ΔΥΣΤΥΧΩΣ, οι πληγές μας, που είχαν κάπως επουλωθεί… γιατί ποτέ δεν θα επουλωθούν, άνοιξαν και πάλι αιμορραγούν…

Αντί οποιασδήποτε άλλης σχετικής επιστολής, θα ήθελα να μοιραστώ με τους αναγνώστες του «Νέου Κόσμου» αυτά που είχα ετοιμάσει και διαβάσει (ελληνικά και αγγλικά) στην εκδήλωση «Ένα Πικρό Καλοκαίρι σ’ ένα Γλυκό Νησί», που είχαμε παρουσιάσει ως Ελληνικά Σχολεία Γονέων και Κηδεμόνων της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας «Η Γέννηση του Χριστού» Port Adelaide και Περιχώρων στις 28 Ιουλίου, 1991, ενώπιον των θρησκευτικών, πολιτικών, δημοτικών, διπλωματικών αρχών, παραγόντων της ομογένειας και πέραν των 450 παρευρισκομένων.

Στο «καλλιτεχνικό μέρος», είχαν λάβει μέρος περισσότερα από 100 παιδιά του σχολείου της Κοινότητάς μας. Στην εκδήλωση αυτή είχε προσκληθεί και παρευρεθεί και ο τότε γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ, αργότερα πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αείμνηστος Δημήτρης Χριστόφιας, ο οποίος, κατασυγκινημένος, είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για τα πρωτοπόρα αυτά σχολεία της Νότιας Αυστραλίας.

Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΜΟΥ

Τα μαύρα σύννεφα, που για χρόνια συσσωρεύονταν πάνω απ’ το γαλάζιο ουρανό του Νησιού των αγίων και μαρτύρων να διαλυθούν δεν λέγανε και να σκορπίσουν ούτε.

Βροχή χοντρή γινήκανε και στάλες αδερφοχτόνου δηλητηρίου. Αστροπελέκι και φωτιά ακολούθησε, που κατάκαψε την κυπριακή γη. Κεραυνός και καυτό σίδερο μετά, που κατακρεούργησε το όμορφο κορμί της Κυπρίας Αφροδίτης.

Έτσι στις 20 του Ιούλη του 1974, αντί να γιορτάζω τα γενέθλιά μου, ντύθηκα στο χακί. Ποιος; Εγώ, το άσπρο αγριοπερίστερο, που πιστεύει στην αγάπη, τη χαρά, τη λευτεριά και την ειρήνη, βρέθηκα απ’ τους πρώτους εφέδρους στο στρατόπεδο, που έπρεπε να παρουσιαστώ.

Εκεί ήμασταν καμιά εικοσαριά έφεδροι, που αφού παρουσιαστήκαμε και δώσαμε το φύλλο πορείας, ο αξιωματικός υπηρεσίας, ένας νεαρός λοχίας, μάς έστειλε κάτω από κάτι δέντρα όπου θα παίρναμε… όπλα κι εντολές.

Για τέσσερις μέρες ούτε αξιωματικό είδαμε, ούτε όπλα πήραμε, ούτε κι εντολές παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές μας να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Είχαν εξαφανιστεί όλοι…

Κι ας ήμασταν τόσο κοντά στο αρχηγείο του στρατού και της αστυνομίας!

Κι ας ήμασταν μόνο δυο χιλιόμετρα μακριά απ’ το σταθμό ραδιοφωνίας-τηλεόρασης (ΡΙΚ)!

Κι ας ήμασταν ο στόχος της τουρκικής αεροπορίας!

Κι ας υπήρχαν εφτά δικά μας στρατόπεδα τριγύρω μας, στρατόπεδα όλων των όπλων!

Ευτυχώς υπήρχαν μερικές κληματαριές με λίγα άγουρα σταφύλια και μας κράτησαν στη ζωή. Και τα τούρκικα αεροπλάνα να μας μυδραλλιοβολούν ακατάπαυστα.

Σε μια στιγμή κόβεται από τις «σφαίρες του αεροπλάνου», ευτυχώς η άλλη πλευρά του δένδρου, που ήμουν από κάτω… Αξέχαστο θα μου μείνει ότι στο αυλάκι, που ήμουνα καλυμμένος, περνούσαν από πάνω μου τα βατράχια και τ’ άφηνα να περνούν ανενόχλητα, παρομοιάζοντάς τα με τα παιδιά μου. Δεν ήθελα να πάθουν κακό.

Στην Αθηαίνου, την κωμόπολη που ζούσα με την οικογένειά μου, είχε ήδη κυκλοφορήσει η φήμη ότι ήμουνα σκοτωμένος.
Με την πρώτη εκεχειρία εμφανίστηκαν οι αξιωματικοί και το μόνο που μπόρεσαν να μας κάνουν ήταν να μας δώσουν άδεια να πάμε στα σπίτια μας. Κι αυτό έμελλε να γίνεται συνέχεια μέχρι που μας… αποστρατεύσανε!

