Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ήρθαν πάλι στο προσκήνιο, αφενός, επειδή η UNESCO – United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization – για πρώτη φορά ζήτησε ευθέως την επιστροφή τους στην Ελλάδα και, αφετέρου, επειδή πρόσφατα ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, έθεσε το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στον Βρετανό ομόλογό του, Μπόρις Τζόνσον.

Από τον κ. Τζόνσον δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση, καθότι, όπως εξήγησε, η γνώμη του για το θέμα αυτό δεν μετράει, δεδομένου ότι την αρμοδιότητα για τα Γλυπτά δεν την έχει η βρετανική κυβέρνηση, αλλά το Βρετανικό Μουσείο.

Αυτό σίγουρα ήταν πρόσχημα, καθότι ο κ. Τζόνσον θα μπορούσε να πει στον κ. Μητσοτάκη ότι ως Πρωθυπουργός έχει τη δυνατότητα να κάνει μια εισήγηση στο Διοικητικό Συμβούλιο του Βρετανικού Μουσείου για την επιστροφή στην Ελλάδα των Γλυπτών.

Από την πλευρά του, το Βρετανικό Μουσείο δήλωσε ότι δεν δεσμεύεται από τα ψηφίσματα της UNESCO, και στην ιστοσελίδα του μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα:

«Το Βρετανικό Μουσείο έχει μακρά ιστορία συνεργασίας με την UNESCO, και θαυμάζει και υποστηρίζει το έργο της. Ωστόσο, το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι κυβερνητικός οργανισμός.

Οι επίτροποί του έχουν τη νομική και ηθική ευθύνη να διατηρήσουν και να συντηρήσουν το σύνολο των συλλογών που έχουν υπό τη φροντίδα τους, και να τις καταστήσουν προσιτές στο παγκόσμιο κοινό.

Οι επίτροποι επιθυμούν να ενισχύσουν τις υπάρχουσες καλές σχέσεις με συναδέλφους και ιδρύματα στην Ελλάδα, και να διερευνήσουν συνεργασίες απευθείας μεταξύ ιδρυμάτων, όχι σε διακυβερνητική βάση. Για αυτό πιστεύουμε ότι η ανάμειξη της UNESCO δεν είναι η καλύτερη πορεία προς τα εμπρός».

Για δεκάδες χρόνια το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών βρίσκεται σε αδιέξοδο, με την ελληνική πλευρά να λέει «δώστε πίσω τα κλεμμένα», και τη βρετανική πλευρά να απαντάει «δεν σας μιλάω, αν δεν αναγνωρίσετε ότι τα κατέχω νόμιμα».

Αν το θέμα δεν τεθεί σε νέα βάση, η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει το δίκαιο με το μέρος της, και το Βρετανικό Μουσείο τα Γλυπτά στις αίθουσές του. Νέα βάση είναι να δοθεί προτεραιότητα όχι σε νομικά επιχειρήματα, αλλά στην ακεραιότητα ενός έργου τέχνης, όπως είναι ο Παρθενώνας, με τεράστια σημασία για τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Με αυτό το πνεύμα, το σύνθημα των διεθνών επιτροπών για τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα πρέπει να είναι: επανένωση, όχι επιστροφή.

Ένας τρόπος για να γίνει αυτό είναι να ορίσει η επιτροπή πολιτιστικών υποθέσεων της ελληνικής Βουλής, με υπερκομματική στήριξη, επιτροπή από Έλληνες και ξένους εμπειρογνώμονες που θα εξετάσει, σε συνεργασία με τα δύο Μουσεία, την ενδεδειγμένη οδό για την επανένωση των Γλυπτών, όχι ως αίτημα της Ελλάδας, αλλά ως αίτημα του πολιτισμένου κόσμου.

Μια πολιτική προϋποθέτει προτεραιότητες, και στην περίπτωση αυτή προτεραιότητα έχει η ενοποίηση των κλεμμένων γλυπτών με τα υπάρχοντα του Παρθενώνα στην Ελλάδα, πέρα από συναισθηματισμούς, πόλεμο εντυπώσεων, και εγκλωβισμούς σε νομικά επιχειρήματα.

Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ UNESCO ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

Πριν από λίγο καιρό η UNESCO για πρώτη φορά, εκτός από τη συνηθισμένη σύστασή της, εξέδωσε και απόφαση με την οποία καλούσε τη Βρετανία να προσέλθει σε καλόπιστο διάλογο με την Ελλάδα για το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα. Αυτή ήταν μία σαφής ενέργεια διεθνούς στήριξης.

Όμως ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον, εξακολουθεί να επιμένει στα ακόλουθα σημεία:

α) Θεωρεί ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ένα «Παγκόσμιο Μουσείο», που οφείλει να περιλαμβάνει δείγματα διαφορετικών πολιτισμών, ώστε να μπορεί ο επισκέπτης να κάνει συγκρίσεις μεταξύ τους.

β) Ισχυρίζεται ότι τα αποκομμένα από τον Παρθενώνα αρχιτεκτονικά μέλη μπορούν να σταθούν ανεξάρτητα από τον Παρθενώνα, απλώς ως Γλυπτά.

γ) Δεν επιθυμεί την εμπλοκή της UNESCO, και προσπαθεί να υποτιμήσει το ζήτημα σε επίπεδο Μουσείων και όχι Κρατών.
Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές απαντήσεις διαχρονικά υπήρξαν συνεπείς.

