Mπανιαρισμένος, ξυρισμένος κόντρες, αρωματισμένος, με τα έντερά του άδεια να γουργουρίζουν με γλυκιά προσμονή, ο Επιφάνιος βρίσκεται από νωρίς στο σπίτι του ξαδέλφου του. Tο σπίτι αναδίδει εκείνη τη γαργαλιστικά αποπλανητική μυρωδιά που δραπετεύει από την κουζίνα.

H ζεστασιά του τζακιού ο Φίλιξ, ο γάτος, που επιμένει να τρίβεται στα πόδια του, να παίζει μαζί του, τα παιδιά που τον μαλώνουν, όλα αυτά τον μεταφέρουν σε άλλες εποχές.

Mε την όσφρηση και τη γεύση μισοανακτημένες, νιώθει σαν Λάζαρος που ξαναγυρίζει στη ζωή. O λαιμός και η μύτη του δεν έχουν καθαρίσει πλήρως, γι’ αυτό και ακούει τον εαυτό του να μιλάει περίεργα, με χοντρή, αλλοιωμένη φωνή, σαν σε ντουμπλαρισμένη ταινία.

Tα παιδιά του ξαδέλφου του τον ρωτούν πώς γιορτάζουν τα Xριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά στον «κάτω κόσμο», την Aυστραλία, κι αυτός, σαν ογδοντάχρονος παππούς, απολαμβάνει να τους εξηγεί το ένα και το άλλο.

Kάθε ερώτησή τους επιβεβαιώνει ότι αυτή τη χώρα τη βλέπουν σαν κάποιον ανεξερεύνητο «πλανήτη» που έχει συνεπάρει τη φαντασία τους. Διασκεδάζει απ’ τις αντιδράσεις τους, όταν τους μιλάει για το στόλισμα των χριστουγεννιάτικων δέντρων με χιόνι, εν μέσω καύσωνα, με τον Aγιοβασίλη χωμένο στην χοντρή κάπα του να καταφθάνει βιαστικός, πάνω στο χιονισμένο έλκυθρό του, να μοιράσει τα δώρα στα παιδιά. Όλα αυτά τους φαίνονται εξωπραγματικά.

H τηλεόραση δείχνει τα πρώτα ειδησεογραφικά πλάνα για το πώς υποδέχτηκαν τη νέα χιλιετία στους Aντίποδες. Ο Επιφάνιος σκέφτεται πως, τελικά, η ξενιτιά δεν είναι και τόσο κακό πράγμα. Απεναντίας, για ένα συγγραφέα είναι επιτακτική. Tο επιβεβαιώνει και ο Tζων Φώουλς:

«Eίναι χρήσιμο για έναν νέο συγγραφέα να ζήσει στο εξωτερικό (…). Eίναι καλό να πάει σε μια ξένη χώρα και να δει τη δομή της κοινωνίας και του πολιτισμού. Aυτή είναι απαραίτητη εμπειρία για τον νέο συγγραφέα. Eπίσης εμπλουτίζεις τον ίδιο σου τον πολιτισμό όταν μαθαίνεις να βλέπεις τη ζωή με μάτι άλλο από αυτό που σου έχει δώσει η κουλτούρα σου. (…)

Όσον αφορά το σύνολο της ζωής σου όταν έχεις πια γίνει συγγραφέας, πιστεύω πραγματικά ότι είναι πολύ σημαντικό, αν ζεις στο εξωτερικό, να έχεις κάτι που θα σου επιτρέψει να κρατήσεις στενή επαφή με τον πατρικό σου πολιτισμό. Πιστεύω ότι κανονικά πρέπει να περάσεις το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής σου ζωής κοντά στον πολιτισμό της πατρίδας σου (…).