Στο δεύτερο γύρο του πολέμου ήμουνα με την οικογένειά μου, μιας και δεν μας χρειαζόντουσαν στο στρατό και μας έδιναν άδεια απουσίας. Ήταν η 14η Αυγούστου, απόγευμα, όταν πήραμε εντολή να εκκενώσουμε την κωμόπολή μας.

Πήραμε λίγα τρόφιμα και ελάχιστα ρούχα και εγκαταλείψαμε την Αθηαίνου για να περάσουμε τη βραδιά σ’ ένα χωράφι, δυο χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Μόλις ξημέρωσε, ενώ οι χιλιάδες κάτοικοι της Αθηαίνου κατευθύνθηκαν προς τα νότια και τις Αγγλικές βάσεις, οι συγγενείς μας θέλησαν να πάμε, λίγο πιο πέρα, σε μια τοποθεσία, που λεγόταν «Κρύο Νερό».

Προσωπικά είχα φέρει αντίρρηση και ρώτησα αν υπήρχε δρόμος φυγής, γιατί, ως μη Αθηαινίτης, δεν γνώριζα τα χώματα της περιοχής. Οι γεωργοί και οι κυνηγοί που ήταν μαζί μας με διαβεβαίωσαν ότι υπήρχε δρόμος που ενώνονταν με τον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Λάρνακας.

Μείναμε τρία μερόνυχτα στο μέρος αυτό. Την τρίτη μέρα εμφανίστηκε ένα δικό μας στρατιωτικό τζιπ, που φαίνεται το είχαν επισημάνει οι Τούρκοι, γιατί άρχισαν να μας χτυπάνε με όλμους. Για τρισήμιση ώρες μάς χτυπούσαν ασταμάτητα και κομμάτια από βλήματα, πέτρες και χώματα πέφτανε γύρω μας σα βροχή. Ευτυχώς δεν είχαμε θύματα, παρά μόνο μερικούς μικροτραυματισμούς.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τούτες τις στιγμές. Ήμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα, κι είχα το γιο μου το μικρό, τεσσάρων χρονών παιδάκι, λίγων ημερών εγχειρισμένο – μόλις είχε βγάλει τις αμυγδαλές του – ξαπλωμένο απάνω μου.

Ήμουνα το κρεβατάκι του. Σφυγμένος απάνω μου κι ο άλλος μου γιος και δίπλα η σύζυγός μου. Και σε κάθε σφύριγμα όλμου, και σε κάθε έκρηξη βόμβας να νιώθω το κορμάκι του παιδιού μου να σπαρταρά. Αμφιβάλλω αν μαχαιριά στην καρδιά πληγώνει πιο πολύ.

Και δίπλα μου ένα δεκατριάχρονο κορίτσι, μετά από κάθε έκρηξη, απ’ το φόβο του να βουλιάζει τα νύχια του στα πόδια μου.
Το μαρτύριο αυτό κράτησε τρεις και μισή ώρες!

Προτού συνέλθουμε απ’ τους κανονιοβολισμούς άρχισαν τα αεροπλάνα της τουρκικής αεροπορίας να πετάνε πάνω απ’ τα κεφάλια μας χαμηλά, τόσο χαμηλά που βλέπαμε τους πιλότους.

Κρατούσαμε τη ψυχή μας στη χούφτα μας περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή το θάνατο. Φαίνεται ότι οι πιλότοι είδανε πως από τα πενήντα άτομα που ήμασταν εκεί, τα πιο πολλά ήταν γυναικόπαιδα, κι οι υπόλοιποι άμαχοι γιαυτό και δεν μας χτυπήσανε.

Περάσαμε μια ανήσυχη βραδιά, κι όταν άρχισε να ροδίζει η αυγή, άρχισαν και πάλιν οι κανονιοβολισμοί. Σε λίγο έφτασε κοντά μας ένα τζιπ με Αθηαινίτες, που μας πληροφόρησαν ότι τα γύρω χωριά είχαν καταληφθεί από τον τούρκικο στρατό.

Τότε ζήτησα να μου δείξουνε το δρόμο φυγής. Μού είπαν ότι δεν υπήρχε δρόμος που να μπορεί να κυκλοφορεί αυτοκίνητο, παρά μόνο ένα στενό μονοπάτι. Τότε ένιωσα σα λιοντάρι στο κλουβί.

