ΣΤΟ Αμάν, σ΄ ένα δείπνο προς τιμήν της Αυστραλιανής Κοινοβουλευτικής Αποστολής, καθ’ οδόν προς την Παλαιστίνη και το Ισραήλ, οι Ιορδανοί οικοδεσπότες «μεταξύ τυρού και αχλαδιού», έκαναν το γύρο του τραπεζιού όπου οι καλεσμένοι έκαναν ένα χαιρετισμό.

Προφανώς εθιμοτυπικά, συνήθεια. Όταν ολοκληρώθηκε η σειρά των επισήμων, ο Παλαιστίνιος πρέσβης στην Αυστραλία, φίλτατος Ίζαατ, επέμενε να πω και εγώ κάτι. Μετά από μια φιλοφρονητική ανταλλαγή του τύπου «μα δεν χρειάζεται, μίλησαν οι επίσημοι, δεν είμαι δημόσιο πρόσωπο…», ξέρεις τα συνηθισμένα λόγια αυτών που επιμένουν στην ανωνυμία του παρασκηνίου, μου δίνεται το μικρόφωνο.

Με το που εκστομώ το: «Ξέρεις εμείς οι Παλαιστίνιοι..» γίνεται το… σώσε. Με προφανή συγκίνηση και με την παρόρμηση ενός όντως Αραβικού συναισθηματισμού, αμέσως ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, σφυρίγματα και μερικοί μάλιστα θαρρώ πως τους είδα να δακρύζουν. Και παρ’ ότι επιχείρησα, μάταια, να διευκρινίσω την ατάκα μου «ότι πρόκειται για συνταύτιση» ενός «παθόντος» Κύπριου πρόσφυγα, όχι πολύ μακριά από ετούτα τα μέρη, δεν εισακούστηκα.

Επιβεβαιώθηκε αυτό που κρυφά υποψιάζονταν οι φίλοι Παλαιστίνιοι – ότι ήμουν «δικός τους»!

Αλλά εκεί που συμπορευόμουν με το Παλαιστινιακό, άρχισε να με ξύνει το αλλόκοτο. Καθ’ οδόν—κρυφά στην αρχή και πιο εκδηλωτικά μετέπειτα—αφουγκραζόμουν μια Εβραϊκή προαίσθηση. Βοηθάει το γεγονός ότι συχνά με περνούν για Εβραίο — ό,τι και να σημαίνει αυτό! Δύο περιστατικά το επιβεβαιώνουν.

Το Φεβρουάριο του 2005, κατά την επίσκεψη του τότε Προέδρου του Ισραήλ Moshe Katsav —ναι αυτός που καταδικάστηκε για βιασμό και σεξουαλικά εγκλήματα— στη Μελβούρνη, η εβραϊκή Διασπορά του διοργάνωσε μια μεγάλη δημόσια συγκέντρωση στο εντυπωσιακό «Palais Theatre» (Θέατρο «Παλάς») στην Saint Kilda. Συνόδευα τη δικιά μου, που παρά την, ή ένεκα της πολιτικής της δράσης, στηρίζοντας τους Παλαιστίνιους, είχε καλεστεί.

Παρεμπιπτόντως, η δικιά μου έχει τη δική της πορεία ζωής με τους Εβραίους του Ολοκαυτώματος που μετανάστευσαν στο Carlton στη δεκαετία του 1960.

Αλλά, ας την αφήσω καλύτερα να γράψει το δικό της χρονογράφημα η ίδια, κάποτε. Έτυχε πάντως εκείνη τη μέρα να φοράει, καθόλου διακριτικά, αλλά όχι επίτηδες, ένα χρυσό ορθόδοξο σταυρό.

Δίπλα μας ένα πηγαδάκι από προφανώς ηλικιωμένες κυρίες, περιμένοντας να εισέλθουμε στο χώρο, με κοίταζαν χαμογελώντας και αμέσως στρέφοντας προς τη δικιά μου τις έδιναν άγριες ματιές. Προφανώς θα περνούσε από το μυαλό τους ότι η δικιά μου η χριστιανή «αλλαξοπίστησε» ένα καλό «Ιουδαιόπουλο»!

Δεύτερο περιστατικό. Μαθαίνοντας το μάθημά της, με το που φτάσαμε στη περιβόητη γέφυρα Άλενμπι για να διασχίσουμε τα σύνορα Ιορδανίας–Ισραήλ προς την πόλη Ιεριχώ, κατά την ίδια επίσκεψη που ανέφερα στην αρχή, η δικιά μου με έσπρωξε μπροστά με την διαταγή «πήγαινε εσύ μπροστά!» Βλέπεις την είσοδο προς την Παλαιστινιακή Δυτική Όχθη την διαχειρίζονται οι ισραηλινές Αρχές.

Περνάω αμέριμνα και οι Ισραηλίτες, γεμάτο χαμόγελα και καλοσυνάτοι, αρχίζουν να μου μιλούν στα Εβραϊκά. Φυσιολογικά ανταποδίδω τα χαμόγελα και εγώ χωρίς να καταλάβω λέξη. Στο τέλος, τρέχει ένας Ισραηλίτης αξιωματικός από μέσα καλωσορίζοντάς με, προσφέροντάς μου καρέκλα να καθίσω, ρωτώντας με αν θέλω κανένα καπουτσίνο, πώς ήταν το ταξίδι μου, αν χρειάζομαι τίποτα, από πού ταξιδεύω, κλπ.

Στο μεταξύ, τα μέλη της υπόλοιπης συνοδείας πίσω μου, τα σταματούν, ελέγχουν τις συσκευές τους, τους αγριοκοιτάζουν, εξετάζουν τα έγγραφά τους, και τον καημένο τον Αυστραλό που κουβαλούσε μια κάμερα—τον αθεόφοβο— τον παραπλευρίζουν και τον συνοδεύουν σε ξέχωρο δωμάτιο! Το τι άκουσα από τους συνταξιδιώτες μου δεν λέγεται! Τους καθησύχασε η δικιά μου με το να τους πει ότι την προηγούμενη φορά που Αυστραλιανή αποστολή πέρασε από εδώ οι Ισραηλίτες τους είχαν να περιμένουν επτά ώρες — χωρίς καρέκλες!

H Παλαιστινιακή μου «στιγμή» έρχεται από πολύ μακριά. Έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί απλά μια πολιτική τοποθέτηση. Έρχεται από τον Οκτώβρη του 1973 όταν παρευρέθηκα σε πορεία διαμαρτυρίας για τον αγωνιζόμενο Παλαιστινιακό λαό.

Εκείνη την χρονιά, στις 24 Γενάρη, ο αντιπρόσωπος της Φατάχ στην Κύπρο, Hussein Abu al-Khair, είχε σκοτωθεί από Ισραηλινή βόμβα ενώ μερικούς μήνες αργότερα, στις 12 Μαρτίου, προφανώς ως αντίποινα, οι Παλαιστίνιοι σκότωσαν τον πράκτορα της Μοσσάντ Simha Gilzer. Από τότε, το Παλαιστινιακό συμπορεύεται παράλληλα με τη δική μου (κυπριακή) βιοπορεία.

Αλλά υπάρχει και μια άλλη σύνδεση. Σε ένα κάποιο επίπεδο, η κυπριακή υστεροβουλία βρίσκει την πολιτική μας φαντασία να ψάχνει για μαχητικότητα μέσα από την παλαιστινιακή αυτοχειρία. Είναι αυτό που φροϋδικά αποκαλούμε το σύνδρομο της ζήλειας, της συνταύτισης και της περηφάνειας.

Ένας παραλληλισμός που πάει να μιμηθεί αλλά στη στιγμή της δέσμευσης δειλιάζει και παραπέφτει στην άνεση της σιγουριάς και της ασφάλειας. Διότι, όπως ο πατέρας του Γκασάν Καναφάνι (στη «Γη των Πικραμένων Πορτοκαλιών», 1958), δυσκολευόταν να μιλήσει για τις «παλιές ευτυχισμένες μέρες» στην Παλαιστίνη, και τα παιδιά του τού θύμιζαν «διαρκώς την τραγωδία που δυνάστευε την καινούρια του ζωή», έτσι και η Παλαιστινιακή «αντίσταση» – τουλάχιστον η πιθανότητα— μας ερεθίζει για το δικό μας παρατημένο αγώνα.

Κάπου, δηλαδή, ζούμε τη χαμένη επαναστατική μας έξαψη μέσα από τους Παλαιστίνιους. Αδίκως και άστοχος ο ευσεβοποθισμός. Αυτό που κάποτε ειπώθηκε για παλαιστινικοποίηση του Κυπριακού, αλλού πήγαινε και αλλού μας βγήκε. Υπήρχε ο φόβος ότι μετά το 1974 οι Κύπριοι πρόσφυγες θα δίνονταν σε μια βίαιη και ανεξέλεγκτη ένοπλη αντίδραση.

