Ονομάζομαι Ευφημία Μαχαιρά και τυγχάνω απόγονος του ζεύγους Ελένης και Γεωργίου Γεωργιάδη, προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922.

Κατά την περίοδο της προσφυγιάς, η μητέρα μου ήταν 16 και ο πατέρας μου 22 ετών.

Η μητέρα μου έλεγε ότι “ήταν μήνας Αύγουστος… αυγό να αφήσεις εκτεθειμένο γινόταν πασχαλινό… Εμείς τα παιδιά δεν λέγαμε πεινάω, αλλά φωνάζαμε για νερό”.

Κάποια στιγμή, η γιαγιά μου Ευφημία, μητέρα της μητέρας μου, πήρε το μικρότερο παιδί της, τον Κωστάκη, και πήγε να βρει νερό. Αλλά όπου υπήρχε πηγή υπήρχε και ένας Τούρκος οπλισμένος, ώστε να εμποδίζει τον κόσμο να παίρνει νερό.

Η Ευφημία Μαχαιρά, που διακρίνεται πρώτη από δεξιά με το μαύρο φόρεμα, σε σχολική εκδρομή το 1950. Φώτο: Supplied

Όταν πλησίασε η γιαγιά μου την απείλησε με το όπλο. Αλλά η γιαγιά μου του είπε μια φράση στην τουρκική γλώσσα -beamber askva, που δεν ξέρω τι σημαίνει- και ο Τούρκος υποχώρησε και την άφησε να πάρει νερό.

Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε μιαν αλάνα, και εκεί κοντά ήταν και ένας μαντρωμένος χώρος, από όπου συχνά ακουγόταν μουσική σε πολύ μεγάλη ένταση. Τι γινόταν εκεί; Οι Τούρκοι βίαζαν κοπέλες και για να μην ακούγονται οι στριγκλιές της έβαζαν πολύ δυνατά τη μουσική…

Οι Τούρκοι είχαν ανακαλύψει ότι οι πρόσφυγες κουβαλούσαν χρυσαφικά που τα έκρυβαν στα παπούτσια τους. Ψάχνοντας λοιπόν τον κάθε πρόσφυγα, πετούσαν τα παπούτσια τους μακριά – και ποιος μπορούσε να τα βρει μετά…

Έτσι η μητέρα μου έφτασε στη Θεσσαλονίκη με ένα μόνο παπούτσι.

Φώτο: Supplied

Στη Θεσσαλονίκη, λοιπόν, ήταν διαταγή του ελληνικού Κράτους οι πρόσφυγες να εγκατασταθούν σε σχολεία, οπότε εγκαταστάθηκε εκεί και η οικογένεια της μητέρας μου.

Όμως η οικογένεια είχε και τον μικρό Κωστάκη, που τότε θα ήταν 3 ή 4 ετών. Το παιδί αυτό είχε κυριευθεί από τόσο πολύ φόβο που πεταγόταν στον ύπνο του και φώναζε στα τουρκικά “geliorlan”, που σημαίνει “έρχονται”. Με τα πετάγματα αυτά και με την όλη ψυχολογική του κατάσταση, το παιδάκι πέθανε.

Τέλος πάντων, αφού κατάφεραν να εγκατασταθούν κάπου οι ταλαιπωρημένοι αυτοί άνθρωποι, το Κράτος, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας τους έδωσε και το ανάλογο ακίνητο. Έτσι πολλές συνοικίες γύρω από την Αθήνα έγιναν συνοικισμοί προσφύγων.

Η δική μου “πατρίδα” έγινε το Αιγάλεω και η εκκλησία μου ο ναός Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

Επειδή όμως αυτοί οι πρόσφυγες, επειδή ήσαν νοικοκυραίοι που διώχτηκαν από τις εστίες τους, συνέχισαν να είναι νοικοκυραίοι και στις νέες εστίες τους. Για παράδειγμα, οι συγγενείς μου σπούδασαν φαρμακοποιοί, οδοντίατροι, εκπαιδευτικοί – τι άλλο να θυμηθώ;

Φωτογραφία της Ευφημίας Μαχαιρά από τη δεκαετία του 1950. Φώτο: Supplied

Και έρχομαι στον πατέρα μου, ο οποίος, με το δημιουργικό του μυαλό, κατέθεσε κάποια σχέδια στο Υπουργείο Βιομηχανίας και πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σχετικό με την εργασία του. Είχε μάθει την τέχνη του κατασκευαστή κουζινών.

Εκείνα τα χρόνια, δηλαδή τη δεκαετία του 1960, οι μηχανές δούλευαν ακόμα με πετρέλαιο, οπότε έβγαζαν και αιθάλη, δηλαδή καπνιά, σαν φλούδες χαρτιού που άφηναν παντού μια μουντζούρα.

Ο πατέρας μου ανακάλυψε μια θαλάμη που τοποθετείτο στο στόμιο της καπνοδόχου ώστε να παραμένει η αιθάλη στη θαλάμη αυτή.

Αφού πήρε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, για ένα διάστημα 15 χρόνων δεν μπορούσε να τον αντιγράψει κανείς.

Το 1932, δέκα χρόνια μετά τον ξεριζωμό μας, ο πατέρας μου νοίκιασε ένα κατάστημα στην Αθήνα, με ένα συνέταιρο, στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη 17, ένα υπόγειο κοντά στην οδό Ακαδημίας.

‘Ένα άλλο που μου είπε η μητέρα μου και το θυμήθηκα, ήταν όταν έμεναν στο σχολείο ακόμα, η ίδια είχε προσέξει από κάποια τζαμαρία μια αίθουσα όπου κάποιες κοπέλες έραβαν.

“Πήγαινα αρκετές μέρες και χάζευα” μου είπε. “Μια μέρα, η ιδιοκτήτρια του μοδιστράδικου έστειλε μια κοπέλα και μου είπε να πάω μέσα. Με πήγε σε αυτήν και με ρώτησε: ‘Τι θέλεις παιδί μου; Μήπως πεινάς;’ Εγώ της είπα ‘Όχι θέλω να μάθω ράψιμο’. Έτσι με πήρε εκεί και με τον καιρό με φώναζε να τη βοηθάω στις πρόβες”.

Πιστεύω ότι σε τέτοιες περιπτώσεις χαρούμενες αναμνήσεις δεν μπορούν να υπάρχουν.

*Ο «Νέος Κόσμος» καλεί όλους τους αναγνώστες μας να μας γράφουν και να καταθέσουν τις προσωπικές ιστορίες των προγόνων τους που ξεριζώθηκαν βίαια από τις πατρογονικές τους ρίζες. Σίγουρα όλοι, είτε προέρχονται από τον Πόντο, τα παράλια της Μικράς Ασίας ή την Καππαδοκία, θα έχουν ακούσει ενδιαφέρουσες ιστορίες για την Οδύσσεια των προγόνων τους. Αυτές τις ιστορίες (στα ελληνικά ή αγγλικά) θέλουμε να τις μοιραστούν μαζί μας, με φωτογραφίες-κειμήλια.

Στείλτε μας τις ιστορίες για την προσφυγική οδύσσεια των προγόνων σας ταχυδρομικά στο Neos Kosmos P.O. Box 773, Port Melbourne, Victoria 3207 ή ηλεκτρονικά στο editor@neoskosmos.com.au.  Όσοι θέλουν περισσότερες πληροφορίες μπορούν να τηλεφωνήσουν στο Σωτήρη Χατζημανώλη (03) 9482 4433.