Δεν με χωρούσαν τα ρούχα μου. Δεν άκουγα κανενός. Τους ζήτησα να μου δείξουν το μονοπάτι που οδηγεί προς την κωμόπολη της Αραδίππου. Προσπάθησαν να με συγκρατήσουν. Στάθηκε αδύνατο. Τους είπα ότι θα πάρω την οικογένειά μου και θα φύγω. Δεν κάθομαι να πιαστώ σαν τον ποντικό στη φάκα.

Τελικά, ένας γείτονάς μας κυνηγός προσφέρθηκε να μας δείξει το δρόμο, αφήνοντας πίσω μας όλους κι όλα. Ανηφορίσαμε κατσάβραχα, ταλαιπωρηθήκαμε σε απότομες πλαγιές, πληγωθήκαμε απ’ τ’ αγκάθια…

Και δεν έφταναν όλ’ αυτά!

Και να κρατώ το Φίλιππο στην πλάτη μου,

Και να κρατώ απ’ το χέρι τον οχτάχρονο Γιώργο, γιατί υπήρχε κίνδυνος να γλιστρήσει και να γκρεμοτσακιστεί,

Και να κοπεί το παπούτσι της γυναίκας μου Χρυστάλλας, και να περπατεί έχοντας ένα μαντίλι για παπούτσι και να ματώνει το πόδι της,

Και να ζητούν νερό τα παιδιά και να τους δίνω μια γουλιά, γιατί είχαμε ελάχιστο νερό σ’ ένα μπουκάλι,

Και να ζητούν φαγητό και να τους δίνω μια μπουκιά ψωμί,

Και να μη ξέρω πού και πότε θα φτάναμε σε κάποιο χωριό,

Και μετά από περίπου δυο ωρών ταλαιπωρία να κάνουν την εμφάνισή τους στρατιώτες στους γύρω λόφους, με το χέρι στη σκανδάλη,

Και να μην ξέρουμε αν οι στρατιώτες είναι φίλοι ή οχτροί…

Και το μαρτύριο αυτό να συνεχίζεται για ώρες, στον καφτό μεσαρίτικο ήλιο του Αυγούστου, με 40 βαθμούς Κελσίου…

Επιτέλους φτάσαμε σ’ ένα χωματόδρομο, που υπολογίσαμε ότι οδηγούσε στο χωριό Αβδελλερό. Ενώ περπατούσαμε, φάνηκε από μακριά σκόνη και σε λίγο διακρίναμε ένα στρατιωτικό τζιπ. Εκεί παιζόταν η ζωή μας. Μόλις μας πλησίασε σταμάτησε.

Ευτυχώς ήταν δικοί μας στρατιώτες, σταλμένοι φαίνεται από το Θεό. Αφού ανταλλάξαμε μια-δυο κουβέντες, μας φόρτωσαν στο τζιπ και μας πήγαν στη φιλόξενη κωμόπολη της Αραδίππου. Στο πρώτο σπίτι που σταματήσαμε μας προσκάλεσαν αμέσως και μας περιποιήθηκαν. Μας προσφέρανε ποτά, δώσανε παπούτσια στη γυναίκα μου και μας φτιάξανε καφέ.

Ήταν ο πιο γευσάτος καφές της ζωής μου. Μας ετοιμάσανε σούπα. Ήταν η σούπα της Ανάστασης μετά το μαρτύριο του Γολγοθά μας.

Αργότερα, όταν είχε γίνει εκεχειρία, επέστρεψα στο μέρος που ήμασταν πριν, πήρα το αυτοκίνητό μου, και αφού παρέλαβα την οικογένειά μου από το φιλόξενο σπίτι της Αραδίππου συνεχίσαμε το δρόμο του ξεριζωμού, κουβαλώντας μαζί μας το σταυρό της προσφυγιάς στη Ξυλοτύμπου, όπου για εφτά μέρες κάναμε για σπίτι μας τον ίσκιο μιας χαρουπιάς, έχοντας για στρώμα το κοκκινοχωρίτικο χώμα και για σεντόνι τ’ άστρα.

Μετά είχαμε βρει ένα «δίχωρο» δωμάτιο όπου μέναμε 24 άτομα –τα περισσότερα από τα οποία ήταν παιδιά– και για τρεις μήνες κοιμόμασταν στο πάτωμα…

Πολλές «τυχερές (!) μάνες και τυχεροί(!) πατεράδες» στην Ουκρανία, αλλά και στη Ρωσία, θα βρεθούν στην ίδια μοίρα με μας, δηλαδή να επιζήσουν κι αυτοί και τα παιδιά τους, αλλά πολύ περισσότεροι θα είναι οι άτυχοι γονείς που θα δουν τα παιδιά τους είτε νεκρά, είτε ακρωτηριασμένα είτε και αγνοούμενα.

Ευχή μας είναι να σταματήσει αμέσως ο πόλεμος και το αιματοκύλισμα στην Ουκρανία.