Ο Αλέκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στην Καρυά Αργολίδας στις 13 Φεβρουαρίου 1929. Οι γονείς του ήταν ο Παναγιώτης και η Αθανασία, και αδέρφια του ο Κώστας, η Ντίνα, και η Σοφία.

Ο Αλέκος τελείωσε το Δημοτικό στην Καρυά, και μετά πήγε στο Άργος και αποφοίτησε από το εκεί Γυμνάσιο με άριστη βαθμολογία.

Υπηρέτησε ως αξιωματικός τη στρατιωτική του θητεία, και αν υπήρχαν χρήματα θα μπορούσε να σπουδάσει, όπως ονειρευόταν, στο πανεπιστήμιο, όπως και τόσοι άλλοι νέοι που άλλαξαν πορεία. Αλλά η εποχή εκείνη ήταν αρκετά δύσκολη για σπουδές. Η ανεργία μάστιζε ολόκληρη την Ελλάδα μετά από τα συντρίμμια και τα αποκαΐδια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και του εθνοκτόνου εμφυλίου. Η μόνη λύση για τον Αλέκο, καθώς και για πολλούς άλλους νέους, ήταν η φυγή.

Η μετανάστευση άρχισε να υφαίνει τον ιστό της με τη ΔΕΜΕ, ή με προσκλήσεις φίλων ή  συγγενών. Η μακρινή Αυστραλία φάνταζε στα μάτια των νέων ως η Γη της επαγγελίας. Έτσι και ο Αλέκος άρχισε να υφαίνει τη δική του τη μοίρα. Και δεν ήταν ο μόνος. Τον Ιούνιο του 1955 ο Αλέκος και 29 άλλοι νέοι έφυγαν από την Καρυά Αργολίδας με δύο λεωφορεία γεμάτα από νιάτα. Τριάντα οικογένειες της Καρυάς εκείνη την ημέρα θρήνησαν το φευγιό των αγαπημένων τους βλαστών…

Η αρχή είχε γίνει. Τα χωριά σιγά-σιγά άδειαζαν από τους νέους που ήθελαν να δουλέψουν και να κάνουν κάτι με τη ζωή τους για να ζήσουν ανθρωπινότερα. Όλοι εκείνοι οι νέοι της Καρυάς, μαζί με πολλούς άλλους, μετά από ένα μήνα ταξίδι έφτασαν στη Μελβούρνη στις 16 Ιουλίου 1955.

Εκεί σκόρπισαν, ο Αλέκος βρέθηκε για δύο μήνες στην ιστορική Bonegilla, που εκείνα τα χρόνια φάνταζε σαν την κιβωτό του Νώε, που ήθελε να διασώσει το ανθρώπινο υλικό που έφτανε με τα πλοία στους Αντίποδες από όλες τις φτωχικές χώρες της Υφηλίου.

Δύο μήνες ο Αλέκος έμεινε εκεί σχεδιάζοντας το μέλλον του. Μετά πήρε εξιτήριο… για το Traralgon, δουλεύοντας στα κάρβουνα για την παραγωγή ηλεκτροδότησης.

Μετά από αρκετούς μήνες εξαντλητικής δουλειάς έφυγε από εκεί για τη Μελβούρνη και δούλεψε, όπως πολλοί νέοι μετανάστες της εποχής του στο General Motors – Holden, μεγάλη εταιρεία αυτοκινήτων, που οι γραμμές με ανταλλακτικά αυτοκινήτων έτρεχαν διαρκώς, εκτός από την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Κατά τον πρωινό και απογευματινό καφέ οι μηχανές ελάττωναν λίγο την ταχύτητά τους για 10 λεπτά, και οι εργάτες δεν μπορούσαν να φάνε ούτε ένα μικρό μπισκοτάκι για να αναστυλώσουν τις δυνάμεις τους, διότι το ένα τους χέρι έπρεπε να βάζει εξαρτήματα για μέρη της μηχανής των αυτοκινήτων, ενώ με το άλλο κρατούσαν to mug με τον καφέ τους.

Ο κάθε μετανάστης έχει τις προσωπικές του εμπειρίες, και όλες μαζί φτιάχνουν το ψηφιδωτό της μεταναστευτικής μας ιστορίας.

Ο Αλέκος ήταν άνθρωπος της μελέτης και της μάθησης. Από την ημέρα που πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία μάθαινε αγγλικά, γιατί γνώριζε πως μόνο έτσι θα μπορούσε να βελτιώσει τις προοπτικές για την εξεύρεση μιας ικανοποιητικής εργασίας.

Με ένα προξενιό από την πατρίδα άρχισε αλληλογραφία με την Ματίνα Δερνίκου το 1958. Μετά από σχετική γνωριμία και αλληλοεκτίμηση, ο Αλέκος έκανε πρόσκληση στην Ματίνα, η οποία έφτασε στην Μελβούρνη την 1η Μαΐου του 1959 με το πλοίο Aurelia. Ο γάμος τους έγινε στις 16 Αυγούστου τον ίδιο χρόνο.