Εδώ και χρόνια η Γενική Συνέλευση της UNESCO είχε ψηφίσει ότι το ζήτημα δεν θα βγει από την ατζέντα της Διακυβερνητικής Επιτροπής μέχρι να επιλυθεί. Συνεπώς, η διαφορά θα συνεχίσει να είναι διακρατική, και όχι διαφορά μεταξύ Μουσείων, όπως διακαώς επιζητεί το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να βρει δικαιολογία γιατί τα γλυπτά να βρίσκονται τεμαχισμένα και χωρισμένα μεταξύ δύο Μουσείων, του ελληνικού και του αγγλικού, αντί να εκτίθενται ενιαία στο Μουσείο του τόπου προέλευσής τους.

Η προτίμηση του κατακερματισμού, έναντι της επανένωσης, βαίνει αντίθετα προς τη λογική, και σε καμία περίπτωση δεν υπηρετεί τις βασικές αρχές προστασίας της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς.

Κατά τη γνώμη μου είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση των δύο Πρωθυπουργών, Μητσοτάκη και Τζόνσον, αγγλικές εφημερίδες και περιοδικά ανέφεραν ότι δημοσκοπήσεις που είχαν γίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο έδειξαν πως η πλειονότητα των Άγγλων πολιτών ήταν υπέρ της επιστροφής των γλυπτών στην Ελλάδα.

O Κυριάκος Μητσοτάκης, ενόσω βρισκόταν στο Λονδίνο, παρευρέθηκε στα εγκαίνια έκθεσης με τίτλο «Αρχαίοι Έλληνες: Επιστήμη και Σοφία», στο Μουσείο Επιστημών του Λονδίνου, επανήλθε στο θέμα των Μαρμάρων, επαναλαμβάνοντας με έμφαση την πρόθεσή του να συνεχίσει να εργάζεται σκληρά έως την οριστική επιστροφή τους στο Μουσείο της Ακρόπολης. Μεταξύ άλλων, ανέφερε και τα ακόλουθα:

«Μουσεία ανά τον κόσμο εργάζονται όλο και περισσότερο ώστε να μοιραστούν, να επιστρέψουν, να επανενώσουν ή να δανείσουν εκθέματα, σε μία άνευ προηγουμένου κλίμακα.

Τα γλυπτά που φιλοξενούνται στο Βρετανικό Μουσείο συνιστούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, και αποτελούν έναν σημαντικό συμβολικό δεσμό ανάμεσα στους σύγχρονους Έλληνες και τους προγόνους τους. Θέλουμε να συνεργαστούμε με την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και με το Βρετανικό Μουσείο για την εξεύρεση λύσης, που θα καταστήσει δυνατό να δει κανείς τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην ολότητά τους, στην Αθήνα.

Δεν τίθεται αμφιβολία πως μπορούν να εκτιμηθούν με τον καλύτερο τρόπο, ευρισκόμενα στον χώρο που ανήκουν. Έχει μεγάλη σημασία η οπτική σύνδεση των γλυπτών με το ίδιο το μνημείο που τα προσδίδει την παγκόσμια αξία τους».

Αγγλικές εφημερίδες αναφέρθηκαν στην επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στο Λονδίνο. Για παράδειγμα, η εφημερίδα Telegraph του Λονδίνου έγραψε πως η εταιρεία δημοσκοπήσεων YouGov σε έρευνα που διεξήγαγε ανέφερε πως το 56% των πολιτών του Λονδίνου δήλωσε πως τα Γλυπτά πρέπει να επιστραφούν στην Ελλάδα, ενώ μόλις ένας στους πέντε απάντησε πως πρέπει να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η ηθοποιός Τζάνετ Σούζμαν, επικεφαλής της «Βρετανικής Επιτροπής για την Επιστροφή των Γλυπτών», η οποία περιλαμβάνει πολλούς από τους κορυφαίους κλασικιστές του Ηνωμένου Βασιλείου, ανέφερε τα ακόλουθα:

«Το Βρετανικό Μουσείο είναι φανερά πίσω από τις εξελίξεις. Τα επιχειρήματά του δεν ανταποκρίνονται πλέον στην πραγματικότητα, και θυμίζουν παιδικές συμπεριφορές, με τη λογική: Εγώ το βρήκα, είναι δικό μου».

Στο αίτημά του για την επιστροφή στην Ελλάδα των Γλυπτών του Παρθενώνα ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως έπεισε την πλειονότητα των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου πως το θέμα έχει πολιτισμικό έρεισμα.

Τα γλυπτά που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο αποτελούν τμήμα του Παρθενώνα, και ως εκ τούτου ανήκουν στο Μουσείο της Ακρόπολης, ανεξάρτητα από τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες είχαν αποσπαστεί, και είχαν μεταφερθεί στην Μεγάλη Βρετανία για κερδοσκοπικούς λόγους από τον Λόρδο Έλγιν το 1801, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.

Για την πρόσφατη επίσκεψή του στο Λονδίνο, και για τις συνομιλίες του με τον Άγγλο ομόλογό του, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης μεταξύ άλλων δήλωσε στους δημοσιογράφους και τα ακόλουθα:

«Το αίτημά μας δεν είναι φωτοβολίδα, θα επιμείνουμε με μεθοδικότητα για να χτίσουμε τα απαραίτητα ερείσματα και στην βρετανική κοινή γνώμη για την ανάγκη επανένωσης με τα Γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως. Είναι σημαντικό ζήτημα που αφορά τις διμερείς μας σχέσεις».