O θόρυβος περί ελληνοκυπριακών «τρομοκρατικών» χτυπημάτων έφτασε μέχρι και την Αυστραλία. Συγκεκριμένα, όταν το 1986 εξερράγη βόμβα στο υπόγειο του Τουρκικού Προξενείου στη Μελβούρνη, αναφέρθηκε από την εφημερίδα «The Canberra Times» (24 Noεμβρίου 1986, σελ. 1), ότι μια οργάνωση ονομαζόμενη «Έλληνο-Βουλγαρικό-Αρμενικό Μέτωπο» ανέλαβε ευθύνη συγκαταλέγοντάς ως παράπονα κατά της Τουρκίας και τη διακήρυξη ανεξάρτητης δημοκρατίας στην κατεχόμενη Κύπρο.

Για ακόμη μια φορά τα Αυστραλιανά ΜΜΕ απέδειξαν την αφέλεια, αλλά και την άγνοιά τους για τα διεθνή δεδομένα.

Το αλλόκοτο όμως είναι ότι όπως ο Κυπριακός «αγώνας», έτσι και ο Παλαιστινιακός αγώνας έχει προ καιρού οικειοποιηθεί.

Η ημικατοχή (στη δική τους περίπτωση η ανοχή μιας ακρωτηριασμένης Παλαιστινιακής Αρχής) είδε την ανάπτυξη μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων: οι ελίτ να βουλεύονται με τις αντιξοότητες των υπό (ημι-)κατοχή κοινωνιών τους και το κατεστημένο να αμολάει κατά καιρούς το αντιστασιακό διήγημα για να αντιστρέψει την προσοχή των απέξω από τις δολιοφθορές, την αδικία και την ανισότητα.

Τώρα, γιατί η ενοχλήθηκε η Παλαιστινιακή μου «αγάπη» από τις συνιστάμενες Σημιτικές «στιγμές»; Θα μπορούσα κάλλιστα να ανακαλέσω τις πρόσφατες γεωπολιτικές και γεωενεργειακές ανακατατάξεις που θέλουν την Κύπρο και την Ελλάδα συμμάχους του Ισραήλ. Βλέπεις, ανέκαθεν Ελλάδα και Κύπρος ήταν σφοδροί υποστηρικτές του Παλαιστινιακού λαού — σύμμαχοί μας οι «νηστικοί, οι ξυπόλητοι και οι αδέσποτοι» με πείραζε κάποτε ο κουμπάρος.

Άλλωστε, υπήρχε μια σύνδεση, ένας ιστορικός δεσμός οικοδομημένο στη κοινή βάση: Οθωμανική αυτοκρατορία, βρετανική αποικιοκρατία, εισβολή, κατοχή, προσφυγιά, χαμένες πατρίδες, οδοφράγματα, διαπραγματεύσεις κ.λπ. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, παρατηρείται μια στρατηγική στροφή. Με την κατάρρευση της συμμαχίας με την Τουρκία, το Ισραήλ —ασκώντας ρεαλιστική πολιτική— στράφηκε την επόμενη μέρα στους παραδοσιακούς αντιπάλους της Τουρκίας. Από τότε, η νέα συμμαχία Ισραήλ-Κύπρος-Ελλάδα (συν) Αίγυπτο ανέπτυξε σε ταχείς ρυθμούς μια ενεργειακή, στρατηγική, διπλωματική, τουριστική και πολιτιστική περιφερειακή πολιτική.

Πολλοί, που τους παροτρύνει ο θαυμασμός τους για το Ισραήλ, εκφέρονται κατά των Παλαιστινίων. Ποσοτική προσέγγιση συνιστά ο Αλέκος Μιχαηλίδης («Παλαιστινιακό και Κύπρος: Μια επιφανειακή προσέγγιση του θανάτου», «Ο Φιλελεύθερος», 15 Μαΐου 2021).

Καυτηριάζει τους «παντογνώστες της γεωπολιτικής [που] ξεδιπλώνουν μια πρόσκαιρη αγάπη για το Ισραήλ (επειδή είναι στρατηγικός μας εταίρος, όπως πρώτος είπε ο μ. Δημήτρης Χριστόφιας)»! Και εδώ εγείρεται το ερώτημα: Λογική το Ισραήλ, συναίσθημα η Παλαιστίνη;

Αλλά δεν ήταν αυτό. Ήταν πιο προσωπικό. Άλλωστε, το τι κάνουν ή δεν κάνουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις και τα ίδια τα κράτη, με αφήνουν τελείως αδιάφορο. Περισσότερο η παρενόχληση έχει να κάνει με το διάλογο της αυτο-αναζήτησης.

