Σας γράφω από Ελλάδα. Δεν με γνωρίζετε. Επικοινωνώ μαζί σας, μετά από προτροπή του κου Αναστασίου Κολοκοτρώνη, από τη Μελβούρνη. Σας εύχομαι καλή και ευλογημένη χρονιά.

‘Eκανα μία ανάρτηση στο fb και με προέτρεψε ο κος Κολοκοτρώνης να σας τη στείλω. Ασχολούμαι με τη συγγραφή της τοπικής ιστορίας κι όχι μόνο. Το Μάρτιο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και Κύπρο το βιβλίο μου “Εκ Δυσμών”, που πραγματεύεται την ιστορία της Θεσσαλονίκης και του κάμπου της έως την απελευθέρωσή της το 1912.

Τώρα ετοιμάζω την κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου που θα αφορά την ιστορία της Θεσσαλονίκης από το 1913 έως το 1963. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται και η μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Ακολουθεί το κείμενό μου:

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ

Συμπληρώνεται ένας ολόκληρος αιώνας από την τελευταία πρωτοχρονιά που βίωσαν στην ελεύθερη Μικρασία και Θράκη οι Έλληνες κάτοικοί τους. Η επόμενη πρωτοχρονιά τούς βρήκε σε μια αφιλόξενη πατρίδα, της οποίας οι γηγενείς κάτοικοί της τούς αντιμετώπιζαν, όχι ως Συνέλληνες, αλλά ως «Μικρασιάτες» και «Θρακιώτες».

Όλα είχαν χαθεί και προδιαγραφεί το βράδυ της 29ης Αυγούστου 1921, όταν η ελληνική Στρατιά κοινοποίησε διαταγή απαγκίστρωσής της από το μέτωπο του Σαγγάριου: «Εχθρός ενεργήσας σήμερον επανειλημμένας σφοδράς επιθέσεις κατά Γ’ Σώματος Στρατού, απεκρούσθη με μεγάλας απωλείας, μεταξύ των οποίων εκατοντάς αιχμαλώτων. Στρατιά θα διαβεί τον Σαγγάριον και εγκατασταθεί εν αμυντική τοποθεσία, οπίσω…».

Από την στιγμή που η ελληνική Στρατιά πέρασε στη δυτική όχθη του ποταμού Σαγγάριου, το ηθικό των στρατιωτών της κατέρρευσε και η νίκη του Κεμάλ ήταν πλέον θέμα χρόνου.

Μετά τη διαπεραίωση της Στρατιάς στη δυτική όχθη του Σαγγάριου, η Γαλλία επέλεξε να απεμπλακεί από την περιοχή της Κιλικίας και στις 7 Οκτωβρίου 1921 συνήψε με τους κεμαλικούς τη «Συνθήκη της Άγκυρας», άλλως συνθήκη του Franklin Bouillon[1], με την οποία οι δύο πλευρές ρύθμισαν τις λεπτομέρειες της οριστικής αποχώρησης του γαλλικού στρατού από τη Μικρά Ασία.

Σε εκτέλεση των όρων της συνθήκης αυτής, οι γαλλικές δυνάμεις εφοδίασαν τις κεμαλικές με 1.500 πολυβόλα, με πυροβόλα, με πυρομαχικά, με πολυάριθμα φορτηγά τύπου Berliet, ακόμα και μ’ αεροπλάνα. Ανάλογη ανθελληνική στάση τήρησαν και οι Ιταλοί, οι οποίοι παρέδωσαν το πολεμικό υλικό τους στους κεμαλικούς, μετά την αποχώρησή τους από τη ζώνη της Αττάλειας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Γαλλοϊταλοί «σύμμαχοί» μας αποσύρθηκαν από τη Μ. Ασία κι άφησαν την Ελλάδα ν’ αντιμετωπίσει μόνη της τον αξιόμαχο πλέον τουρκικό στρατό και τον ικανότατο ηγέτη του, τον οποίο μάλιστα φρόντισαν να ενισχύσουν παντοιοτρόπως.

Μετά την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων των δύο εμπολέμων σχηματισμών, ο πρωθυπουργός Γούναρης άρχισε να ικετεύει τους συμμάχους για μία συμβιβαστική λύση, χωρίς όμως οιοδήποτε ίχνος πολιτικής διόρασης στην χάραξη της στρατηγικής του.

