Την τελευταία φορά που τον είδε, έπαιζε τη «Μαργιόλα» στον τάφο του μπάρμπα Γούσια. Βέβαια, του φάνηκε λίγο πεσμένος – κιτρινωπός, καχεκτικός, με δυο-τρεις εναπομείνουσες τρίχες να κρέμονται πεισματωδώς από την κεφαλή του ακόμα, σαν ξεβρασμένα φύκια σ’ έναν ογκώδη βράχο.

– Η κακιά αρρώστια, οξαποδώ, σκέφτηκε.

Μα δεν ήθελε να πει του Γάκη τίποτε. Γιατί να τον βαλαντώσει άλλωστε, και τό ‘ριξε στο χωρατό:

– Ω Γάκη, έχεις παίξει ποτέ τη «Μαργιόλα» στη κηδεία καμιάς Μαργιόλας;

Τον κοίταξε κατάματα πολύ ώρα ο Γάκης ο κλαριντζής με τα γκριζοπράσινα, γουρλωτά του μάτια και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

– Σε όλους έχω παίξει τη «Μαργιόλα», μόνο σε καμία Μαργιόλα δεν την έχω παίξει. Να ηδούμε ποιος θα παίξει τον «Γάκη» στον Γάκη.

Και δεν του φαίνονταν του βλάχου. Είχε κάτι δάχτυλα να, διπλάσια στο μέγεθος από τα συνηθισμένα, σαν να τα είχε βαρέσει με το σφυρί στ’ αμόνι.

Σιδεράς στο επάγγελμα, τα μαυρισμένα αυτά χέρια, γεμάτα ουλές και χαρακιές, και με το μικρό δαχτυλάκι κομμένο στην πρώτη άρθρωση, είχαν χτίσει τις καγκελόπορτες της μισής Μελβούρνης, τον καιρό εκείνο που οι δουλειές αυτές απαιτούσαν τέχνη, υπομονή και μαστοριά, πριν αρχίσουν οι εισαγωγές από το εξωτερικό που τους κατέστρεψαν ολοσχερώς το συνάφι.

Κι ο βραχυυκέφαλος αυτός, ο στούμπος, που μόλις μετά βίας περνούσε τα πέντε πόδια, φραγκοφονιάς σε σημείο σφαγής, κεντούσε με πάθος, ταξίμια από σίδερο. Τον γνώρισε τη δεκαετία του εβδομήντα, τότε που οι δικές του οι δουλειές στις οικοδομές μεσουρανούσαν και είχε ανάγκη από έναν καλό σιδερά για τις κυριλέ παραγγελίες.

Port Melbourne (Station Pier). φώτο; AAP /Carnival Australia, James Morgan 

Δούλευε με απόλυτη προσήλωση αλλά και με σπασμωδικές, βίαιες κινήσεις, σαν να ήταν ο Ήφαιστος ο ίδιος, αλλά σαν τελείωνε τη δουλειά, έπλενε με προσοχή κι ευλάβεια τα δάχτυλά του ένα ένα, λες και ήταν ιερά λείψανα αγίων, άνοιγε μια θήκη και έβγαζε το κλαρίνο του. Το χάϊδευε στοργικά, σαν το κορμί μιας γυναίκας που το γνωρίζεις χρόνια αλλά δεν το έχεις χορτάσει ποτέ, το έβαζε στα χείλη του… και μια βαθιά πνοή έβγαινε από τα χείλη του κλαρίνου και γέμιζαν το στόμα του Γάκη.

Λαλούσαν μαζί. Αργυροκαστρίτικο κοφτό. Μπεράτι. Καραγκούνα σβαρνιάρα, κι εκείνα τα πωγωνίσια, όλο έμμετρο παράπονο, που σου ράγιζαν την καρδιά. Τον Σκάρο, τού τον έπαιξε το βράδυ που πέρασε από το εργαστήρι του και τού είπε πως δεν είχε να τον πληρώσει για τις δουλειές που του χρώσταγε, πως είχε μπει η τράπεζα στη μέση και θα έχανε το σπίτι του, πώς θα τά’χανε όλα.