Ένα σύμπλεγμα Σημιτικό, Φοινικικό, Ελληνιστικό, Μεσανατολικό, Κυπριακό, Αυστραλιανό με προεξέχουσα μαγιά τον Ελληνικό πολιτισμό. Άλλωστε, η ψευδο-ιδεολογία περί φυλετικής και πολιτιστικής αγνότητάς όχι μόνο υστερεί ιστορικά και επιστημονικά, είναι και άκρως επικίνδυνη και κοντόφθαλμη.

Για τους «Ελληναράδες», επισημάνω ότι ανέκαθεν η διαχρονική ουσία και δύναμη του Ελληνικού πολιτισμού είναι το απόθεμα, η διάρκεια, η οικουμενικότητα, η ίδια η ιδιότητα της παγκοσμιότητας — δηλαδή η αναγνώριση, η αποδοχή και η εμπέδωση ιδεών, αρχών και έργων. Χωρίς αυτό, λέει και η αείμνηστη Μελίνα μας, είμαστε «Ο Κανείς».

Ο πολιτισμός δεν είναι ούτε στάσιμος ούτε μουσειακός. Το ζούμε μέσα από την καθημερινότητα, μέσα από τα βιώματά μας, μέσα από τις συναλλαγές, τις ανταλλαγές, και τις λογής-λογής σχέσεις μας.

Ολοκληρώνοντας, την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το Ισραήλ/Παλαιστίνη έμεινα στα Δυτικά Ιεροσόλυμα. Μου παραχώρησαν φιλόξενα το σπίτι τους κάποιοι Ισραηλίτες που έτυχε να πάνε διακοπές στο Κάνσας. Στην εξώπορτα, εξερχόμενος με τις αποσκευές του και εισερχόμενος εγώ με το σακίδιο μου, ο νοικοκύρης του σπιτιού με ρώτησε από που έρχομαι.

Μπορούσα να του είχα πει από την Κύπρο, ή ακόμη και από τη Μελβούρνη. Δεν ξέρω, όμως γιατί του είπα από τη Ραμάλα. Προκλητικός ο Μιχαήλ. «Αα, εμείς δεν μπορούμε να πάμε εκεί» μου λέει.

Του απάντησα κάπως αντιδραστικά ότι «ούτε και οι Παλαιστίνιοι μπορούν να έλθουν εδώ». Ίσως έπρεπε να σιωπήσω και να το αφήσει να το «πάρει το ποτάμι». Αλλά βλέπεις με έπιασε το Παλαιστινιακό μου!

Με τις δικές μου καταβολές έπιανα το παράπονό του. Όμως έπιανα και την φίλη μου την Λούπνα – την σύζυγο του αδελφο-φίλου Αλέξανδρο Κούτταπ -που μπορεί να γυρίσει όλον τον κόσμο αλλά δεν μπορεί να ταξιδέψει 18 δα χιλιόμετρα στα Ιεροσόλυμα διότι κατάγεται από εκεί.

Υστερόγραφο 1: Η ιδέα του χρονογραφήματος αρχικά ξεκίνησε ως αφιερωμένο στην Παλαιστίνη στα αγγλικά. Ο φίλος Ίζαατ (ο Παλαιστίνιος Πρέσβης – συγγνώμη ΥΠΕΞ Αυστραλίας, αλλά για μένα χωρίς εισαγωγικά) μου ζήτησε να γράψω κάτι για την Παλαιστινιακή μου «συγγένεια». Έμεινε, όπως τόσες άλλες ιδέες στα σκαριά. Αλλά, με το που με έπιασε το «ελληνικό» μου ψάχνοντας για θέματα στράφηκα στις Σημιτικές μου «στιγμές».

Υστερόγραφο 2: Τη «Σημιτική» συγκατοίκηση την πρωτα-ανακάλυψα το 1979 όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ μέσα από τις σπουδές μου στα Νεοελληνικά. Βλέπεις τότε το Τμήμα Νεοελληνικών (και Βυζαντινών παρακαλώ) σπουδών «συγκατοικούσε» στο ίδιο κτηριακό χώρο με το Τμήμα Σημιτικών Σπουδών. Τότε επικεφαλής ήταν ένας Παλαιστίνιος και ένας Εβραίος καθηγητής.

Υστερόγραφο 3: Μακροσκελές κατέληξε το χρονογράφημα ρισκάροντας την «συντροφική» μας φιλία με τον Σωτήρη! Με το που συνέθεσα την Παλαιστινιακή μου «αγάπη» με τις Σημιτικές μου «στιγμές» αναπόφευκτα έπεσα στην παγίδα της φλυαρίας!

Τάδε έφη: Κάπου μεταξύ Ντόχα και Μελβούρνης

Δεκέμβρης 2021