Όμως, η τετράμηνη περιπλάνησή του σε Λονδίνο, Παρίσι και Ρώμη για εξεύρεση χρημάτων, που πραγματοποιήθηκε από 3 Οκτωβρίου 1921 έως 21 Φεβρουαρίου 1922, δεν απέφερε το απαραίτητο δάνειο για τη συντήρηση του στρατού της Μικράς Ασίας.

Στο μεταξύ, η ενιαύσια στασιμότητα των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο μικρασιατικό μέτωπο (Αύγουστος 1921 – Αύγουστος 1922) επέφερε καταστρεπτικά αποτελέσματα τόσο στο ηθικό των ελληνικών στρατευμάτων, που κατ’ ουσία έμειναν άπραγα, σε αντίθεση με τα τουρκικά που εκπαιδεύονταν εντατικά όσο και στην οικονομία της χώρας, για την οποία λήφθηκαν ακραία μέτρα, όπως το Α’ Αναγκαστικό Δάνειο, με το οποίο θεσπίσθηκε μια τεχνητή εσωτερική υποτίμηση.

Την κακή κατάσταση του ελληνικού στρατού επιδείνωσε και η συνεχιζόμενη ευνοιοκρατία προς τους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς και στρατιώτες, οι οποίοι διήγαν στα μετόπισθεν ζωή σκανδαλώδη, τόσο σε βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων της Μικρασίας όσο και των ελληνικών πληθυσμών της.

Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, αντιβενιζελικοί αξιωματικοί επεδίωκαν να λάβουν μετάθεση στην Παλαιά Ελλάδα και στρατιώτες υποχρεώνονταν να μη επιστρέψουν στη Μικρασία, όταν επισκέπτονταν τα σπίτια τους, με προφορικές άδειες.

Την κατάσταση αποσύνθεσης του ελληνικού στρατού και εγκατάλειψης της Μικράς Ασίας αντιλήφθηκαν οι δημογέροντες των μεγάλων μικρασιατικών πόλεων και περί τα τέλη του 1921 επιχείρησαν να συστήσουν αμυντική οργάνωση για την αυτονόμηση της Ιωνίας.

Στην προσπάθεια δημιουργίας του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης πρωτοστάτησαν ο οικουμενικός πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης, ενώ επικεφαλής του τοποθετήθηκε ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, που στρατολόγησε έμπειρους στρατιωτικούς και ξεκίνησε τη συγκρότηση ενόπλων τμημάτων, στελεχωμένων από Μικρασιάτες, οι οποίοι ετοιμάστηκαν να προασπίσουν τις πόλεις και τα χωριά τους.

Αφού ήρθε σε επαφή με τους εγκατεστημένους στην Κωνσταντινούπολη ανώτερους και ανώτατους βενιζελικούς αξιωματικούς Θεοδ. Πάγκαλο, Κωνστ. Νίδερ, Δημ. Ιωάννου, Γεώργ. Κονδύλη και Ναπολ. Ζέρβα, που δήλωσαν διατεθειμένοι να πολεμήσουν και πάλι, ο Παπούλας ενημέρωσε την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεν είχε αποστεί από τον βασικό στόχο της να εκδικηθεί τους λαμπρούς βενιζελικούς αξιωματικούς.

Γι’ αυτό και δήλωσε στον Παπούλα ότι δεν διαφωνεί με το εγχείρημα, υπό τον απαράβατο όμως όρο όμως, οι Έλληνες αξιωματικοί να μεταβούν στη Σμύρνη, μέσω … Αθήνας (!), με προφανή πρόθεση να τους συλλάβει.

Η υποκριτική αυτή στάση της ελληνικής κυβέρνησης τρόμαξε τους επικεφαλής της Εθνικής Αμύνης, οι οποίοι ματαίωσαν το εγχείρημά τους, κάκιστα όπως αποδείχθηκε αργότερα.

Συγχρόνως, η κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη εξώθησε σε παραίτηση τον αρχιστράτηγο Αν. Παπούλα, τον οποίο αντικατέστησε στις 23 Μαΐου 1922, με τον Γεώργιο Χατζανέστη, σύζυγο της αδελφής του υπουργού Στρατιωτικών Νικ. Στράτου, ο οποίος με αδιανότητη επιπολαιότητα οδήγησε τον ελληνικό στρατό στην ήττα και τον ελληνισμό στον όλεθρο.