«Έφυγε» ο θρυλικός Έλληνας της Αυστραλίας, Νίκος Πολίτης

Υπήρξε κορυφαίος τζαζίστας, έπαιξε με τον Λούις Αρμστρογκ, ήταν ο πρώτος διευθυντής της «Πρόνοιας» και η ζωή του όλη ήταν αφιερωμένη στην τζαζ και την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών στον Ελληνισμό

«Έφυγε» πλήρης ημερών ο ομογενής Νίκος Πολίτης, η ιστορία του οποίου μοιάζει με παραμύθι.

Ο ίδιος γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1927. Η μητέρα του καταγόταν από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας και γνώρισε τον πατέρα του το 1924, λίγο μετά το διωγμό, στη Μελβούρνη όπου και παντρεύτηκαν.

Ο Νίκος Πολίτης ήταν γνωστός για πολλά. Κυρίως, όμως, για την αγάπη του για την τζαζ και την προσφορά του που ξεχώρισε μέσα από την Πρόνοια της οποίας υπήρξε ο πρώτος διευθυντής.

Ήταν καλός φίλος του «Νέου Κόσμου» και τον παρουσιάσαμε πολλές φορές από τις σελίδες μας.

Το 2017 ο Con Pagonis έγραφε γι’ αυτόν:

«Στην 72η Σύνοδο για την Αυστραλιανή Τζαζ που έγινε στο Ballarat στα τέλη του 2017, ο Nick Polites ήταν στο επίκεντρο των εκδηλώσεων και o κεντρικός ερμηνευτής με διάφορα σύνολα. Η Σύνοδος για την Αυστραλιανή Τζαζ είναι η μεγαλύτερη εκδήλωση του είδους της στον κόσμο, καθώς γίνεται κάθε χρόνο στην Αυστραλία μεταξύ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς από το 1946.

Το πρώτο συνέδριο του 1946 είχε γίνει στην αίθουσα Eureka στο North Melbourne: η αίθουσα ανήκε τότε στο τμήμα της Νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας, που είδε την Σύνοδο ως ευκαιρία να στρατολογήσει νέα μέλη. Αυτό αντανακλάται άλλωστε και στις πρώτες εκδρομές που έκανε το συγκρότημα του Graeme Bell στην ανατολική Ευρώπη και την Κίνα.

Όπως και ο αείμνηστος Graeme Bell, έτσι και ο Nick είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους της τζαζ στην Αυστραλία που δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει μουσική κι ας έχει πατήσει τα 90 του χρόνια.

Τον Δεκέμβριο του 1946, ο νεαρός τότε Nick εμφανίστηκε σε εκείνη την πρώτη Σύνοδο με την μπάντα του Frank “Doc” Willis στην οποία συμμετείχε ο τρομπετίστας Manny Pappas.

Από τότε ο Nick εμφανιζόταν σχεδόν κάθε χρόνο στη σύνοδο, με εξαίρεση τις περιόδους που ταξίδευε στο εξωτερικό. Πλέον, έχοντας πατήσει τα ενενήντα, η συμβολή του Nick Polites OAM στην αυστραλιανή τζαζ κουλτούρα είναι ανυπολόγιστη.

Έμεινε αληθινά αφοσιωμένος σε όλη του τη ζωή στην πρωτότυπη κλασσική τζαζ και είναι με αυτή την έννοια ένας ζωντανός θησαυρός, ο εθνικός θεματοφύλακας της φλόγας της Νέας Ορλεάνης στην Αυστραλία.

Παιδί Ελλήνων μεταναστών, ο Nick γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1927. Η πρώτη του επαφή με τη μουσική έγινε σε ηλικία 11 ετών το 1938, όταν ένας παιδικός του φίλος -ο Denis Athins- του δάνεισε τις ηχογραφήσεις Hot Five και Hot Seven του Louis Armstrong.

