Οι γυναίκες που μας γαλούχησαν

Oι γυναίκες αυτές, όπως και τόσες άλλες της γενιάς τους, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, προσπάθησαν να βελτιώσουν τον κόσμο, φυτεύοντας τον σπόρο για να μεγαλώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους και να βρουν τη θέση τους στο μέλλον της Αυστραλίας

Στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, προσπαθώ συχνά να διαβάσω στο βλέμμα των νέων εκείνων γυναικών, πώς αισθάνθηκαν καθώς ετοίμαζαν τα χαρτιά τους για να φύγουν για τα ξένα.

Φαντάζομαι ότι η φρίκη του πολέμου, του θανάτου, που είχαν δει ως παιδιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τις είχε πληγώσει. Και ήταν άλλωστε μια εποχή που το πεπρωμένο μιας γυναίκας γραφόταν από άλλους.

Η Γεωργία (Καματερογιάννη) Παπαθανασίου και η Κούλα (Κόκκορη) Ξυνά, συναντήθηκαν στο πλοίο “Aurelia” τον Απρίλιο του 1958, όταν άφησαν πίσω τους για πρώτη φορά, τα χωριά τους στη Δυτική Ελλάδα.

Η Κούλα και η Γεωργία πριν φύγουν από την Ελλάδα: Supplied

Στο πλοίο που κατευθυνόταν προς την Αυστραλία, υπήρχαν εκατοντάδες άλλες Ελληνίδες, ακόμα και ένας παπάς. Οι περισσότερες ήταν ήδη αρραβωνιασμένες για να παντρευτούν κάποιον που συνάντησαν μία ή δύο φορές και άλλες καθόλου.

Η Γεωργία ταξίδευε για να συναντήσει τον αδελφό της, Νίκο, και τον Ανδρέα, τον μελλοντικό της σύζυγο, τον οποίο είχε γνωρίσει ένα χρόνο νωρίτερα, πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Η Κούλα, από την άλλη, ταξίδευε για να συναντήσει τον άντρα που αρραβωνιάστηκε μέσω φωτογραφίας, ο οποίος έτυχε να είναι και εξάδελφος της Γεωργίας.

Η Κούλα και η Γεωργία, και οι δύο ορφανές από μητέρα από τα μικρά τους χρόνια, στηρίχθηκαν η μία στην άλλη σε αυτό το ταξίδι και έγιναν φίλες για μια ζωή, και όπως το έφερε η μοίρα, θα ταξίδευαν για την τελευταία τους κατοικία την ίδια μέρα, 63 χρόνια αργότερα.

Οι ζωές αυτών των δύο γυναικών είναι μοναδικές, αλλά οι ιστορίες τους είναι χαρακτηριστικές εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους στον απόηχο του πολέμου.

Η Γεωργία με τον αρραβωνιαστικό της, Ανδρέα, στα Σιταράλωνα, πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Φώτο: Supplied

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ

Η Γεωργία γεννήθηκε το 1926, στον Ταξιάρχη, ένα μικρό ορεινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν μόλις δώδεκα ετών όταν έχασε τη μητέρα της, και η ζωή της έγινε ακόμα πιο δύσκολη καθώς ανέλαβε το νοικοκυριό και τη φροντίδα του μικρότερου αδελφού της. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο φόβος θα έμπαινε και αυτός στη ζωή της.

Είδε ανθρώπους να πεθαίνουν, άλλοι από σφαίρες, και άλλοι κρεμασμένοι, και πολλές φορές άκουγε τις κραυγές τους ακόμα και αφού είχαν ξεψυχήσει.

Ακόμα και η ίδια είχε γλιτώσει χάρη στην ευστροφία της, όταν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τους εχθρούς, θυμούνται τα παιδιά της, και δεν ξέχασε ποτέ τη στιγμή που μια μητέρα πυροβολήθηκε στο χέρι ενώ θήλαζε το μωρό της.

Η Γεωργία (αριστερά) με τη Βασιλική (αδελφή του αρραβωνιαστικού της) και μία φίλη, πριν φύγει από την Ελλάδα. Φώτο: Supplied

Η Κούλα γεννήθηκε λίγα χρόνια αργότερα στο Ευηνοχώρι, σε μια οικογένεια οκτώ παιδιών, και παρ’ ότι δεν γνώρισε τη μητέρα της, η οποία πέθανε από πνευμονία όταν ήταν μόλις 2 μηνών, οι παιδικές της αναμνήσεις ήταν ευτυχισμένες.

Μπορεί να μην ήταν μια άνετη ζωή, αλλά οι συναναστροφές με φίλους και συγγενείς την έκαναν πλούσια. Στο οικόπεδο όπου βρισκόταν το πατρικό της υπήρχε ένα πηγάδι, και γι’ αυτό, πολλοί άνθρωποι συγκεντρώνονταν εκεί όλες τις ώρες της ημέρας.

Συχνά, έλεγε στα παιδιά της, δεν περνούσε βράδυ να μην κάτσει κάποιος επισκέπτης στο τραπέζι τους ή να μην διανυκτερεύσει πριν συνεχίσει το δρόμο του το επόμενο πρωί.

Τα χρόνια του πολέμου και του εμφυλίου ήταν δύσκολα. Συγγενείς που έμεναν στην Αθήνα, την εγκατέλειψαν για να μην πεθάνουν από την πείνα, και έβγαλαν αυτά τα χρόνια στο χωριό.

Η Κούλα, η μικρότερη στη φωτογραφία, στο χωριό της το Ευηνοχώρι. Φώτο: Supplied

Αμέσως μετά τον πόλεμο, ένα τραυματικό γεγονός θα στιγμάτιζε την Κούλα για το υπόλοιπο της ζωής της.

«Όταν έφυγαν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί στρατιώτες, οι χωριανοί συγκέντρωσαν όλες τις νάρκες που βρήκαν στην περιοχή και τις στοιβάξανε δίπλα στο ποτάμι. Ένας στρατιώτης φυλούσε εκεί σκοπιά και ίσως από βαρεμάρα πυροβολούσε με το όπλο του στον αέρα, όταν μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και σκότωσε ακαριαία τον φίλο της τον Παναγιώτη, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της». Συχνά αναρωτιόταν, μας εξιστορεί η κόρη της Σπυριδούλα «Γιατί έζησα εγώ; Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Παναγιώτης, αντί για μένα;»,

Μετά το θάνατο του πατέρα της, άρχισε να δέχεται πίεση να μεταναστεύσει και να παντρευτεί στην Αυστραλία.

Η τελευταία φωτογραφία της Κούλας (μπροστά, η δεύτερη από δεξιά) μαζί με αδέρφια και συγγενείς πριν ταξιδέψει για την Αυστραλία. Φώτο: Supplied

«Η όλη διαδικασία της μετανάστευσης ήταν δύσκολη για τη μητέρα μου» συνεχίζει η Σπυριδούλα. «Νομίζω, επειδή δεν ήταν δική της επιλογή να έρθει εδώ. Όπως πολλές γυναίκες εκείνης της εποχής, άλλος πήρε την απόφαση να φύγει».

Μόνο ένα πράγμα είχε ζητήσει για τον εαυτό της, και αυτό ήταν να επιστρέψει στην πατρίδα της όταν πεθάνει.

Η Σπυριδούλα λέει ότι ένιωσε γαλήνη, όταν η μητέρα της κηδεύτηκε, κοντά στο πατρικό της σπίτι στην Ελλάδα.

«Ένιωσα ότι βρισκόταν 500 μέτρα από το μέρος όπου μεγάλωσε. Νομίζω ότι επειδή η μητέρα της πέθανε όταν ήταν μόλις δύο μηνών, είχε πάντα μια λαχτάρα για κάτι που πάντα της έλειπε. Και στο μυαλό της ήθελε απλά να είναι εκεί. Ήταν το μόνο πράγμα που ζήτησε που αφορούσε καθαρά τον εαυτό της. Κάθε τι άλλο που της συνέβη στη ζωή, ήταν συνέπεια αποφάσεων άλλων ανθρώπων.

Πρώτα απ’ όλα από τα αδέλφια της, τα οποία αποφάσισαν να έρθει εδώ. Είχαν ζήσει τον πόλεμο και την κακουχία. Είχαν τέσσερις αδελφές, εκ των οποίων μόνο η μία ήταν παντρεμένη, και θα πρέπει να ανησυχούσαν ότι θα είχαν να φροντίζουν τρεις ανύπαντρες αδερφές».

Στο καράβι για την Αυστραλία, η Γεωργία (μπροστά) και η Κούλα (πρώτη από δεξιά). Φώτο: Supplied

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Πρόσφατα, πριν από το θάνατό της, η Γεωργία θυμήθηκε την αγωνία της Κούλας καθώς πλησίαζαν το λιμάνι της Μελβούρνης.
«Εσένα σε περιμένει ο αδελφός σου ο Νίκος… αλλά εγώ.. πού πάω;» ρωτούσε τη Γεωργία.

Έζησαν μαζί σ’ εκείνο το πρώτο κεφάλαιο της νέας ζωής τους, τα δύο ζευγάρια μαζί με αδέρφια, σ’ ένα σπίτι που μοιράστηκαν πριν γεννηθούν τα παιδιά τους. Σε αυτή την εποχή δημιουργήθηκαν σημαντικές σχέσεις ζωής που σφραγίστηκαν με κουμπαριές.

Η Μαρία, η κόρη της Γεωργίας, και η Σπυριδούλα, κόρη της Κούλας, παρανυφάκια σε γάμο. Φώτο: Supplied

Όταν η Γεωργία έφτασε για πρώτη φορά στη Μελβούρνη, ήθελε απεγνωσμένα να βρει δουλειά.

Κάποτε, όταν άκουσε ότι ένα εργοστάσιο έψαχνε κόσμο, ταξίδευε κάθε μέρα έξω από την πόλη, για τις επόμενες 42 ημέρες, ελπίζοντας να προσληφθεί. Κατά την άφιξή τους οι κυρίες έπαιρναν έναν αριθμό και τους ζητούσαν να περιμένουν μέχρι να τις φωνάξουν. Πολλές έμεναν εκτός, και έτσι τους καλούσαν να έρθουν ξανά την επόμενη ημέρα. Η Γεωργία το έκανε αυτό για επτά εβδομάδες πριν εγκαταλείψει την προσπάθεια.

Καθώς εκείνη δεν έβρισκε δουλειά, οι μητέρες της γειτονιάς άρχισαν να της ζητούν να κοιτάζει τα παιδιά τους, όσο εκείνες δούλευαν.

Εκτός από τα δικά της, φρόντιζε τέσσερα παιδιά τη φορά. Είχε ένα βάζο πάνω από το τζάκι, και οι γυναίκες έβαζαν μέσα 2 σελίνια, ή αν δεν είχαν αυτό το ποσό, ό,τι μπορούσαν να διαθέσουν. Με την πάροδο του χρόνου, είχε φροντίσει συνολικά 76 παιδιά και δεν ξέχασε ποτέ τα ονόματά τους.

Λίγο πριν μείνει έγκυος στο έβδομο παιδί της, η Γεωργία βρήκε επιτέλους μια δουλειά σε ένα υφαντουργείο που έφτιαχνε παπλώματα.

Έκρυψε την εγκυμοσύνη της από τους εργοδότες της, φοβούμενη ότι θα έχανε τη δουλειά της, και επέστρεψε στη θέση της μόλις 40 ημέρες μετά τη γέννηση του μικρότερου παιδιού της.

«Οι γονείς μου έπρεπε να τα βγάλουν πέρα για να πληρώσουν τους λογαριασμούς, για εμάς, τα σχολεία, και έτσι χρειαζόταν τη δουλειά» μας είπε η κόρη της, η Μαρία.

Η Γεωργία (δεύτερη από αριστερά) μαζί με συναδέλφους της στο υφαντουργείο όπου δούλευε. Φώτο: Supplied

Η εργασία της Γεωργίας ήταν εντατική και πολύ δύσκολη. Υπήρχαν περίοδοι κατά τις οποίες έκλαιγε κάθε μέρα. Τρυπούσε συχνά τα δάχτυλά της στους γάντζους των μηχανών και το αίμα έσταζε στο πάτωμα του εργοστασίου τόσο από την ίδια όσο και από άλλες εργάτριες.

Ξυπνούσε στις 5 τα ξημερώματα για να ετοιμάσει τα σχολικά γεύματα, και μερικές φορές το βραδινό, πριν ξυπνήσει τα παιδιά και φύγει για τη δουλειά.

Στο σπίτι γύριζε στις 5 το απόγευμα, και αν η μεγαλύτερη κόρη της, η Μαρία, που ήταν μόλις 9 ετών τότε, δεν είχε μαγειρέψει, θα ετοίμαζε εκείνη τον δείπνο. Στη συνέχεια μόλις τα παιδιά έπεφταν για ύπνο, ξεκίναγε τις δουλειές του σπιτιού, πλένοντας όλα τα ρούχα της οικογένειας στο χέρι. Αυτό της άφηνε πολύ λίγο χρόνο για να ξεκουραστεί.

Στο εργοστάσιο όπου εργαζόταν, υπήρχαν πολλές νεοφερμένες μετανάστριες. Ιταλίδες, Ελληνίδες, Γιουγκοσλάβες, Τουρκάλες. Έκαναν φιλίες και πρόσεχαν η μία την άλλη. Μερικές φορές, όταν ήταν πολύ κουρασμένη, την παρότρυναν να ξαπλώνει και να κοιμηθεί στα διαλείμματα, ενώ εκείνες παραφύλαγαν.

