Μπορούμε να πούμε πως η νεοελληνική ποίηση άρχισε με τον Διονύσιο Σολωμό (1798-1857), όταν τον Μάιο του 1823 δημοσίευσε το ποίημά του «Ύμνος εις την Ελευθερία», αποτελούμενο από 158 τετράστιχες στροφές, οι δύο πρώτες από τις οποίες έχουν καταστεί ο Εθνικός μας Ύμνος.

Δύο χρόνια μετά το θάνατο του Σολωμού γεννήθηκε ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος θεωρείται ο δεύτερος σε απήχηση, μετά τον Σολωμό, ποιητής της σύγχρονης Ελλάδας.

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα τον Ιανουάριο του 1859, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δικαστικός.

Ήταν μόλις εφτά χρονών όταν έχασε τους γονείς του, και ο θείος του Δημήτριος Παλαμάς τον πήρε κοντά του στο Μεσολόγγι, όπου τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα.

Ο Άγγελος Δόξας, στο βιβλίο του «Παλαμάς – Ψυχολογική ανάλυση έργου και ζωής», στο Κεφάλαιο 3 «Η ορφάνια» μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα:

«Η άλλη μοιρόσταλτη σαΐτα που τραυμάτισε ανεπούλωτα την ψυχή του Παλαμά, ήταν η ορφάνια του. Εφτά χρονών και μέσα σε σαράντα μέρες έχασε και μάνα και πατέρα.

Στην αυτοβιογραφία του γράφει: «Εφτά χρονών παιδάκι, συντριμμένη η βάρκα μου. Ο θάνατος μάς άρπαξε πατέρα και μητέρα κι έκλεισε το σπίτι. Από τον τόπο που μας βρήκε το κακό, μάς περάσανε μια νύχτα, ναυαγούς, μέσα σ’ ένα καϊκάκι, στον γειτονικό τον τόπο (Μεσολόγγι), όπου περίμεναν να μας περιμαζέψουν… Μπήκα στην καινούρια φαμελιά, στο σπίτι του θείου μου, ίσα από το καΐκι που μ’ έβγαλε έξω, βαστώντας στο χέρι ένα βιβλίο, το «Γεροστάθη».

Αλλά αν τον Γεροστάθη τον κρατούσε στο χέρι, μέσα στα κατάβαθά του – καθώς λέει πάλι ο ίδιος – κρατούσε τα μνήματα των γονιών του.

Γράφει για τους γονιούς του: «Τίποτε δεν γνώρισα από κείνους, τίποτα δεν κέρδισα, μήτε τα φιλιά τους θυμάμαι, μήτε το φίλτρο που ένιωσα. Μα μήτε μέσα μου ρίζωσε, μήτε φύτρωσε κάτι που να μοιάζει με στοργή και με σέβας και με αγάπη του παιδιού προς τους γεννήτορές του… Αισθάνομαι πως λείπει από την ψυχή μου κάποιο ποσό τρυφεράδας που μας μένει πάντα λείψανο από την αγάπη κι από το φιλί της μητέρας. Δεν το πρόφτασα…».

Το 1875, σε ηλικία 16 ετών, πήγε στην Αθήνα για σπουδές, και μετά από ένα διάστημα γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως διαπίστωσε πως η πραγματική του κλίση ήταν η ποίηση, και δεν συνέχισε τις σπουδές του.

Έτσι άρχισε να δημοσιεύει έργα του σε εφημερίδες και σε περιοδικά του καιρού του, και παράλληλα να γράφει ποίηση. Το 1886 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος μου».

Τον Δεκέμβριο του 1887 ο Παλαμάς παντρεύτηκε την Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, τον Λέανδρο, την Ναυσικά και τον Άλκη.

Το 1889 το ποίημά του ‘Ο Ύμνος της Αθηνάς’, απαρτιζόμενο από 591 στίχους, βραβεύθηκε στον Α΄ Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό, γεγονός που οδήγησε στην αναγνώριση του Παλαμά ως ποιητή με αξιώσεις. Η αναγνώριση εκείνη ενισχύθηκε έναν χρόνο αργότερα και από τη βράβευση της ποιητικής του συλλογής «Τα Μάτια της ψυχής μου» στον Β΄ Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό το 1890.

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Τον Οκτώβριο του 1897 ο Παλαμάς διορίστηκε Γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο. Οι εφημερίδες της εποχής εκείνης Εστία, Άστυ, και Ακρόπολις επαίνεσαν την απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου, και παράλληλα εγκωμίασαν τον Παλαμά.

Τον ίδιο χρόνο με το διορισμό του ο Παλαμάς εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι», η οποία αποτελεί σταθμό στο έργο του. Στην συλλογή εκείνη ο Παλαμάς δείχνει πιο ώριμος, έχει προσωπικό τόνο, και δίνει λιτά και επιγραμματικά τις συγκινήσεις που του χάριζε ο κόσμος της ιστορίας και της ζωής.