– Ωχ, μωρέ, ο Θεός είναι μεγάλος, του είχε πει ο Γάκης. Κατέβασε ένα τσίπουρο τώρα να κατέβει η πίκρα, άκου τον σκάρο κι άμα είναι το, όταν τά ‘χεις, μου τα δίνεις.

Το τιτίβισμα του κλαρίνου ήταν βάλσαμο για την πονεμένη του καρδιά κι έτσι δεν κακοκαρδιώθηκε όταν έμαθε ότι πήγε σαν έφεξε στον αδερφό του, να του ζητήσει ενέχυρο για τα χρωστούμενα.

Σ’ όλες τις χαρές και σ’ όλους τους γάμους έπαιξε ο Γάκης με το μισό δάχτυλο, στη χαρά του γιού του δεν έπαιξε. Και τούτο γιατί δεν άφηνε η νύφη του η ξένη, πού του την κουβάλησε μετά από ταξίδι στη Μύκονο.

“No Dad, that music is so morbid. It’s a happy occasion. It’s our day. We are going to play music that expresses our love,” τού το είχε κόψει. «Να σε εξπρέσσουν οι τέσσερις που έστειλα το γιο μου στο χωριό να βρει νύφη και μού ‘φερε εσένα το ξυλάγγουρο,» σιγομουρμούρισε.

Κι από την ντροπή του, δεν κάλεσε κανέναν από μας στο γάμο, γιατί χαρά και λύπη χωρίς κλαρίνο δε γίνεται, και τι να χαρεί δηλαδή, που πήρε ο γιος του την ξεβράκωτη να την βάλει σε σπίτι και του κάνει από τώρα κουμάντο.

Μόνο που τους κάλεσε όλους, παραμονή του γάμου στο γκαράζι, να γλεντήσουν τον καημό του, και πάνω από κασόνια μπύρας χόρεψαν το «Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια», κι έπαιξε κι ο γιος του Γάκη, που ήταν πιο δεινός από τον μπαμπά του στ’ αλήθεια για τελευταία φορά, γιατί με το που παντρεύτηκε, του τό ‘κοψε η προκομμένη η πούρλα. Κι πάντεχαν μην παίξει στα βαφτίσια του εγγονιού, αλλά βαφτίσια δεν γίνανε γιατί: “We don’t want to impose any belief system on our children. They should be free to make their own choices,” του ορμήνεψε η καχλάνα και ο Γάκης αγγόνι που δεν ήταν λαδοβαφτισμένο δεν δέχονταν στο σπίτι του κι είπε στο γιο του: «Ου να την είχε κάνει η μάνα της σκατά καλύτερα κι να σ’είχενε πνίξ’ εσένα ο παπάς στην κολυμπήθρα όντας σε βάφτιζε».

Και κατόπι το παιδί έμεινε αβάφτιστο και ούτε ελληνικά έμαθε, γιατί μόλις τα μαρτύρησε ο γιος στην πεντετύφω, τι μολόγησε ο Γάκης, τους έμασε και μετακόμισαν στην άλλη άκρη της πόλης, κι ο Γάκης πικρά το μετάνιωσε γιατί για να ανταμωθεί με το γιο του έπρεπε να κάνει σχέδιο ολόκληρο στα κρυφά, και η καρδιά της γυναίκας του δεν άντεξε κι έμεινε αυτή στον τόπο, κι ο Γάκης ολομόναχος. Κάποια στιγμή, όταν του τά’ γραψε του γιου ο Γάκης τα οικόπεδα για να βγει στη σύνταξη, συμφιλιωθήκανε. Τού ζήτησε εκείνο το σιούφαρο, η νύφη να πει “sorry” κι αυτός το είπε, κι έτσι καμιά φορά έρχονταν από το σπίτι να φάνε κανένα μπάρμπεκιου, αραιά και που, γιατί όπως του έλεγαν, ήταν και πολύ μπύζυ.

Πάντως, από την ημέρα εκείνη, όπως έλεγε ο ίδιος, του έφυγε όλη η χαρά, αλλά συνέχιζε να παίζει με μανία. Όλες οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, όλοι οι κρυφοί του πόθοι έβγαιναν από το στόμιο εκείνου του κλαρίνου. Άσε που καθώς περνούσαν τα χρόνια κηδείες γίνονταν περισσότερες από γάμους. Και να σου εκεί ο Γάκης, να συνοδέψει τον νεκρό στον τελευταίο του μαχαλά. Δεν έπαιζε βέβαια για τον οποιονδήποτε, ακόμη κι αν του το ζητούσαν. Έπρεπε, έλεγε, να ήταν ο μακαρίτης ή μερακλής, ή γλεντζές ή να είχε φύγει με ντέρτι, για με παράπονο.

Ο μπάρμπα Γούσιας δεν ήταν ούτε μερακλής, ούτε γλεντζές. Πού να τον άφηνε η γυναίκα του να ξεπορτίσει; Στις πέντε το απόγευμα, μόλις σφάλναγε από τη δουλειά, τον περίμενε στο κατώφλι της εξώπορτας μπροστά, με τα χέρια σταυρωμένα. Κι αν κόταγε να αργήσει έστω κι ένα τέταρτο, αν περνούσε χωρίς να την είχε προειδοποιήσει, από το φούρνο να πάρει ψωμί, αν αργούσε έστω το τραίνο, άρχιζε την ανάκριση η Γούσιαινα. «Κρένε νταλακιασμένο, πού γκιζέραγες;» Και τού ‘ριχνε βροχή τις καρπαζιές. Εκείνος, νηφάλιος, και ήρεμος, τα δέχονταν όλα αδιαμαρτύρητα, χωρίς να σηκώσει ούτε μια φορά το χέρι.

Οπότε, ούτε με ντέρτι, ούτε με παράπονο έφυγε γιατί τά ‘θελαν κι αυτουνού τα κωλομέρια του. Τον βρήκε μια μέρα η γυναίκα του, ξερό κάτω από την πίσω λεμονιά, με τα παντελόνια κατεβασμένα στις φτέρνες του, γιατί τό’χε συνήθειο να την κατουράει όπως μολόγαγε, αν και με τα χάπια που του έδινε ο γιατρός, για την πίεση έλεγε, πίστευε ότι τα λεμόνια είχαν πάρει τη γεύση κίτρου, κάτι που παραξένεψε τη Γούσιαινα, γιατί ξερός μπορεί να ήταν, αλλά με μια στύση να, πού δεν την είχε ματαδεί στα σαράντα χρόνια του έγγαμου βίου τους, αφού ο Γούσιας ήταν άνθρωπος της εκκλησίας.

Τού το χρώσταγε ο Γάκης, όπως είπε, γιατί νεαρά παιδιά στη Καστάνιανη, κίνησαν με τα ζωντανά για τα Γιάννενα και σαν έφτασαν εκεί, και γεύτηκαν τις ηδονές εκείνης της χήρας στην Καλούτσιανη, τους μείναν λεφτά μόνο για να πάρουν κάτι κονσέρβες με ντολμάδες για το δρόμο. Κι εκεί στο δρόμο που πείνασαν, πάει ο Γούσιας να ανοίξει την κονσέρβα και τι να δει, αμπελόφυλλα σκέτα ήταν.

– Ουι, ο μαύρος και η δικιά μου ίδια είναι, φώναξε ο Γάκης και έκανε πως την πέταξε. Έκανε υπομονή ως το βράδυ βράδυ, άνοιξε την κονσέρβα κι έφαγε τους ντολμάδες κρυφά, την ώρα που ο Γιούσιας κοιμόταν και η κοιλιά του γουργούριζε. Από τότε κουβαλούσε το κρίμα του γιαλαντζή μια ζωή.

“Do you HAVE to play, θείο?” τον ρώτησε ο γιος του Γούσια. Με μια κοιλιά τόση, το σκουλαρίκι στο αυτί τον μάρανε. “We’ve got a slideshow we want to show back at the hall.”

“It’s a celebration of life,” τον έκοψε η νύφη του Γούσια. “We don’t want any sadness. Μπαμπά has gone to a better place.”

– Γιες άϊ χέβ του πλάϊ, απάντησε θυμωμένα ο Γάκης. Και δεν έπαιξε μόνο την Μαργιόλα, αλλά έμπηξε το κλαρίνο μέσα στο χώμα σαν τον σκέπασαν, να ακούσει ο αποθαμμένος, σχηματίζοντας ένα βαθύ Ο στη λάσπη, και του είπε το «Βγήκα ψηλά και πλάγιασα, σε πέτρα σε λιθάρι, και εκεί ήταν μνήμα γιε μου κλέφτικο, θαμμένο παλληκάρι,» αποκαθιστώντας έτσι, το χαμένο του αντριλίκι.

Και ενώ όλοι γύρω μιλούσαν και έδειχναν ο ένας στον άλλον τα κινητά τους τηλέφωνα, έβγαλε ένα: «Τι κακό καμ’ ο καημένος και με λένε όλοι φονιά» και εξιλέωσε το κρίμα που κουβαλούσε μέσα του τόσον καιρό.

Ξαλαφρωμένος, ένιωσε μία αλλόκοτη χαρά να αναβλύζει από τη γη και να διαπερνά το κλαρίνο του. Είχε περάσει σε ένα βαρύ βλάχικο, «Τζούε λάϊε,» κανονικά πολυφωνικό, αλλά ποιος να κρατήσει ίσο, ποιος να κάνει τον γυριστή, όταν του τράβηξε το μανίκι ο γιος του μπάρμπα Γούσια.

“Wrap it up θείο, we gotta get back to the hall to do the slideshow. Tamara has jazz ballet straight after.”

Ένα δάκρυ παχύ και στρογγυλό σαν ρουλεμάν κύλησε από το μάτι του Γάκη και έσχισε το μάγουλο του. Πήγε στο χωλ, τι νά ‘κανε. Και είδε στις διαφάνειες, τα κύρια σημεία της ζωής του μπάρμπα Γούσια.

Ο μπάρμπα Γούσιας με την Κινέζα συμπεθέρα του γιου. Ο μπάρμπα Γούσιας με τον γκόμενο του εγγονιού του στο μπάρμπεκιου. Ο μπάρμπα Γούσιας αγκαλιά στο γάμο της κόρης με την Γούσιαινα να τον αγριοκοιτάζει. Τα ογδοηκοστά γενέθλια του μπάρμπα Γούσια στο μπαρ που για τρεις μήνες είχε ανοίξει ο τρίτος γκόμενος της εγγόνας του.

Και όλοι οι παρευρισκόμενοι να χασκογελούν και να κουτσομπολεύουν. Δάκρυσε και πάλι. Βαλαντωμένος, σηκώθηκε, κι έφυγε.

Εκείνο το βράδυ, σαν έπεσε να πλαγιάσει, στουπί στο μεθύσι, άφησε το χέρι του, για πρώτη φορά σε δεκαετίες να γλιστρήσει πάνω από τα οπίσθια της γυναίκας του.

– Άκου δω, τραύλισε. Όταν ψοφίσω εγώ, να φωνάξεις το Γάκη. Και θα με μοιρολογήσετε. Δε θα πάω άκλαυτος εγώ.

– Άϊ φύγε από δω σιχαμένε! τού πέταξε εκείνη, ξεκολλώντας με νεύρο το χέρι του από τον πισινό της. Που βρωμοκοπάς σαν νταμιτζάνα και θες και μοιρολόγια βραδιάτικα!

Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πιεί το χάπι της δυσπεψίας.

– Είσαι αχώνευτος! του φώναξε.

Εκείνον όμως, τον είχε πιάσει ήδη το ροχαλητό.