Η πρώτη δουλειά της Ματίνας ήταν στο τυπογραφείο του αείμνηστου Πέτρου Πετράνη. Εκεί έμαθε λινοτυπική η Ματίνα από τον Πετράνη και τη σύζυγό του Λουκία.

Εκεί πήρε και ο Αλέκος τα πρώτα μαθήματα λινοτυπικής. Πηγαίνοντας να πάρει την Ματίνα έβλεπε, ρωτούσε και μάθαινε. Μετά από εκεί η Ματίνα, με όπλο της την λινοτυπική, και βοηθό της τον Αλέκο, πήγαν και εργάστηκαν στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος» για κάποιο χρονικό διάστημα. Μετά από εκεί πήγαν και οι δύο να εργαστούν στην εφημερίδα «Πυρσός», του αείμνηστου Μιχάλη Μηχαηλίδη.

Ο Αλέκος ήταν φιλομαθής, είχε διαβάσει ελληνική και ξένη λογοτεχνία, και ήταν πολυμαθέστατος. Ό,τι έπιανε στα χέρια του μπορούσε να το κάνει. Είχε θέληση και ζήλο. Έμαθε γρήγορα αρκετά αγγλικά για να επιτύχει κάτι θετικότερο στην Αυστραλία. Εργαζόμενος στον «Πυρσό» το 1962 έκανε αίτηση στην αυστραλιανή εφημερίδα «The Age», η οποία έγινε αποδεκτή. Δούλεψε στην εφημερίδα «The Age» για 30 χρόνια, και ίσως να υπήρξε ο μόνος Έλληνας γεννημένος στην Ελλάδα που εργάσθηκε στην εν λόγω εφημερίδα εκείνα τα χρόνια στη λινοτυπική. Από εκεί συνταξιοδοτήθηκε το 1992. Για να τον ανταμείψουν για την εργατικότητά του τον τίμησαν με δεξίωση και του χάρισαν ένα ρολόι Ωμέγα που δουλεύει ακόμα… μετρώντας τα χρόνια που έφυγαν μακριά…

Μιλώντας μαζί του κάποτε μου εκμυστηρεύθηκε: «Αγαπώ πολύ τη λινοτυπική. Βάζοντας γράμμα-γράμμα τις λέξεις με το χέρι, αισθάνομαι πως έρχομαι σε επικοινωνία με όσους διαβάζουν τα κείμενα».

Ο Αλέκος ήταν ένας βαθυστόχαστος άνθρωπος, ήπιος και χαμηλών τόνων. Η πνευματική του καλλιέργεια του έδινε ευχαρίστηση και αισιοδοξία, ακόμα και για τα δύσκολα της ζωής. Ήταν άνθρωπος που από την βιβλιοθήκη του Doncaster δανειζόταν τέσσερα με πέντε ελληνικά βιβλία το δεκαπενθήμερο. Ο Αλέκος και η Ματίνα ήταν συνδρομητές του περιοδικού Αντίποδες του Πολιτιστικού Συνδέσμου από το πρώτο του τεύχος.

Ο Αλέκος αγαπούσε πολύ την οικογένειά του, τη σύζυγό του Ματίνα, τα 2 παιδιά τους, τα 3 εγγόνια και τα 3 δισέγγονά του. Αγαπούσε τη φύση, περπατούσε αρκετά χιλιόμετρα κάθε πρωί, φρόντιζε τον κήπο τους, τα λουλούδια με τα πολύχρωμα παρτέρια τους. Έδινε τον εαυτόν του, καθώς και η Ματίνα, να βοηθήσουν τους φίλους τους στις όποιες δυσκολίες τους.

Ο Κυριάκος, εγώ και τα παιδιά μας γνωριζόμασταν μαζί του πάνω από 52 χρόνια, και όλα αυτά τα χρόνια μάς μένουν αλησμόνητα. Η καλοσύνη του, η ανθρωπιά και η εντιμότητά του παραμένουν αναλλοίωτες στη μνήμη μας.

Αιωνία σου η Μνήμη, φιλάδελφε Αλέκο. Θα μείνεις ολοζώντανος στη μνήμη όλων που σε αγαπούσαν στην καλή σου Ματίνα, στα παιδιά σου Σιάννα, Παναγιώτης – Τζένη, στα εγγόνια σου και στα δισέγγονά σου.

Ευχόμαστε ολόψυχα να ζήσουν πολλά χρόνια οι δικοί σου να σε θυμούνται. Διότι οι αγαπημένοι μας φεύγουν από τη ζωή μας, μονάχα όταν τους λησμονούμε.

 

Κλίνω ευλαβικά το γόνυ

Στη Μνήμη σου,

Ντίνα Αμανατίδου

Μελβούρνη