Ακούγοντας για πρώτη φορά τραγούδια όπως το “West End Blues” ήταν κάτι σαν επιφοίτηση, ήταν τα τραγούδια που τον έσπρωξαν στο ταξίδι της ζωής του στον κόσμο τζαζ. Αρχικά, οι γονείς του αντιστάθηκαν στο αίτημά του να αγοράσει ένα μουσικό όργανο, καθώς ανησυχούσαν ότι η μουσική θα τον αποσπούσε από τα μαθήματά του.

Τελικά, μετά από τέσσερα χρόνια, πείστηκαν και το 1942 ο NIck κράτησε για πρώτη φορά στα χέρια του σε ένα μεταχειρισμένο άλτο σαξόφωνο.

Αν και μόλις που κατάφερνε να παίξει, ο Nick αμέσως άρχισε τις εμφανίσεις του με ερασιτεχνικά συγκροτήματα σε εκκλησιαστικούς χορούς. Ήταν ένα φυσικό ταλέντο με μουσικό αυτί που μάθαινε πολύ γρήγορα.

Πριν ακόμα πιάσει στα χέρια του μουσικό όργανο, είχε απομνημονεύσει πολλές από τις μελωδίες που θα γίνονταν στη συνέχεια το αρχικό του ρεπερτόριο. Μέχρι τα 16 του, το 1943, ο Nick είχε μαζέψει ήδη αρκετά χρήματα από τις παραστάσεις του για να αγοράσει το πρώτο κλαρινέτο του. Μόλις το έπιασε στα χέρια του, δεν κοίταξε ποτέ πίσω.

Όπως και οι πρώτοι Αφροαμερικανοί jazzmen, ο Nick ήταν αυτοδίδακτος και μέχρι σήμερα παίζει με το αυτί και δεν βασίζεται σε παρτιτούρα. Ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του ως “αργό-αναγνώστη” της λαϊκής μουσικής που έχει αποθηκευμένο στο κεφάλι του ένα τεράστιο ρεπερτόριο μελωδιών.

Ο Nick είχε πολλούς τζαζ ήρωες, , όπως τον George Lewis, αλλά δεν μιμήθηκε ποτέ το στυλ του παιξίματος κανενός. Ανέπτυξε το δικό του στυλ που επηρεάστηκε κυρίως από κλασικό Κρεόλ του κλαρινέτου που θεωρεί αυθεντικό. Το Κρεόλ της Λουιζιάνα είναι ο διάδοχος της μικτής γαλλικής και αφρικανικής-αμερικανικής κληρονομιάς.

Όσο για τις ανησυχίες των γονιών του σχετικά με τις σπουδές του αποδείχτηκαν αβάσιμες καθώς ο Nick αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης με τέσσερα πτυχία στο εμπόριο, τις γλώσσες και τις τέχνες. Αργότερα δε στη ζωή του, πήρε και πτυχίο Κοινωνικού Λειτουργού.

Στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, ο Nick έπαιξε με διάφορες ερασιτεχνικές πανεπιστημιακές και άλλες ημι-επαγγελματικές τζαζ μπάντες, μεταξύ των οποίων οι Vipers Vipers, και στη συνέχεια με τις μπάντες του Doc Willis και του Alan Bradley.

Η μεγάλη αλλαγή ήρθε στα μέσα του 1951, όταν έπαιξε στην κορυφαία επαγγελματική τζαζ μπάντα της Μελβούρνης Fabulous Dixielanders του Frank Johnson.

Το 1954 ο Louis Armstrong και το συγκρότημά του επισκέφθηκαν την Αυστραλία για πρώτη φορά και η μπάντα του Frank Johnson έπαιξε για να τους υποδεχτεί καθώς αποβιβάζονταν στο αεροδρόμιο Essendon της Μελβούρνης. Ο Armstrong και η ορχήστρα του προσκλήθηκαν στο πατρικό σπίτι του Nick για ένα καλωσόρισμα και εκείνο το βράδυ ο Louis κάλεσε τον Nick να παίξει με το παγκοσμίως γνωστό συγκρότημα All Stars στο σπίτι της οικογένειας Polites!

Ο Nick συνέχισε την καριέρα του συμμετέχοντας σε διάφορα συγκροτήματα μέχρι τη δημιουργία των Louisiana Shakers το 1994. Αυτή η μπάντα έδωσε το στίγμα στη τζαζ σκηνή της Μελβούρνης και έκανε εννέα φορές μεγάλη περιοδεία στην Αγγλία και την Ευρώπη.

Η τελευταία συναυλία του Nick με το συγκρότημα ήταν την Παραμονή των Χριστουγέννων του 2017. Ο Nick απέδωσε μνεία στον αείμνηστο Ashley Keating, ο οποίος ήταν αρχηγός των Shakers και διοργάνωσε τις περιοδείες στο εξωτερικό.

Άλλωστε οι Shakers έχουν αναγνωριστεί ως ένα από τα συγκροτήματα που κρατάνε αναμμένη την “αληθινή φλόγα” του αυθεντικού στυλ της τζαζ της Νέας Ορλεάνης.

Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Nick ανέλαβε τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου στην οικογενειακή επιχείρηση ζαχαροπλαστικής μέχρι την πώλησή της το 1971.

Ευτυχώς ο πεθερός του ήταν σε θέση να αναλαμβάνει τη διαχείριση όταν ο ίδιος έκανε περιοδείες στο εξωτερικό. Μετά την πώληση της οικογενειακής επιχείρησης, μετακινήθηκε στον τομέα των υπηρεσιών μεταναστών ως ο πρώτος Διευθυντής της Αυστραλιανής Ελληνικής Κοινωνικής Εταιρείας. Ήταν μέλος της επιτροπής Galbaly του 1979, της οποίας οι εργασίες και οι συστάσεις έβαλαν τα θεμέλια της δημόσιας πολιτικής για την Αυστραλιανή πολυπολιτισμικότητα.

ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Πέρσι, πάλι, η Ίρις Παπαθανασίου έγραφε γι’ αυτόν:

«Όσα χρόνια και αν περάσουν, ο γνωστός ομογενής τζαζίστας Νίκος Πολίτης, δεν βάζει κάτω το αγαπημένο του κλαρινέτο.

Παραμονή Χριστουγέννων, ο 93χρονος μουσικός θα κάνει μία σπάνια εμφάνιση στη Μελβούρνη, και θα παίξει τζαζ στην καφετέρια Degani στο Ivanhoe μαζί με τον Tony Orr στο μπάντζο, από τις 10 το πρωί μέχρι τις 12 το μεσημέρι.

Εκτός από μουσικός, ο Νίκος Πολίτης, υπήρξε και κοινωνικός λειτουργός, συνιδρυτής και διευθυντής της Πρόνοιας και επί σειρά ετών δεινός υπερασπιστής των δικαιωμάτων των μεταναστών.

«Είμαστε φίλοι και συμπατριώτες. Μπορεί εγώ να γεννήθηκα στην Αυστραλία και σύμφωνα με τους νόμους είμαι Αυστραλός, αλλά μου αρέσει πολύ που κατάγομαι από την Ελλάδα» μας λέει σε μια συνέντευξη που μας έδωσε με αφορμή τη χριστουγεννιάτικη συναυλία.

Άλλωστε, η πρώτη συνάντηση των δύο ομογενών από τη Λευκάδα πάει χρόνια πίσω, όταν ο 18χρονος τότε Κατσαΐτης, νεοφερμένος στην Αυστραλία, περπατώντας στους δρόμους της Μελβούρνης ακολούθησε μια μελωδία που τον οδήγησε στον Πολίτη.

Ό,τι και να γράψει κανείς για τον συγκεκριμένο ταλαντούχο ομογενή είναι λίγο. Από τη δεκαετία του 1950 γυρίζει τον κόσμο παίζοντας τζαζ στην Ευρώπη και την Αμερική. Από το 1994 μέχρι το 2005 ήταν μέλος του συγκροτήματος Louisiana Shakers με τους οποίους έπαιζε το αγαπημένο του είδος τζαζ, αυτό της Νέας Ορλεάνης.