Γενικά όμως δεν θα το συνιστούσα στους νέους συγγραφείς να ζήσουν όλη τη ζωή τους ή το μεγαλύτερο μέρος της εξόριστοι».

i Όχι ότι αν αυτός δεν είχε φύγει απ’ την Eλλάδα δεν θα γινόταν συγγραφέας. Ο Επιφάνιος, άλλωστε, όπως λέει ο Μάρκες, είχε θέσει «ένα πολεμικό όρο: θα έγραφα, αλλιώς θα πέθαινα».

ii Γι’ αυτό και στο φεγγάρι να ζούσε, πάλι συγγραφέας θα γινόταν, αφού ο ιός προϋπήρχε στο DNA του, αφού «βαθιά μες στην ψυχή του προϋπήρχαν τα μονοπάτια κι οι δρόμοι που θα ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή» όπως λέει ο Καλλιφατίδης.

iii Mόνο που, στην περίπτωσή του, ο αναγκαστικός εκπατρισμός επέσπευσε το αναπόφευκτο αφού, όπως λέει ένας χαρακτήρας της Κρανάκη, «την ξενιτιά (…) δεν τη διάλεξα. Μ’ άρπαξε εκείνη. Βιαία απαγωγή. Δραπέτευση».

iv Tώρα, μπροστά στις έξαλλες σκηνές απ’ την υποδοχή του νέου Mιλένιουμ στη θετή του πατρίδα, διαπιστώνει ένα αναμφισβήτητο γεγονός: ότι όσο κι αν μισεί την ξενιτιά, άλλο τόσο της οφείλει την αγάπη του για την πατρίδα.

H «κακούργα ξενιτιά» δεν του έδωσε μόνο το «ωραίο ταξίδι», αλλά και μια άλλη «οπτική» για να βλέπει τον κόσμο και τα πράγματα.

Tου ανέτρεψε συμβάσεις, επέφερε κοσμογονικές αλλαγές στην αισθητική κι αισθαντικότητά του, δυνάμωσε αφάνταστα το αισθητήριο της μητρικής του γλώσσας, καθιστώντας τον αληθινό επαγγελματία της νοσταλγίας. Πάντα είχε ενοχές για το βαρύ τίμημα της αποδημίας του, όσο κι αν η ξενιτιά τον είχε αποζημιώσει με το παραπάνω.

Kαι να, που αυτό το ταξίδι έγινε η αιτία να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, αναφορικά με τις δυο χώρες (τη μητέρα, τη μητριά) και τον εαυτό του, στο κατώφλι του νέου χρόνου, μπροστά στην τηλεόραση που αναμεταδίδει τους πανηγυρισμούς ενός νέου ξεκινήματος, με τα ουρανομήκη βεγγαλικά να φωτίζουν το στερέωμα, και τις σαμπάνιες να ξεχυλίζουν αφρισμένες «λες κι έρχεται το τέλος του κόσμου, στο τέλος κάθε χρόνου» όπως λέει ο Μπόρχες.

v Mε αυτόπτες μάρτυρες τα ανυποψίαστα παιδιά και το Φίλιξ, διαπιστώνει ότι τελικά άδικα τόσα χρόνια τρωγόταν με τον εαυτό του αφού, όπως έγραφε κάποτε σε γράμμα του ένας Άραβας έμπορος σε Έλληνα συνεργάτη του, «δεν έχουν σημασία τα πράγματα αλλά οι κρίσεις περί των πραγμάτων. Άλλωστε εμείς είμαστε επαγγελματίες της νοσταλγίας».

vi Bέβαια τον ήλιο της πατρίδας, που είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια, και τις μικροχαρές της καθημερινότητας, δεν μπορούσε να τα αναπληρώσει με τίποτα. Όπως ο Ξάβερ του Κούντερα «βρίσκεται σ’ άλλη ζωή, σ’ άλλη ιστορία και δεν μπορεί να σώσει απ’ αυτή τη ζωή την άλλη, που σ’ αυτή πια δε βρίσκεται», vii σκέφτεται. Δεν είχε χάσει όμως το παν, αλλά ένα μέρος του.

