Γνώρισα την κ. Κλεοπάτρα πριν περίπου ένα μήνα στην πτήση Ελλάδα – Μελβούρνη.

Εγώ επέστρεφα μετά την πρώτη συνάντηση με την οικογένεια μετά την πανδημία. Αυτή ετοιμαζόταν για επανένωση σε αυστραλιανό έδαφος με την κόρη και την εγγονή της.

Από την τελευταία είχαν μεσολαβήσει μία παρολίγο πετυχημένη απόπειρα, μία ακύρωση λόγω κορωνοϊού και τέσσερα χρόνια.

«Ο κόσμος να χαλούσε, εγώ θα ερχόμουν», μου είπε στο αεροπλάνο και η φράση μου έμεινε στο μυαλό.

Όταν αργότερα την επισκέφθηκα στο σπίτι της κόρης της, Μαριέττας, στη Μελβούρνη και άκουσα αποσπάσματα για τη ζωή της, το σχήμα λόγου απέκτησε νέα βαρύτητα.

ΜΕ ΕΝΑ ΛΙΤΡΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ & ΕΝΑ ΜΩΡΟ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ

Για την Κλεοπάτρα Μπαντησούλη, το ταξίδι ξενιτεμού από τη Λάρισα στη Μελβούρνη ξεκίνησε με το Πατρίς του 1968, με τον τότε σύζυγο και την κόρη τους, βρέφος ακόμη, Χριστίνα. Η Μαριέττα θα γεννιόταν αργότερα στη νέα πατρίδα.

“Μόλις φτάναμε μας βάζανε ταμπελίτσα με το όνομα”, ξεκινά να περιγράφει η Κλεοπάτρα και η Μαριέττα μπαίνει λίγο μετά στην κουβέντα: “Πες της την ιστορία με το τσίπουρο”.

Ένα μπουκάλι με το ποτό, μαθαίνω, αποδείχθηκε ανεκτίμητης αξίας για την εγκατάσταση σε μια πόλη όπου δεν γνώριζαν κανέναν.

«Μου το είχαν δώσει στα Τρίκαλα κάτι φίλοι και μου ζήτησαν να το πάω δώρο σε μια οικογένεια γνωστών τους. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν μήπως είναι καλοί άνθρωποι και μας φιλοξενήσουν για το πρώτο βράδυ».

Έτσι συνέβη και πριν το καταλάβουν «το ένα βράδυ έγινε τρία».

Ρωτώντας στη γειτονιά, η κ. Κλεοπάτρα βρήκε δωμάτιο να νοικιάσει και την πρώτη της δουλειά σε βιοτεχνία με βρύσες.

«Με το που γνώρισα κόσμο, προσπαθούσα να βάλω και τον άντρα μου σε δουλειά. Πανέξυπνος ήταν αλλά τί να τον κάνω , πήγαινε και μετά από λίγο δεν του άρεσε και έφευγε».

Η ίδια θα εργαζόταν κατόπιν μια περίοδο ράφτρα και μετά στη General Electrics.

Στο ενδιάμεσο, θα έμενε έγκυος στη δεύτερη κόρη της.

«Μαύρα τα μαντάτα», λέει με γέλια η Μαριέττα.

Οι δύο Κλεοπάτρες, γιαγιά και εγγονή, στη Μελβούρνη.

«Σκεφτόμουν πώς θα γίνει τώρα, δεν ήρθα να κάνω άλλο παιδί, ήρθα να δουλέψω, έλεγα πώς θα ζήσουμε», εξηγεί η κ. Κλεοπάτρα.

Από φόβο μη την απολύσουν δεν το έλεγε, ώσπου η διεύθυνση το έμαθε και την κάλεσαν στο γραφείο.

«Ωχ λέω, πάει θα μου πουν να φύγω. Κατέβασα το κεφάλι και ρώτησα αν θα με διώξουν. ‘Να σε διώξουμε; δεν μιλάς σοβαρά’, μου είπε ο προϊστάμενος που ήταν Έλληνας και με βάλανε σε καλύτερη θέση απλώς.

«Αν το ήξερα, θα το’λεγα νωρίτερα», συμπληρώνει γελώντας. Θα εργαζόταν στο πόστο ωσότου έφτασε στον μήνα της για να γεννήσει.