«Αυτά ήταν τα καλά χρόνια. Έλεγα, όταν φτάσω τα ογδόντα θα σταματήσω να παίζω, γιατί δεν τα χρειάζομαι τα χρήματα και η μουσική είναι το χόμπι μου. Πέρασαν όμως δέκα χρόνια μέχρι να με πιστέψουν και οι σύντροφοί μου, και σταμάτησα τελικά τις δημόσιες εμφανίσεις όταν ήμουν ενενήντα!»

Τη δεκαετία του εξήντα και του εβδομήντα ταξίδεψε πολλές φορές στην Αμερική, και έπαιξε μαζί με τους θρύλους της τζαζ Louis Armstrong, Dizzy Gillespie, και τον George Lewis, μεταξύ άλλων.

Στην μουσική έκφραση δεν διέφερε από αυτούς και πολλοί που τον άκουγαν τον περνούσαν για κρεολό, μας λέει με περηφάνεια. Μπορεί εκείνος να έμαθε τη μουσική ακούγοντας τους δίσκους τους, αλλά εκείνοι είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει με αυτά τα ακούσματα.
Ήταν μια δύσκολη εποχή για τους μαύρους της Αμερικής, μας εξηγεί όταν τον ρωτάμε για τις αναμνήσεις του.

Ήταν η εποχή που ξεκίνησαν να αγωνίζονται για τα πολιτικά τους δικαιώματα και η αστυνομία ήταν ιδιαίτερα σκληρή μαζί τους.

«Και οι δύο γονείς μου ήθελαν να σπουδάσουμε. Μου άρεσε η μελέτη και έχω τέσσερα πτυχία από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης όπου σπούδασα οικονομικά, ιστορία, φιλοσοφία και κοινωνιολογία, αλλά έμαθα και Γαλλικά και Ελληνικά».

Όλα τα χρόνια, μας λέει, προσπάθησε να κάνει αυτό που ήθελαν οι γονείς του, αρκεί να τον αφήσουν να παίξει το κλαρινέτο.

«Εργάστηκα για 20 χρόνια στην οικογενειακή επιχείρηση, και παράλληλα έπαιζα μουσική».

Αλλά δεν αισθάνθηκε ποτέ πιεσμένος. “Άμα κυνηγάς πράγματα που σου αρέσουν δεν είναι δουλειά» τονίζει και προσθέτει πόσο σημαντικό είναι να δώσουμε στα παιδιά την ευκαιρία να παίξουν μουσική εάν δείξουν ενδιαφέρον. “Μπορεί ως επάγγελμα να είναι δύσκολο, αλλά να παίζουν για την αγάπη της μουσικής είναι πολύ ωραίο πράγμα”.

Η ζωή τον αντάμειψε με μοναδικές, ανεπανάληπτες εμπειρίες και φιλίες που του έχουν μείνει αξέχαστες. “Ο Louis Armstrong όταν ήρθε στην Αυστραλία, ήρθε σπίτι μου και παίξαμε μαζί μουσική σε πάρτι και ήταν μεγάλη χαρά για μένα”, μας λέει με συγκίνηση.

“Η αλήθεια είναι ότι η μουσική που μου αρέσει πιο πολύ απ’ όλα είναι η μουσική από τη Νέα Ορλεάνη την περίοδο 1910-20”.
Mε συντροφιά το κλαρινέτο του και τα αγαπημένα του βιβλία, ο κ. Πολίτης δεν αισθάνθηκε ιδιαίτερα τη μοναξιά της απομόνωσης που επέβαλλε η πανδημία.

Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Και πιο παλιά, η Βίβιαν Μόρρις έγραψε γι’ αυτόν:

Ο πρώην κοινωνικός λειτουργός και γνωστός κλαρινίστας Νίκος Πολίτης επιχειρεί μαζί μας ένα ταξίδι στον χρόνο που τον φέρνει σε παλιές εποχές, όταν η παροικία ήταν στα σπάργανά της και ο ίδιος είχε κάνει επιλογές ζωής από την ηλικία των 11 χρόνων.

«O πατέρας μου Θεόδωρος, ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Αυστραλία, πουλώντας φρούτα μ’ ένα καροτσάκι στα εσωτερικά προάστια της Μελβούρνης, από όπου, όμως, πολύ γρήγορα πέρασε σε άλλες μικρές επιχειρήσεις».

Η πορεία του πατέρα του στις επιχειρήσεις υπήρξε μετεωρική, με το μεγαλύτερο ίσως επίτευγμα την απόκτηση του περίφημου Green Gate Confectionery, το οποίο του το δώρησε όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.

«Δεν με παγίδευσε, παρ’ ότι ήταν μια φοβερά μεγάλη επιχείρηση. Υπήρξα τυχερός γιατί Αμερικανός επιχειρηματίας μου πρόσφερε ένα ποσόν που ήταν πολύ πιο μεγάλο από την αξία του και, με παρότρυνση του λογιστή μου, το δέχτηκα».

Ανατρέχοντας ο Νίκος Πολίτης στα παιδικά του χρόνια, θα πει: «Στο σπίτι δεν μας έλειπε τίποτε. H μητέρα μου πάντα παρακολουθούσε από πολύ κοντά τα ήθη της εποχής, που ήταν οπωσδήποτε πολύ αυστηρότερα για τα κορίτσια, στο βαθμό, μάλιστα, που οι αδελφές μου δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν ότι θα παντρεύονταν κάποιον που δεν ήταν Έλληνας».

Ακολουθεί η δική του πορεία, η οποία ξεκινά από τα μαθητικά του χρόνια: «Πήγα στο Elwood Primary School και μετά στο Melbourne High School. Στο δημοτικό θυμάμαι κέρδισα ένα βραβείο, ως ο καλύτερος μαθητής. Μου το αφαίρεσαν, όμως, αργότερα γιατί ο πατέρας μου δεν είχε πολιτογραφηθεί, παρά το γεγονός ότι εγώ ο ίδιος είχα γεννηθεί στην Αυστραλία».

«Μπορείς να διανοηθείς τι σημαίνει αυτό για ένα παιδί;» θα με ρωτήσει στην προσωπική συνάντηση που είχα μαζί του.

«Αυτή η αδικία, εντούτοις, λειτούργησε ως μεγάλο κίνητρο στις σχολικές μου επιδόσεις από εκεί και πέρα. Έτσι βγήκα πρώτος μαθητής σε όλο το σχολείο και πρώτος στις ομάδες φουτμπόλ και κρίκετ. Μάζεψα τότε όλους τους Έλληνες συμπαίκτες μου και δημιουργήσαμε τη δική μας ποδοσφαιρική ομάδα Olympic».

Ο ρατσισμός ήταν «ζωντανός» όσο ποτέ, με διαβεβαιώνει.

«Θυμάμαι περπατούσα με τη μητέρα μου και της είπα κάτι στα Ελληνικά. Ένας άντρας, πελώριος, όπως μου φάνηκε τότε, με κοιτάζει αγριεμένος στα μάτια και μου πετά κάτι που δεν ξέχασα ποτέ: ‘μίλα Αγγλικά, αλλιώς πήγαινε από κει που ήλθες’».

ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΜΑΧΗΤΗΣ

Προσωπικά, τον θυμάμαι διευθυντή της Ελληνο-Αυστραλιανής Κοινωνικής Πρόνοιας, συνεπή και αδάμαστο εργάτη της κοινωνικής δικαιοσύνης, ήπιο, χαμογελαστό, αλλά με μία τρομακτική ικανότητα να λύνει προβλήματα και να κερδίζει συνεχώς έδαφος στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων όχι μόνο των Ελλήνων μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς, αλλά της ευρύτερης πολυεθνικής κοινωνίας.

Άρχισα ως εθελοντής στον οργανισμό του οποίου υπήρξα συνιδρυτής το 1972 και υπηρέτησα για μια ολόκληρη 15ετία. Για να μπορέσουμε να πάρουμε κυβερνητική επιδότηση, θυμάμαι, έπρεπε να απασχολούμε επαγγελματίες κοινωνικούς λειτουργούς.

Επειδή, όμως, την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν επαγγελματίες δίγλωσσοι κοινωνικοί λειτουργοί στη Μελβούρνη, αναγκάστηκα να ξαναπάω στο Πανεπιστήμιο και να πάρω πτυχίο κοινωνικού λειτουργού μόνο σε δύο χρόνια, δεδομένου ότι υπολογίστηκαν οι άλλες πανεπιστημιακές σπουδές που είχα κάνει».

Ταξιδεύοντας δεκαετίες πίσω, θα πει: «Έπαιζα τις δύο γλώσσες στα δάχτυλα. Σπούδαζα στην Αγγλική και επικοινωνούσα στην Κοινωνική Πρόνοια στην Ελληνική.

Λόγω της πείρας που απέκτησα, ως κοινωνικός λειτουργός, με καλούσαν να πάρω μέρος στη δημιουργία και ανάπτυξη δημόσιας κοινωνικής πολιτικής.

Μέχρι σήμερα από την εποχή αυτή και τη δραστηριότητα που ανέπτυξα σ’ αυτόν τον τομέα, ξεχωρίζω τη συμμετοχή μου στην Επιτροπή Galbally που αναθεώρησε την πολυπολιτιστική δημόσια πολιτική στο τέλος της δεκαετίας του 1970.

Η αποδοχή των πορισμάτων της Επιτροπής αυτής από την τότε κυβέρνηση Fraser, είχε ως αποτέλεσμα την πραγμάτωση μεγάλων κατακτήσεων του πολυπολιτισμού στην Αυστραλία, που όλοι γνωρίζουμε και απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα, όπως, για παράδειγμα τη δημιουργία της SBS TV, του Συμβουλίου Εθνοτικών Κοινοτήτων, των Μεταναστευτικών Κέντρων Στήριξης κ.λπ.

Αισθάνομαι πραγματικά περήφανος για ό,τι επιτύχαμε εν μέσω πολύ αντίξοων συνθηκών, σε μια εποχή που έπρεπε να κατακτήσουμε ένα νέο, άγνωστο έδαφος και να κάνουμε την παρουσία μας αισθητή».

Συγχαρητήρια σε όλους όσοι έχουν βάλει το δικό τους λιθαράκι στο θαυμάσιο αυτό επίτευγμα».

Ο ίδιος, να σημειωθεί, για την προσφορά του στον χώρο κοινωνικής πρόνοιας, βραβεύτηκε το 1981 με το μετάλλιο «The Order of Australia».

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΤΖΑΖ

Έγραγε ξανά η Βίβιαν Μόρις:

«Ο Νίκος Πολίτης, γνωστός για τον έρωτά του με τη μουσική τζαζ, αλλά και τις επιτεύξεις του στο χώρο, μέχρι σήμερα που καλείται να παίξει σε κορυφαία κονσέρτα, λέει: «Πρόκειται για έναν έρωτα που δεν πεθαίνει ποτέ, αλλά ούτε και αντικαθίσταται.

Πηγαίνοντας πίσω στο 1938, ήμουν μόνο 11 χρόνων όταν ένας φίλος μου, μου δάνεισε μερικούς δίσκους τζαζ με την προτροπή να τους ακούσω.

Θυμάμαι όταν άρχισα να ακούω μελωδίες όπως το West End Blues του Louis Armstrong, αισθάνθηκα μια πρωτόγνωρη συγκίνηση και ήξερα ότι η τζαζ ήταν ο χώρος που μου ταίριαζε και στον οποίο ήθελα να αφιερώσω τη ζωή μου. Με είχε κατακτήσει κυριολεκτικά».

Σε μια εποχή, εντούτοις, που οι περισσότεροι μετανάστες ήθελαν τα παιδιά τους -τα αγόρια ιδιαίτερα- να γίνουν γιατροί και δικηγόροι ήταν πραγματικός αγώνας να πείσει τους γονείς του να του επιτρέψουν να ασχοληθεί με τη μουσική, έστω και μαθαίνοντας απλώς να παίζει ένα μουσικό όργανο.

«Πίστευαν ότι κάτι τέτοιο θα αποσπούσε την προσοχή μου από τις σπουδές μου.

Ένας στην οικογένεια, εντούτοις, ο αδελφός μου Πίτερ, έγινε όντως δικηγόρος», υπενθυμίζει, εκφράζοντας τη σκέψη ότι η επιθυμία των γονέων του, έστω και σε μία περίπτωση, βρήκε την πραγμάτωσή της.

Όσο για τον ίδιο, «οι γονείς μου τελικά υποχώρησαν και σε ηλικία 14 χρόνων άρχισα να μαθαίνω να παίζω σαξόφωνο. Σχεδόν αμέσως μου πρόσφεραν μια θέση στην ορχήστρα Russ Marshall’s Dance Band».

ΓΕΥΣΗ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

Ανατρέχοντας ο Νίκος Πολίτης στα παιδικά του χρόνια, θα πει: «Στο σπίτι, δεν μας έλειπε τίποτε. H μητέρα μου, πάντα παρακολουθούσε από πολύ κοντά τα ήθη της εποχής, που ήταν οπωσδήποτε πολύ αυστηρότερα για τα κορίτσια, στο βαθμό, μάλιστα, που οι αδελφές μου δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν ότι θα παντρεύονταν κάποιον που δεν ήταν Έλληνας».

Ακολουθεί η δική του πορεία, η οποία ξεκινά από τα μαθητικά του χρόνια: «Πήγα στο Elwood Primary School και μετά στο Melbourne High School. Στο δημοτικό θυμάμαι κέρδισα ένα βραβείο, ως ο καλύτερος μαθητής. Μου το αφαίρεσαν, όμως, αργότερα γιατί ο πατέρας μου δεν είχε πολιτογραφηθεί, παρά το γεγονός ότι εγώ ο ίδιος είχα γεννηθεί στην Αυστραλία».

«Μπορείς να διανοηθείς τι σημαίνει αυτό για ένα παιδί;» θα με ρωτήσει στην προσωπική συνάντηση που είχα μαζί του.

«Αυτή η αδικία, εντούτοις, λειτούργησε ως μεγάλο κίνητρο στις σχολικές μου επιδόσεις από εκεί και πέρα. Έτσι βγήκα πρώτος μαθητής σε όλο το σχολείο και πρώτος στις ομάδες φουτμπόλ και κρίκετ. Μάζεψα τότε όλους τους Έλληνες συμπαίκτες μου και δημιουργήσαμε τη δική μας ποδοσφαιρική ομάδα ‘Τhe Olympic’».

Ο ρατσισμός ήταν «ζωντανός» όσο ποτέ, με διαβεβαιώνει.

«Θυμάμαι περπατούσα με τηn μητέρα μου και της είπα κάτι στα Ελληνικά. Ένας άντρας, πελώριος, όπως μου φάνηκε τότε, με κοιτάζει αγριεμένος στα μάτια και μου πετά κάτι που δεν ξέχασα ποτέ: ‘μίλα Αγγλικά, αλλιώς πήγαινε από κει που ήλθες’».

Αφορμή για το κομμάτι αυτό έδωσε η βιογραφία του Νίκου Πολίτη η οποία παρουσιάστηκε στη βιβλιοθήκη Emerald Hill Library and Heritage Centre, μέσα στα πλαίσια έκθεσης η οποία διοργανώθηκε από το Multicultural Arts Victoria με τίτλο «Τι συνέβη στην Αποβάθρα» («What Happened to the Pier»). H απόδοση έγινε από τον Κώστα Παγώνη.

Η γράφουσα με ιδιαίτερη χαρά συνάντησε, ύστερα από πολλά χρόνια, τον Νίκο Πολίτη και μίλησε μαζί του στα γραφεία του «Νέου Κόσμου». Ιδιαίτερες ευχαριστίες γι’ αυτήν την ευκαιρία.