ΔΥΟ ποιητές, ο Χρήστος Νιάρος και ο Δημήτρης Τρωαδίτης, σε μια ποιητική σύμπραξη χρόνου στον εξώστη της μεγαθυμίας τους, έδωσαν ένα πλέγμα ιδεών σε χρονικό συγκερασμό αναλφάβητης αναγκαιότητας.

Το χθες και το σήμερα, κυρίως, η μοναξιά και η ανάγκη, ο προβληματισμός, η καθημερινότητα, η ρηχή πεζότητα, η φύση εν μέρει, ο έρωτας, η ξενιτιά, οι απογοητεύσεις, οι αναπολήσεις, το εγώ στην παράσταση των ευρημάτων, οι αλήθειες και οι αναλήθειες, η πλέξη και η περίπλεξη καιρών και καταστάσεων, απλώνονται μπροστά μας σε μια μίξη ασυνήθιστα πλατύγυρη, σε μια εναρμόνιση βάθους για την απορία του αναγνώστη, στην πηγή του εγώ που υποχρεώθηκε σε αναπροσαρμογή, στο όραμα που τανύστηκε, στον έρωτα που διαλύθηκε, στο χρήμα που σπαταλήθηκε για τη γνώση των ανεπίκαιρων σαστισμάτων, στην αγάπη που πλανιέται στ´αζύγιαστα μονοπάτια της θλίψης, στον περίγυρο των ενθυμημάτων, στην αδιασάλευτη πορεία και ανοχή ,που πάνω στα βήματα της ανάγκης ενορχήστρωσε τις χαρές τής αποστασίας και προ παντός στη διάλεξη της δικής τους αλήθειας άφησαν το στίγμα τους στο στοίχημα του χρόνου, που λέγεται ζωή εν προκειμένω, μέσα σε μια αναλφάβητη πραγματικότητα και σε ένα κοινωνικό χάος.

Όλα γίνονται νουβέλες των αισθήσεων στην προσέγγιση της σκονισμένης αλήθειας στην οδό των άκαιρων εμπαιγμών.

Κι όπου τα μέλια των ερώτων σκοτεινιάζουν από της απόρριψης τη φευγαλέα ανάμνηση, όπου τα παρακλάδια των ανεξερεύνητων μονοπατιών γυρεύουν το φως τους, κάποιοι στίχοι σε συλλογισμό αντριεύονται, θεριεύουν, πλάθουν και αναπλάθουν συγκινήσεις, για να στεριώνουν τα γεφύρια της ζωής ,υπό το σαγηνευτικό βλέμμα ενός Σύμπαντος που υπόσχεται, μιας ανάγκης που γραπώνεται, μιας συνήθειας που υποβόσκει, ενός έρωτα που απίστησε, μιας αγάπης που αιωρείται.

Με τη σαγήνη της εμβληματικότητας, με την μελετημένη ένδυση, με τους έντεχνους στολισμούς, οι στίχοι ενδύονται πνοήν ζωής, που μεταλαμπαδεύεται στα λιβάδια, στα ρηχά και στις εσοχές του αναγνώστη, που τα ώτα του έχουν εξοικειωθεί με την απεραντοσύνη της μουσικής υπόκρουσης και το βλέμμα του έχει απλωθεί στ´απέραντα βοσκοτόπια των απωθημένων συγκρούσεων, παρακρούσεων και λυτρωτικών ζητοκραυγών.

Η γλυκόπικρη γεύση της ξενιτιάς, η υπαγορευμένη ενδογένεια, το θυμικό των εναγώνιων αναζητήσεων, έχουν αφήσει τη δική τους σκιά στην ψυχή, έχουν διαβρώσει ελαφρώς το νόστο, έχουν συνθλίψει την ανάγκη, δεν μπόρεσαν όμως ν’ απομακρύνουν τις εικόνες που ρίζωσαν στους στίχους κι έκαμαν δέντρα να φυτρώσουν, χρόνους να στεγνώσουν, αγάπες να συμπορευθούν, ιστορίες να γραφούν, απωθημένα ν´αναταραχτούν και ζωές να ζήσουν τη δική τους αλήθεια.

Στιγμές, λεπτά, ώρες, χρόνοι, εποχές ,σε μια παρέλαση ποιητικού κάλλους στη σύμπραξη δύο, ενός ανερχόμενου κι ενός στεριωμένου, ποιητών παρελαύνουν ιδέες και ψυχές και καλούμεθα να δροσιστούμε από τις δροσοσταλίδες της αλήθειας τους σ´ένα κέρασμα εγκάρδιο στο σαλόνι της δικής τους ψυχής.

Δεν έχω παρά να συγχαρώ τη σύμπλευση των δύο αυτών αγωνιστών του λόγου και των ιδεών και να ευχηθώ ανόδους με κατάθεση κι άλλων έργων τους, στο βαθμό που η εμπνευσμένη πένα τους δε θ’ αρνηθεί την τιμή.

* Η Κατερίνα Μπαχάρη-Κουτσουνά είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός.