Με αυτά τα πολύ απλά αλλά και συνάμα σκληρά λόγια, ο 66χρονος κ. Γιώργος μου εξομολογήθηκε ένα απόγευμα, πως παρά τα συναισθήματα λησμονιάς και νοσταλγίας που εγώ εξέφραζα καθώς μιλούσα για το πόσο αγαπώ και πόσο μου λείπει η πατρίδα και οι άνθρωποι της,  ο ίδιος δεν έχει κανέναν σκοπό και καμία απολύτως διάθεση να επιστρέψει ποτέ στην Ελλάδα.

«Πώς μπορείτε να λέτε κάτι τέτοιο κ. Γιώργο;», τον ρώτησα αφού με θύμωσε πραγματικά το σχόλιο του.

«Πώς είναι δυνατόν ένας Έλληνας, ένας δικός μας, να νιώθει έτσι για την πατρίδα που μας έθρεψε και μας μεγάλωσε» τον ρώτησα με πραγματική απορία αφού ήταν η πρώτη φορά στα τόσα χρόνια μου στην Αυστραλία που συναντούσα έναν ομογενή να εκφράζει με τόση βεβαιότητα και απέχθεια πως δεν θέλει με τίποτα να επιστρέψει στην Ελλάδα, την πατρίδα που τον γέννησε. Όχι για να μείνει αλλά ούτε καν για επίσκεψη.

Τη σκέψη μου διέκοψε ένα δάκρυ που είδα να κυλά στο δεξί μάγουλο του κ. Γιώργου το οποίο εκείνος φρόντισε γοργά και με μαεστρία να σκουπίσει για να μην το δω και προδώσει το μυστικό του.

«Μα γιατί κ. Γιώργο» τον ρωτώ με την αφέλεια ενός ανθρώπου που κυριολεκτικά λατρεύει την Ελλάδα.

«Γιατί τόσο μίσος και απέχθεια για την πατρίδα μας;  Δεν σας πιάνει νοσταλγία, λησμονιά; Δεν μπορεί να μην σας λείπει κάτι από το χωριό σας, τους δικούς σας, τη ζωή που αφήσατε εκεί» του λέω.

ΤΟ ΓΙΑΤΙ

Ο κ. Γιώργος γεννήθηκε το 1954 σε μια πολύ φτωχή οικογένεια σε  ένα χωριουδάκι κοντά στην Μικρή Πρέσπα.

Εκεί όπως μου περιγράφει, από τότε που θυμάται τον εαυτό του ζούσε την απόλυτη φρίκη και κακοποίηση στα χέρια του παππού του  ο οποίος ανάγκαζε τον μικρό Γιώργο να εργάζεται από το πρωί μέχρι το βράδυ, να θερίζει στα χωράφια μαζί του ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που ο δυσαρεστημένος και κακότροπος παππούς κακοποιούσε τον αβοήθητο εγγονό του.

ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ

«Δεν έχω ούτε μια καλή ανάμνηση από την Ελλάδα. Ο παππούς μου φρόντισε να δηλητηριάσει τα πάντα μέσα μου. Ακόμα και τις ελάχιστες φορές πού σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια, το μόνο που έρχεται στο μυαλό μου είναι η απόλυτη φτώχεια και ανέχεια, η κακοποίηση των δικών μου και ο τρόμος και φόβος που ένιωθα όταν ξυπνούσε ο παππούς μου και ερχόταν να με πάρει για τη δουλειά. Το απότομο άνοιγμα της πόρτας, το τρίξιμο στο πάτωμα από τις βαριές πατημασιές του, οι βρισιές, η αναπνοή του που πρόδιδε αλκοόλ και τσιγάρο. Η κακία του.

«Ήμουν μόλις πέντε έξι χρονών και όμως μου συμπεριφερόταν χειρότερα και από ζώο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ να με πετάει σε μια παγωμένη λίμνη ενώ δεν ήξερα μπάνιο για να γίνω «άντρας» και να γελάει με τα «χάλια μου». Παραλίγο να πνιγώ. Πιάστηκα από ένα κλαδάκι. Ήμουν μόλις έξι ετών» λέει με δάκρυα στα μάτια ο κ. Γιώργος ο οποίος μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1966, σε ηλικία 12 ετών.

«Για μένα η Αυστραλία και το πλοίο Φρειδερίκη ήταν η μοναδική ευλογία της ζωής μου. Πέρασα δύσκολα και εδώ ναι, εργάστηκα όπως όλοι οι ομογενείς κάτω από δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, σε χωράφια και μετά ως οξυγονοκολλητής στην Μελβούρνη και βίωσα όπως όλοι την φτώχεια και τον ρατσισμό αλλά τίποτε, καμία κακουχία και δυσκολία εδώ στην Αυστραλία δεν συγκρίνεται με αυτό που βίωσα στην Ελλάδα» μου εξηγεί ο κ. Γιώργος ο οποίος το 1979 εγκατέλειψε την Μελβούρνη και εγκαταστάθηκε με τα τέσσερα παιδιά του στην Νότια Αυστραλία.

Σήμερα παρά το γεγονός πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Ελλάδα, ο ίδιος εξακολουθεί να είναι μέλος μιας ελληνικής κοινότητας στην Αδελαΐδα και να συναναστρέφεται με ομογενείς, ενώ μιλά άπταιστα ελληνικά, μια γλώσσα που όπως ο ίδιος λέει λατρεύει.

Δηλώνει περήφανος Έλληνας, διαβάζει ελληνική λογοτεχνία και νιώθει ευγνώμον για όσα του πρόσφερε η Αυστραλία. Θέλει όμως να ξεχάσει το παρελθόν που τόσο πολύ τον πλήγωσε.

«Εδώ θα πεθάνω. Εκεί πέθανα τότε. Κατάλαβες τώρα παιδί μου»; με ρωτά.

«Κατάλαβα» του απαντώ…