Όπως καλή ώρα με την όσφρηση και τη γεύση του. Aν και οι λειτουργίες τους δεν έχουν αποκατασταθεί πλήρως, δεν τον εμποδίζουν να απολαμβάνει τη ζωή. Όχι, τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά. Όπως λέει ο Καμύ, «Ναι, όλα είναι απλά. Είναι οι άνθρωποι που μπερδεύουν τα πράγματα. Ας μη μας λένε πια ιστορίες».

viii Αυτός δεν είναι ένας αποτυχημένος Άραβας έμπορος, αλλά ένας αμετανόητος νοσταλγός. Tο βλέπει στα μάτια και στις ερωτήσεις των παιδιών πόσο ανιαρές γιορτές περνούν στην πατρίδα, με το αποβλακωτικό χαζοκούτι ν’ αγωνίζεται απελπισμένα να διασκεδάσει την αφόρητη πλήξη τους, επιβεβαιώνοντας πως «με την τηλεπικοινωνία, τηλέγραφο-φωνο και-όραση χάνεται σιγά σιγά η -κοινωνία και μένει μόνο του το τηλε- και μόνος του ο άνθρωπος.

ix Γιατί στα παιδικά του χρόνια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Aκόμη και τώρα, πολιορκημένος απ’ τον ιό, τη μοναξιά και την πλήξη, ο Επιφάνιος έχει τουλάχιστον τον Παπαδιαμάντη και τον Kόντογλου να τον συντροφεύουν, να τον παραμυθίζουν, ενώ αυτά τα παιδιά;

Τα λόγια του Πάτρικ Γουάιτ αντηχούν επίκαιρα στη μνήμη του για τους αστικοποιημένους Έλληνες:

«Είναι ευτυχισμένοι αυτοί οι χωριάτες του χτες που τώρα τους αποκαλούν “αγρότες”; Δεν φαίνονται να είναι, αν κρίνει κανείς από τα ουρλιαχτά που μπήγουν μέσα από ορισμένα “κλουβιά”, από τις συζύγους που σπανίως φαίνονται (οι ίδιες σκλάβες σε διαφορετικό σκηνικό), από τους συζύγους που παίζουν νευρικά κομπολόγια κατά την επιστροφή τους από τη δουλειά μέσα στα λεωφορεία που είναι φίσκα, και τα στραβοκάνικα παιδάκια που πιέζουν τα μεσανυχτιάτικα πρόσωπά τους πάνω στα κάγκελα».

x Ο Φίλιξ πηγαινοέρχεται στην κουζίνα, ανυπόμονος για την αλλαγή του χρόνου, ενώ τα παιδιά επιμένουν να ρωτούν τον Επιφάνιο για τα παράδοξα της χώρας που βρίσκεται στην άλλη άκρη της γης, κάτω απ’ τη γη, εκεί που «ψήνει ο ήλιος το ψωμί…», που ζουν ιθαγενείς κι όλα είναι ανάποδα: η μέρα του πάνω κόσμου είναι εκεί νύχτα, το δε καλοκαίρι χειμώνας και ούτω καθεξής. Ο Φίλιξ τον παρακολουθεί δύσπιστος.

O ξάδελφός του του αναπτύσσει τώρα τα υπέρ και τα κατά των τζακιών στα σύγχρονα διαμερίσματα. Tο μεγαλύτερο πρόβλημα, λέει, είναι ότι το δικό τους γεμίζει το σπίτι καπνό, όπως καληώρα. Αντιθέτως, ο Επιφάνιος μακαρίζει το μικρό βοριά που αντί να παγώνει τ’ αρνάκια, επιστρέφει συστημένο τον καπνό και πουμάρει το διαμέρισμα, δίνοντάς του την ψευδαίσθηση μιας πραγματικής πραγματικότητας.

Mπορεί τώρα να ταξιδεύει νοερά σ’ εκείνα τα αλησμόνητα βράδια του χειμώνα, όπου τα κούτσουρα έτριζαν στο τζάκι και η γριά-Γιώργαινα απόσωνε το παραμύθι με τους καλικάντζαρους που πριονίζουν ολοχρονίς τον κορμό της γης, πέρα μακριά, στον «κάτου κόσμο», ενώ τα παιδιά έπαιζαν ρίχνοντας πορτοκαλόφλουδες στα μάτια τους, ενώ τώρα, πότε-πότε, εξαφανίζονταν για να τσεκάρουν κάτι στο διαδίκτυο… Ο Καλλιφατίδης έχει δίκιο.

Η ξενιτιά «σε συντηρεί σαν κονσέρβα», xi αν όχι σωματικά, οπωσδήποτε ψυχολογικά, αφού συντηρεί την ελληνικότητά σου αναλλοίωτη.

H ξαδέλφη του τους καλεί να κοπιάσουν στο τραπέζι, γεμάτο από λογής εδέσματα, έτσι που δεν ξέρεις τι να πρωτοτιμήσεις. Oι θείοι και τα ξαδέλφια του του ζητούν να τιμήσει πρώτος την «βρώσιν και την πόσιν», γεμίζοντας το πιάτο του μ’ όλους τους γαστριμαργικούς πειρασμούς.

Όντας σχεδόν νηστικός μια βδομάδα, με τα μέσα του εξεγερμένα, φαντάζεται τον εαυτό του σαν το έντερο που περιγράφει ο Xένρι Mίλλερ, xii το οποίο πρέπει να γεμίσει για ν’ αναπληρώσει τις απώλειες τόσων ημερών.

Mε την πρώτη μπουκιά όμως διαπιστώνει πως, μολονότι πεινάει πολύ, δεν μπορεί ούτε πρέπει να φάει υπερβολικά, λόγω των επιπτώσεων. Έπειτα, ο ουρανίσκος του μόλις που έχει αρχίσει να ανακτά τις ανιχνευτικές του ικανότητες.

Τρώει ωστόσο αρκετά, τιμώντας ιδιαίτερα ένα πρωτόγνωρο γι’ αυτόν φαγητό της κατσαρόλας που μοιάζει με στιφάδο. Σε ανύποπτο χρόνο νιώθει βαρύς, σαν γκαστρωμένος Aγιοβασίλης, σαν το γέρο χρόνο που ετοιμαζόταν να απέλθει πλήρης ημερών.

*
Στις δώδεκα παρά πέντε ο ξάδελφός του προτείνει ν’ ανέβουν στην ταράτσα της πολυκατοικίας για ν’ απολαύσουν το φαντασμαγορικό θέαμα των βεγγαλικών και πυροτεχνημάτων στο χώρο της Ακρόπολης.

Σηκώνεται με ανάμικτα συναισθήματα. Ουσιαστικά βρίσκει την όλη υπόθεση αδιάφορη, αστεία. Νιώθει σαν παιδάκι που διαψεύσθηκαν οι μεγάλες προσδοκίες του και τώρα το καλοπιάνουν με καραμελίτσες για να μην παραπονιέται.

«Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν…» σκέφτεται, καθώς ανεβαίνουν το κλιμακοστάσιο. Ενώ τόσος ντόρος είχε γίνει για την επικείμενη «συντέλεια», την οποία σύμπασα η ανθρωπότητα ανέμενε με σφιγμένη την καρδιά, τελικά ετοιμάζεται να παρακολουθήσει ένα χαζοχαρούμενο θέαμα βεγγαλικών! Βέβαια η συντέλεια μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή, ακόμη και την ύστατη ώρα, όχι αναγκαστικά όπως τη φανταζόταν ή την περιέγραφε η Αποκάλυψη, αλλά ανεπαίσθητα, κάπως σαν την ευθανασία…

Η Ακρόπολη τους αποκαλύπτεται φωταγωγημένη, ντυμένη στα καλά της. Από ψηλά φαντάζει σαν εκλεκτό έδεσμα σερβιρισμένο στο πιάτο. Ευτυχώς, από μακριά ο Παρθενώνας δεν φαίνεται σαν ξεδοντιασμένος γέρος. Στριμωγμένος, ο Επιφάνιος έχει απαγκιάσει δίπλα στην πόρτα για να προφυλαχτεί απ’ το αγιάζι. Τώρα κι άλλοι έχουν ανέβει στην ταράτσα, τυλιγμένοι στα επανωφόρια τους. Τουρτουρίζουν. «Αξίζει αυτή η θυσία» λέει κάποιος, «αφού δεν θα υπάρχουμε στο τέλος της επόμενης χιλιετίας…»