Σύντομα θα έβρισκε γυναίκα να προσέχει τα παιδιά, πήρε δάνειο και αγόρασε σπίτι στο Clifton Hill, τα κορίτσια ξεκίνησαν σχολείο και η εγκατάσταση στην Αυστραλία έμοιαζε μόνιμη.

Ώσπου ο σύζυγος αποφάσισε να γυρίσουν στην Ελλάδα.

«Έφυγα με τα παιδιά, αφού έτσι ήταν η διαταγή…έμεινε πίσω να πουλήσει το σπίτι και μετά ήρθε και φτιάξαμε το σπίτι στη Λάρισα».

Από τότε που έφυγε από την Αυστραλία, αυτή είναι η δεύτερη φορά που η Κλεοπάτρα Μπαντησούλη επιστρέφει για επίσκεψη στη Μελβούρνη.

«Μία καλά, δέκα άσχημα», περιγράφει συνοπτικά τη σχέση με τον πατέρα των παιδιών της, που κατέληξε με την ίδια και τη Μαριέττα να εκδιώχνονται από το σπίτι με το που παντρεύτηκε η μεγαλύτερη κόρη Χριστίνα.

«Θέλαμε όμως κι εμείς να φύγουμε», θυμάται η Μαριέττα που ήταν τότε μόλις 16. Οι συγγενείς δεν έλειπαν γύρω αλλά το νέο ξεκίνημα έμελλε να είναι δύσκολο.

«Όταν είσαι σε μια κακοποιητική κατάσταση, δεν θέλεις να μιλάς καθόλου. Και σε εκείνη την εποχή πάντα έφταιγε η γυναίκα για όλα», συμπληρώνει.

«Ήρθανε καλύτερες μέρες», κλείνει την εξιστόρηση για εκείνο το κεφάλαιο η κ. Κλεοπάτρα.

Πράγματι, μερικά χρόνια αργότερα θα γνώριζε τον πατριό των κοριτσιών, Νίκο. Ζήσανε μαζί ευτυχισμένοι στον Βόλο μέχρι το 2016 οπότε και έφυγε από τη ζωή.

«Ο καλύτερος άνθρωπος ο Νίκος μου», μου είχε πει ήδη από τη γνωριμία μας στο αεροπλάνο.

Στο σπίτι της κόρης της θα μου εκμυστηρευόταν περισσότερα για τον Σκιαθίτη με καταγωγή από Μικρά Ασία που μεγάλωσε μαζί της τα εγγόνια σαν δικά του. Θα καταλάβαινα ότι δεν κέρδισε μόνο τη δική της καρδιά.

«Άλλαξε τη ροή τη ζωής μας», δηλώνει η Μαριέττα.

«Για μένα και την αδερφή μου ήταν ο πατέρας που δεν είχαμε, μας κάλυψε το κενό του να μην έχεις πατέρα».

ΟΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΕΣ ΑΝΤΑΜΩΝΟΥΝ ΞΑΝΑ

Στον Βόλο, όπου μετακόμισαν γνώρισε και η Μαριέττα τον μπαμπά της κόρης της.

Ενώ το ταξίδι στο παρελθόν συνεχίζεται, έρχεται στην παρέα και η 14χρονη Κλεοπάτρα, που μεγαλώνει τα τελευταία χρόνια στην Αυστραλία.

«Δεν την έχει ακούσει την ιστορία για όταν πρωτοήρθε η γιαγιά στην Αυστραλία», λέει η Μαριέττα.

«Γιατί δεν έχουν έχουν ζήσει ως ενήλικες μαζί. Την προηγούμενη φορά που ήταν μαζί ήταν παιδί, τεσσάρων – πέντε χρονών όταν φύγαμε από Ελλάδα. Και μια φορά που ήρθε η μαμά εδώ να μας επισκεφθεί ήταν στο δημοτικό».

«Την άφησα παιδί, τώρα είναι δεσποινιδούλα». Στιγμιότυπο από την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί γιαγιά και εγγονή στο σπίτι της οικογένειας στον Βόλο.

Η τελευταία αντάμωση γιαγιάς – εγγονής ήταν το 2018.

«Την άφησα παιδί, τώρα είναι δεσποινιδούλα», λέει η γιαγιά.