Από τον Νάσιο το μαραγκό, έμαθε ότι τους άφησε όλους χρόνους ο Γάκης, γιατί ο γιος του δεν είχε βάλει αγγελία στην εφημερίδα. Τον πήρε τον Νάσιο καιρό να βρει το γιο, διότι κανείς δεν ήξερε που έμεινε, και τυχαία πέρασε από το σπίτι του Γάκη ο Νάσιος και είδε την ταμπέλα που έδειχνε ότι το σπίτι πουλήθηκε. Άλλωστε, ο γιος είχε πάει οικογενειακό ταξίδι στο Μπαλί, ευθύς μετά από το θάνατο, και έτσι κανείς δε γνώριζε τίποτε.

Μάταια έψαχνε για το μνήμα του Γάκη στα κοιμητήρια της Μελβούρνης, και αυτό, επειδή τον Γάκη τον έκαψαν και σκόρπισαν την τέφρα του στο λιμάνι του Port Melbourne, διότι όπως μολόγαγε η νύφη στην κουμπάρα της συννυφάδας της ανιψιάς του Γάκη, που συζούσε με έναν Κολομβιανό αρσιβαρίστα, άρτι αφιχθείς, και τα είχαν καλά, στα τελευταία του, όταν του επιτρεπόταν η έξοδος από το νοσοκομείο για μικρά διαστήματα, και του ζητούσαν που ήθελε να τον πάνε, τους έλεγε: «Ρίξε με στο γιαλό να τελειώνω μια και καλή».

“We’re so happy we can fulfil his dying wish,” συμπλήρωσε η νύφη, ανακατεύοντας τον φραπέ με γάλα σόγιας, γιατί πλέον, είχε εξελληνιστεί.

Για τούτο κάλεσε τους λιγοστούς εναπομείναντες της παλιάς παρέας· γκαβός ο ένας, κουτσός ο άλλος, και με κόπο έσκαψε έναν λάκκο στην πίσω αυλή, αψηφώντας τα τσιρίγματα γυναίκας και κόρης που ούρλιαζαν εν αρμονία: “You’ve ruined our courtyard garden. Where the bloody hell am I supposed to do my yoga now, you selfish prick?”

Ανάψε τα κάρβουνα και σκέπασε με ελαφρές, άνετες κινήσεις, το κλέφτικο.

Και επειδή δεν είχε απομείνει πλέον κανένας να παίξει κλαρίνο, ήπιαν μπύρες μέχρι σκασμού, έβαλαν δίσκους του Κιτσάκη στο σκονισμένο πικάπ, γνωρίζοντας ότι δεν τον χώνευε καθόλου ο Γάκης, όχι μόνο γιατί αλλοίωνε τους στίχους των τραγουδιών, αλλά επειδή, όπως υποστήριζε, με τις μαλαγανιές του, τού είχε πάρει τη θέση στο μαγαζί που έπαιζε και στάθηκε αφορμή για να μεταναστεύσει στην Αυστραλία.

Σαν έφαγαν, σαν έφυγαν, σαν τον σκυλόβρισε για τελευταία φορά και του κλείδωσε την πόρτα η γυναίκα, έμεινε σκυφτός πάνω στη στάχτη του λάκκου. Κι εκεί, όπου η στάχτη ακόμη κοκκίνιζε πριν κρυώσει, του φάνηκε πώς είχε σχηματιστεί ένα μεγάλο Ο, στο μέγεθος του στομίου ενός μπηγμένου κλαρίνου στην τέφρα.

Πήρε να φυσάει. Τα φύλλα του δρυός στην αυλή του Αυστραλού γείτονα θρόϊζαν σαν στίχους από αλλόγλωσσους χρησμούς ενός μουλωχτού Δωδωναίου Δία. Ένας ελαφρύς ανεμοστρόβιλος σήκωσε τη στάχτη, σχηματίζοντας ένα Ο, που όλο ανέβαινε στον αέρα. Μια βαθιά βουή σφύριζε στα κενά στόμια των μπουκαλιών της μπύρας. Και κατόπι, τίποτε.