Το 1898 ο θάνατος του μικρού του παιδιού Άλκη συνέτριψε την πατρική του καρδιά, όπως διαπιστώνουμε από την μικρή ποιητική συλλογή «Ο Τάφος» που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Ακολουθούν δύο στροφές από ένα ποίημα.

 

Άφκιαχτο κι αστόλιστο

του χάρου δεν σε δίνω.

Στάσου με το ανθόνερο

την όψη σου να πλύνω.

 

Το στερνό το χτένισμα

με τα χρυσά τα χτένια

πάρτε απ’ τη μανούλα σας

μαλλάκια μεταξένια.

Το 1904 ο Παλαμάς κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», στην οποία η συγκίνηση δένεται σφιχτά με το στοχασμό για τη ζωή.

Σημαντικός σταθμός στη δημόσια αναγνώριση του Κ. Παλαμά ήταν η απονομή του «Εθνικού Αριστείου Γραμμάτων και Τεχνών» το 1914, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας είχε γίνει Πρόεδρος το 1930.

Έχοντας περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του αμετακίνητος από την Αθήνα, ο Παλαμάς ζούσε μια πραγματικά ‘ασάλευτη ζωή’, κλεισμένος στο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5 με τη γυναίκα του και την κόρη τους Ναυσικά.

Λίγες μόλις ημέρες μετά το θάνατο της γυναίκας του Μαρίας, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, πέθανε και ο ίδιος. Στο A΄ Νεκροταφείο η Αθήνα αποχαιρέτησε τον μεγάλο ποιητή, μετατρέποντας την κηδεία του σε αυθόρμητη εκδήλωση εναντίον του καθεστώτος της κατοχής από τους Γερμανούς, υπό τον ήχο των αποχαιρετιστήριων στίχων του ποιητή Άγγελου Σικελιανού.

Ακολουθούν οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος:

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό

με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,

κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,

ποιον κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

 

Ο Αντρέας Καραντώνης στο βιβλίο του Φυσιογνωμίες – Κριτικά Δοκίμια, Αθήνα 1966, για τον Κωστή Παλαμά μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα:

«Από την αρχή ως το τέλος της ζωής του, δεν παύει ο Παλαμάς να διδάσκει και θεωρητικά και πρακτικά, πως για να μείνει κανείς άξιος πιστός του λόγου, της τέχνης, δε φτάνει μονάχα η έμπνευση, το φυσικό ταλέντο, μα χρειάζεται αδιάκοπη πνευματική τελείωση, βαθιά μελέτη, και σκληρή προπόνηση.

Σπαταλήθηκε ολόκληρος στη φροντίδα της τέχνης του, ως τα παραμικρά καθέκαστα. Και το πιο ασήμαντο γράμμα που θα έγραφε, το φρόντιζε ο Παλαμάς σα λογοτέχνημα».

Ο Λίνος Πολίτης στο βιβλίο του Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1980, μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα για τον ‘Δωδεκάλογο του Γύφτου’:

{…}«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου είναι χωρισμένος σε δώδεκα ‘λόγους’ (άσματα) και σε ποικίλους ρυθμούς, με κυρίαρχο έναν εντελώς ιδιότυπο ελεύθερο στίχο.

Το κεντρικό πρόσωπο, ο Γύφτος, περνά όλα τα σκαλοπάτια της άρνησης, μιας άρνησης ολοκληρωτικής, προς όλους και προς όλα, ώσπου να τον συμφιλιώσει στο τέλος με τη ζωή ένα βιολί. Το σύμβολο μπορεί να είναι αρκετά διαφανές, αλλά ο ποιητής ξεφεύγει από τον κίνδυνο αυτόν, πρώτα – πρώτα γιατί το ποίημα, στην πλατιά ροή του, πότε αγγίζει περιοχές καθαρά επικές και πότε βαθαίνει σε ευτυχισμένες στιγμές γνήσιας λυρικής έμπνευσης».

Εκτός από ποίηση, ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, την ‘Τρισεύγενη’ (1903), που ξεχωρίζει για την γνήσια ποιητική συγκίνηση, μια σειρά διηγημάτων, και πλήθος κριτικών δοκιμίων.

Το 1934 ο Παλαμάς ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς η φήμη του είχε προ πολλού διαβεί τα σύνορα του ελληνικού κράτους, αλλά δεν του απονεμήθηκε.

Ένδειξη του κύρους που διέθετε ο Κωστής Παλαμάς ήταν το γεγονός ότι του είχε ανατεθεί η σύνθεση του ‘Ολυμπιακού Ύμνου’ όταν έγινε η έναρξη των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896.

Θα κλείσω τη σύντομη αυτήν αναφορά στη ζωή και στο έργο του Κωστή Παλαμά με τον θαυμάσιο αυτόν ύμνο, ο οποίος είχε μελοποιηθεί από τον Κερκυραίο συνθέτη Σπύρο Σαμάρα.

Ολυμπιακός Ύμνος

Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα

του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,

κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα

στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

 

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,

στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,

και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι

και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.

 

Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουν μαζί σου

σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,

και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,

αρχαίο πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός.