντα των Eλλήνων των λιονταρόψυχων, των Διγενήδων, των απροσκύνητων, των ηρώων, των ανθρώπων που ξέρουν να ζουν και να πεθαίνουν για τη λευτεριά – “καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…” κλπ. […]Ο Κύριος μιλούσε, μιλούσε, μιλούσε.

Για τα ίδια τα συγχωρεμένα, τα ίδια τα συγχωρεμένα. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Εμείς ακούγαμε, ακούγαμε, ακούγαμε, συνεπαρμένοι, κατενθουσιασμένοι, υπερήφανοι, μα δεν κλαίγαμε. Μες στην κοσμοχαλασιά, τα αίματα, τις πυρπολήσεις, τους μπαρουτοκαπνισμένους ήρωές μας, νιώθαμε μια ζάλη. Όλα έμοιαζαν σαν όνειρο γλυκό θερινής νυκτός. Το νανούρισμα της φωνής του Κυρίου το ‘κανε πιο μαγευτικό. Γλαρώναμε. Γλαρώναμε…. Πόσο γλυκιά ήταν η Ιστορία!… Με δυσκολία κρατούσαμε τα μάτια ανοιχτά. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής…

Ο Κύριος όμως εκτός απ’τη θεωρία αγαπούσε και την πρακτική. Επέμβαινε δυναμικά. Οι μαθητές χρειάζονταν κι έμπρκατα αποδείξεις, όχι μόνο κούφια λόγια. Ο κοπανιστός αέρας βλάπτει! […] “Ο ελληνικός λαός είναι ξύπνιος και δυναμικός. Δεν κοιμάται όρθιος, πληρώνοντας μάλιστα ξενοδοχείο, σαν καληώρα μερικούς μερικούς εδώ μέσα…” Και περιποιόταν καταλλήλως μερικούς που χασμουριόντουσαν, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η Ελλάδα πράγματι ποτέ δεν πεθαίνει!…

Λάτρευα την Ιστορία. Χαρά ανείπωτη μου πλημμύριζε την ψυχή. […] Χώρια ότι είχα τη σπάνια τύχη να ‘μαι Έλληνας! Όμως, εκτός του ότι το μάθημα αυτό είχε καταντήσει ανιαρό, όσο μεγάλωνα τόσο περισσότερο μπερδευόμουν με την Ιστορία. […] Πολύ με βασάνιζαν κάποια αναπάντητα ερωτήματα. Μπερδευόταν το μικρό μου μυαλό. “Δεν βαριέσαι…” έλεγα, “μικρός είμαι ακόμα. Αυτά είναι ψιλά γράμματα… Άμα μεγαλώσω έχω καιρό να τα ξεδιαλύνω…” και ησύχαζα. Όχι όμως εντελώς…»

Το αλησμόντο περιστατικό με το «Τουρκάκι» ήταν ίσως το πιο επώδυνο και ανατρεπτικό μάθημα Ελληνικής Ιστορίας που έκανα ποτέ στη ζωή μου.

Διότι έφερε τα πάνω-κάτω μέσα μου, σφραγίζοντας το μυαλό, την καρδιά και την ψυχή μου ανεξίτηλα, σαν πυρωμένο σίδερο. Φυσικά δεν ήταν κάτι που συνειδητοποίησα αμέσως αλλά σταδιακά κι εκ των υστέρων. Αρχικά προσπάθησα να απωθήσω αυτή την τραυματική εμπειρία, καταχωνιάζοντάς την σε κάποια κρυφή γωνίτσα του υποσυνειδήτου μου, αλλά…

Διακόσια χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση και την Παλιγγενεσία, αναστοχάζομαι με δέος τι απαράδεκτη, άθλια και απίστευτη μαύρη προπαγάνδα μάς έκαναν στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο για την… ανωτερότητα της Ελληνικής Φυλής! Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ντραπεί για την ελληνική καταγωγή μου. Τίποτα όμως δεν βρήκα πιο αποτρόπαιο και βάναυσο από εκείνο το ρατσιστικό, βάρβαρο και χολερικό:

«Ρε σύ, Τούρκος είσαι ρε;!» που δολοφόνησε εν ψυχρώ μια αθώα παιδική ψυχούλα…

#Σημ.: Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Γιάννη Βασιλακάκου «Κατά Ιωάννην (Απομνημονεύματα νεοέλληνα μαθητή)», εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1985.

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αρθρογραφούσε στα «Νέα» των Αθηνών. Διετέλεσε δύο φορές εκλεγμένος συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού – Ωκεανίας (1999-2006).