Η εγγονή Κλεοπάτρα μου δείχνει το λεύκωμα που φτιάχνει με στιγμιότυπα από την επίσκεψη της γιαγιάς.

Οι μέρες των σχολικών διακοπών γέμισαν με βόλτες, μαγειρέματα, ημερήσιες εκδρομές και παιχνίδια.

Από τις τελευταίες εξορμήσεις, μια έκθεση Van Gogh και ψάρεμα με τη γιαγιά και μια φίλη.

Από κοντά και η Μαριέττα για να περάσει χρόνο μαζί τους όχι όμως ως προϋπόθεση, αφού γιαγιά και εγγονή συναναστρέφονται ανεξάρτητα πλέον.

«Αυτή είναι η πρώτη φορά που μπορούν να συζητήσουν αυτόνομα, ως ενήλικες ουσιαστικά, δεν με χρειάζονται εμένα να μεσολαβώ».

ΤΟ ΜΕΛΑΝΙ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΣΤΕΓΝΩΣΕ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μετά την Κλεοπάτρα, το μεταναστευτικό ταξίδι στην Αυστραλία έμελλε να το πραγματοποιήσει η Μαριέττα.

Όταν έφυγαν από την Ελλάδα, η κόρη της είχε πάνω – κάτω την ίδια ηλικία που είχε η ίδια όταν έφυγε με τη μαμά και την αδερφή της από τη γενέτειρα Μελβούρνη.

«Είχα αναμνήσεις από την Αυστραλία από μικρό παιδί και μου φαινόταν ένας τόπος παραδεισένιος», λέει η Μαριέττα και εξομολογείται ότι και αργότερα ποτέ δεν κατάφερε να συμφιλιωθεί με κάποιες καταστάσεις στην Ελλάδα.

Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση και είχαν ήδη χωρίσει με τον πατέρα της Κλεοπάτρας, τόλμησε να κάνει την ευκαιρία για νέα αρχή πραγματικότητα στην Αυστραλία.

Η χώρα που συνάντησε δεν ήταν ο τόπος που θυμόταν, παραδέχεται. Αλλά η απόφαση φαίνεται να τη δικαίωσε.

«Εντάξει, και για εμάς η αρχή ήταν δύσκολη. Καθετί όταν ξεκινάς είναι δύσκολο, πρέπει όμως να δοκιμάσεις. Και τώρα είμαστε μια χαρά».

Η Κλεοπάτρα μετανάστευσε με τη μαμά της Μαριέττα στην Αυστραλία όταν ήταν 5 χρονών.

Μετά από 9 χρόνια Αυστραλία και δεδομένου ότι έφτασε εδώ πέντε χρονών, είναι δύσκολο να μην ξαφνιαστείς από το επίπεδο ελληνικών της Κλεοπάτρας τζούνιορ.

Πηγαίνει σχολείο και για νέα και για αρχαία, μαθαίνω, αλλά και με τη Μαριέττα μιλάνε ελληνικά στο σπίτι.

«Σε ποια γλώσσα μαλώνετε;»

«Στα ελληνικά!», απαντά με γέλιο η Μαριέττα, ενώ η κόρη Κλεοπάτρα «ανάλογα με το… στυλ των νεύρων».

Η μικρότερη από τις τρεις γυναίκες δεν αποκλείεται να δοκιμάσει και η ίδια το δικό της ταξίδι μετανάστευσης στο μέλλον. Σε τέτοια περίπτωση, η διαδρομή θα είναι αντίστροφη Αυστραλία – Ελλάδα.

«Ίσως για μερικά χρόνια, αλλά δεν θα έμενα εκεί», δηλώνει.

Ποτέ δεν ξέρεις, την προλαβαίνει η μαμά Μαριέττα, «εμείς λέμε τα δικά μας συμπεράσματα, αλλά μένει να διαμορφώσεις τη δική σου άποψη από τη δική σου εμπειρία».

Η αυλαία στην ιστορία μετανάστευσης της γιαγιάς Κλεοπάτρας άνοιξε στο Πατρίς του 1968. Της Κλεοπάτρας τζούνιορ; Ένα σενάριο που γράφεται ακόμη.

Θέλετε να μοιραστείτε τη δική σας ιστορία επανένωσης; Στείλτε email στη διεύθυνση zoe@neoskosmos.com.au