Από εκείνες έμαθε να πλέκει, να ράβει, και να δοκιμάζει νέες συνταγές.

Αν και είχε πάει μόνο για λίγο στο Δημοτικό, ξανάπιασε τα γράμματα όταν τα παιδιά της ξεκίνησαν το ελληνικό σχολείο, και μετά διάβαζε συνεχώς.

Ενδιαφερόταν να μάθει για τις ζωές των αγίων, και για τις φυσικές θεραπείες, και ήταν πολλοί που ζητούσαν τις συμβουλές της.

ΟΙ ΣΥΖΥΓΟΙ ΤΟΣΟ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΑΣ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΝ ΣΕ ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΒΑΡΔΙΕΣ Ή ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟ ΤΟ 24ΩΡΟ

Πριν ανοίξουν το Albert Park Deli, ο σύζυγος της Κούλας, ο Βασίλης, ήταν αρχικά αρτοποιός και περνούσε τις περισσότερες ώρες μακριά από την οικογένεια. Ξεκινούσε στις τέσσερις το απόγευμα, έφτιαχνε το ψωμί, το παρέδιδε, και στη συνέχεια επέστρεφε στο σπίτι, αργά το πρωί, πριν φύγει ξανά μετά από λίγες ώρες ύπνου.

 

Οι φωτογραφίες που αντάλλαξαν η Κούλα και ο αρραβωνιαστικός της, Βασίλης, πριν συναντηθούν στην Αυστραλία. Φώτο: Supplied

«Η μητέρα μου έπρεπε να φροντίζει μόνη της τέσσερα παιδιά, δεν ήταν εύκολο. Πρέπει να ένιωθε και αρκετή μοναξιά, καθώς ζούσαν στο Essendon, όπου δεν υπήρχαν πολλοί Έλληνες», λέει η Σπυριδούλα.

Η Γεωργία ενδιαφερόταν κι εκείνη για την πρόοδο των παιδιών της, και προσπαθούσε να τα βοηθήσει στο διάβασμα, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές, ήταν πέρα από τις δυνατότητές της.

«Μας ενθάρρυνε να βελτιωνόμαστε συνεχώς» λέει η κόρη της Ειρήνη. «Ερχόταν σε όλες τις συναντήσεις Γονέων-Καθηγητών. Έγραψε και τα τρία αγόρια της στους προσκόπους, για να τα κρατήσει μακριά από τους δρόμους, και τα συνόδευε η ίδια με το λεωφορείο».

Η Γεωργία επέστρεψε στην Ελλάδα για διακοπές μόνο μία φορά, ενώ η Κούλα και η οικογένειά της είχαν προσπαθήσει να επαναπατριστούν το 1976.

«Ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή στην ύπαρξη της οικογένειάς μας, γιατί ήταν η πρώτη φορά που γνωρίσαμε το σόι μας και μια γιαγιά. Ως παιδί μεταναστών, έβλεπα τους Αυστραλούς φίλους μου και σκεφτόμουν πόσο ωραία θα ήταν να είχαμε κι εμείς ένα σπίτι που ανήκε στις προηγούμενες γενιές, ή ένα σημείο όπου οι γενιές της οικογενείας θα μπορούσαν να συναντηθούν», μας είπε η Σπυριδούλα.

«Οι γονείς μας, οι οικογενειακοί φίλοι μας ήταν όλοι απασχολημένοι, καθώς προσπαθούσαν να βάλουν φαγητό στο τραπέζι για τα παιδιά τους, και δεν είχαμε το άγγιγμα της γιαγιάς, ξέρετε, τον τρόπο με τον οποίο οι παππούδες και οι γιαγιάδες σχετίζονται με τα εγγόνια τους. Δεν είχαμε αυτή την πηγή στοργής, αυτό το αίσθημα σταθερότητας που σου δίνει η ευρύτερη οικογένεια».

«Γνωρίζοντας το σόι των γονιών μας, στα χωριά όπου μεγάλωσαν, μπόρεσα να τους καταλάβω καλύτερα. Ήταν πραγματικά ένα θαύμα που κατάφεραν καθόλου να προσαρμοστούν στην Αυστραλία. Μπορείς να φανταστείς το βλέμμα τους όταν κατέβηκαν από το πλοίο; Ήρθαν από ένα αγροτικό περιβάλλον σε ένα αστικό, πόσο μάλλον οι πολιτισμικές διαφορές, οι αποστάσεις. Ήταν πραγματικά ήρωες».