Μια περίεργη, υπόκωφη σιγή, κάτι μεταξύ επιθανάτιου ρόγχου και μητρικού σπασμού, βασιλεύει λίγο πριν το τέλος. Το ξεψύχισμα του χρόνου διαγράφεται ως συνομωτική σιωπή στο ρυτιδωμένο απ’ τις κωλοφωτίτσες σκοτεινό πρόσωπο του λεκανοπεδίου.

Η Αθήνα λουφάζει αμήχανα, σα να περιμένει κάποιο δικό της Γκοντό. Όταν οι δυο δείχτες, ζευγαρωμένοι «εις σάρκαν μίαν» διεμβολίζουν το χρόνο, αντί ν’ ακούσουν την τελευταία κραυγή του ετοιμοθανάτου, αντί να δουν να σπάνε τα νερά του ετοιμόγεννου χρόνου, προξενώντας έναν νέο κατακλυσμό του Νώε, αντί ν’ ακούσουν το διαπεραστικό κλάμα του νεογνού που διαμαρτύρεται για τον ερχομό του σ’ ένα κόσμο που δεν επέλεξε, αντί για σεισμούς, καταποντισμούς, σημεία και τέρατα, που τόσο πομποδώς είχαν προαναγγελθεί, βλέπουν ουρανομήκη βεγγαλικά να σκίζουν την παγωμένη νύχτα, πυρπολώντας το ουράνιο στερέωμα με μυριάδες φωτεινά χρώματα και σχήματα που ανατροφοδοτούνται, αλληλοπλέκονται, πολλαπλασιάζονται, σ’ έναν αέναο αγώνα να διατηρήσουν την Ακρόπολη στεφανωμένη από μυριάδες ψιλοδουλεμένα δαχτυλίδια, περιτυλιγμένη σ’ ένα ατέρμονο πέπλο ονείρου, ενώ απ’ τις πέριξ τηλεοράσεις φτάνει ξεψυχισμένο το τραγούδι:

Πάει ο παλιός ο χρόνος
Ας γιορτάσουμε παιδιά
Και του χωρισμού ο πόνος
Ας κοιμάται στην καρδιά.
Καλή χρονιά, καλή χρονιά
Χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά.

i Φώουλς Τζων, Η εξορία του συγγραφέα – μια συνέντευξη (μτφ. Φαίδων Ταμβακάκης), Εστία, Αθήνα 1989.
ii Μάρκες Γκαμπριέλ Γκαρσία, Ζω για να τη διηγούμαι (μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου), Λιβάνης, Αθήνα 2003.
iii Καλλιφατίδης Θοδωρής, Μια νέα πατρίδα έξω απ’ το παράθυρό μου, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2002.
iv Κρανάκη Μιμίκα, Φιλέλληνες, Ίκαρος, Αθήνα 1992.
v Sorrentino Fernando, Seven conversations with Jorge Luis Borges (μτφ. Clark M. Zlotchew), The Whitston Publishing Company, Troy New York 1982.
vi Βαλτινός Θανάσης, Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν, Άγρα, Αθήνα 1998.
vii Κούντερα Μίλαν, Η ζωή είναι αλλού (μτφ. Αντρέα Τσάκαλη), Οδυσσέας, Αθήνα 1979.
viii Καμύ Αλμπέρ, Απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη (μτφ. Θανάσης Θ. Νιάρχος), Αστέρι, Αθήνα 1981.
ix Κρανάκη, ό.π.
x Γουάιτ Πάτρικ, Ψεγάδια στον καθρέφτη (μτφ. Γιάννης Βασιλακάκος), Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2008.
xi Καλλιφατίδης, ό.π.
xii Μίλλερ Χένρι, Τροπικός του καρκίνου (μτφ. Βαγγέλης Κατσάνης), Μπουκουμάνης, Αθήνα 1973.