Η ΣΟΦΙΑ ΠΟΥ ΜΕΤΕΔΙΔΑΝ

«Όταν πέθανε η μητέρα της, η θεία Γεωργία ήταν μόλις 12 ετών, και όμως, ήταν εκείνη που κράτησε την οικογένεια της όρθια. Τον πατέρα της και τον μπαμπά μου» λέει ο Άρθουρ, ο ανιψιός της Γεωργίας.

«Καθώς η ζωή συνεχιζόταν, με γάμους, παιδιά, εγγόνια, και η οικογένεια μεγάλωνε σε μια ξένη χώρα, η θεία Γεωργία ξεχώριζε ως το μοναδικό πρόσωπο για να απευθυνθείς για συμβουλές και καθοδήγηση σε όλες τις πτυχές της ζωής. Μπορούσε να λύσει και κάθε διαφωνία ως προς τις παραδόσεις, τις Γραφές. Η παρουσία της ήταν πάντα αισθητή όταν έμπαινες σε ένα δωμάτιο, και ας ήταν το πιο ήσυχο άτομο εκεί».

Η οικογένεια Παπαθανασίου συγκεντρωμένη για τον γάμο του πρώτου εγγονού της Γεωργίας και του Ανδρέα. Φώτο: Supplied

«Οι άνθρωποι της εκμυστηρευόντουσαν τα πιο μεγάλα τους μυστικά» μας είπε η Δήμητρα, η κόρη της Γεωργίας. «Η μαμά μου ήξερε πράγματα για άλλους ανθρώπους που δεν τα είπε ποτέ σε κανέναν».

Η Σπυριδούλα ήταν ευγνώμων που έμαθε από τον ιερέα της εκκλησίας της μητέρας της, από κάποιον εκτός της οικογένειας δηλαδή, ότι η μητέρα της ήταν ευτυχισμένη.

«Ήθελα απλώς να μπορώ να της παρέχω ό,τι ήθελε, χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσει».

Η Μαρία λέει επίσης ότι μερικές φορές διέκριναν τη θλίψη στα μάτια της μητέρας τους, και προσπαθούσαν να την κάνουν να χαμογελάσει.

Αλλά για τη Γεωργία και την Κούλα, το να βλέπουν τα παιδιά τους γύρω τους τους γέμιζε χαρά. Η οικογένεια που μεγάλωνε, με εγγόνια και δισέγγονα, τους έδινε παρηγοριά και υπερηφάνεια.

Η Κούλα στο κέντρο περιτριγυρισμένη από τα παιδιά και τα εγγόνια της. Φώτο: Supplied

Κράτησαν επαφή σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, και οι οικογένειές τους βρέθηκαν μαζί πολλές φορές για να γιορτάσουν ονομαστικές γιορτές αλλά και τα σημαντικά γεγονότα της ζωής τους.

Αν και η Κούλα πέθανε περίπου ένα χρόνο πριν από τη Γεωργία, ήταν την ίδια μέρα που ταξίδεψαν στην τελευταία τους κατοικία, τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Η Γεωργία για να συναντήσει τον αγαπημένο της σύζυγο, τον Ανδρέα, που είχε πεθάνει μόλις λίγους μήνες πριν, τον αδελφό και τον πατέρα της στο Fawkner Memorial Park, και η Κούλα καθοδόν για την Ελλάδα, μαζί με τα παιδιά της, για να ταφεί στην πατρίδα της.

Η Γεωργία ήταν η θεία μου που είχε πάντα μια παρήγορη συμβουλή να μου δώσει όταν εγκαταστάθηκα στην Αυστραλία πριν από μερικά χρόνια. Η ευγενική της φύση μου θύμιζε τη δική μου γιαγιά στην Ουγγαρία, η οποία γεννήθηκε την ίδια εποχή και είδε τα όνειρά της να καταρρέουν από τον αντίκτυπο εκείνου του πολέμου.

Δοτικές και ανιδιοτελείς, αυτές οι γυναίκες όπως και τόσες άλλες αυτής της γενιάς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, προσπάθησαν να βελτιώσουν τον κόσμο, φυτεύοντας τον σπόρο για να μεγαλώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, και να βρουν τη θέση τους στο μέλλον της Αυστραλίας.

Η Κούλα και η Γεωργία, κράτησαν επαφή σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, και οι οικογένειές τους βρέθηκαν μαζί πολλές φορές για να γιορτάσουν ονομαστικές γιορτές αλλά και τα σημαντικά γεγονότα της ζωής τους. Φώτο: Supplied