Δύο Έλληνες λογοτέχνες τιμήθηκαν για το λογοτεχνικό τους έργο με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο πρώτος ήταν ο Γιώργος Σεφέρης με την απονομή του εν λόγω Βραβείου το 1963, και ο δεύτερος ο Οδυσσέας Ελύτης το 1979.

Το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι βραβείο που απονέμεται από το 1901 ετησίως σε έναν εν ζωή λογοτέχνη ή σε μια εν ζωή λογοτέχνιδα, από οποιαδήποτε χώρα, ο οποίος ή η οποία, σύμφωνα με τη διαθήκη του ιδρυτή του θεσμού αυτού Σουηδού Άλφρεντ Νόμπελ, παρήγαγε το πιο εντυπωσιακό έργο στον τομέα της λογοτεχνίας. Εδώ ο όρος έργο αναφέρεται στο συνολικό λογοτεχνικό έργο των λογοτεχνών και λογοτέχνιδων, και όχι σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτέχνημα.

Ο Γιώργος Σεφέρης, ή Γεώργιος Σεφεριάδης, που ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1900 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της οποίας την εποχή εκείνη ήταν Έλληνες.

Ο Γιώργος ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη, και μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια με έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ανάγκασε την οικογένειά του να μετοικήσει στην Αθήνα το 1914.

O πατέρας του Γ. Σεφέρη ήταν νομικός, και στην Ελλάδα αναδείχθηκε σε Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, ενώ παράλληλα έγραφε ποιήματα, μετέφραζε αρχαίους τραγικούς συγγραφείς, και είχε εκδώσει μεταφράσεις έργων του Λόρδου Bύρωνα. Η μητέρα του Γ. Σεφέρη διακρινόταν για την ιδιαίτερη ευαισθησία της και την πνευματική της καλλιέργεια.

Το 1918 ο Γ. Σεφέρης πήγε στο Παρίσι και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας.

Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού στην ποίηση βρισκόταν στην ακμή του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1926, ο Γ. Σεφέρης διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, και πολλά χρόνια της ζωής του τα έζησε μακριά από την Ελλάδα, όπως στη Νότια Αφρική, την Αίγυπτο, την Άγκυρα, τη Βηρυτό και το Λονδίνο.

Οπωσδήποτε, το αποκορύφωμα στη ζωή του Γιώργου Σεφέρη ήταν η απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Ακολουθούν αποσπάσματα από την ομιλία του μετά την παραλαβή του Βραβείου:

{…} Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια, και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται.

{…} Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.

{…} Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, την χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Τον Απρίλιο του 1964 ο Γ. Σεφέρης αναγορεύθηκε σε επίτιμο Διδάκτορα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύθηκε σε επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, και το 1965 σε επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πρίνστον των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) ο Γ. Σεφέρης έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969, και στηλίτευσε την χούντα με την ακόλουθη περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC της Αγγλίας: «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά».

ΠΛΟΥΣΙΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

Η γλώσσα του Γ. Σεφέρη, πυκνή και καίρια, συμπυκνώνει στην ποίησή του αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Η ζωντανή, γηγενής παράδοση, συμπορευόταν με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία. Στο πρόσωπό του η νεοελληνική γραμματεία αναγνώριζε έναν από τους κλασικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα.
Το λογοτεχνικό του έργο κατατάσσεται στις ακόλουθες κατηγορίες:

Α. Ποίηση

*Στροφή, Αθήνα 1931. *Πάνω σ’ έναν στίχο ξένο, Αθήνα 1931. *Η Στέρνα, Αθήνα 1932. *Σχέδια στο περιθώριο, Αθήνα 1935. *Μυθιστόρημα, Αθήνα 1935. *Γυμνοπαιδία, Αθήνα 1936. *Τετράδιο Γυμνασμάτων, Αθήνα 1940. *Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄. Αθήνα 1940. *Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, Αλεξάνδρεια 1944. *Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, Αθήνα 1945. *Τελευταίος σταθμός, Το Τετράδιο, 1947. Κίχλη, Αθήνα 1947. *Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄, Αθήνα 1955. *Τρία κρυφά ποιήματα, Αθήνα 1966. *Επί Ασπαλάθων, Αθήνα 1971 (μεταθανάτια έκδοση).

Β. Μυθιστορήματα

*Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Αθήνα 1974 (μεταθανάτια έκδοση).
*Βαρνάβας Καλοστέφανος, Αθήνα 2007, (μεταθανάτια έκδοση).

Γ. Δοκίμια

*Δοκιμές, Κάιρο 1944. *Δοκιμές, Αθήνα 1962. *Εκλογή από τις Δοκιμές, Αθήνα 1966.

Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισήχθη στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, και εγχειρίσθηκε στον δωδεκαδάκτυλο. Πέθανε από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ής Σεπτεμβρίου 1971.

Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, ήταν πάνδημη και είχε αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α΄ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταμάτησε την κυκλοφορία και άρχισε να τραγουδά το απαγορευμένο από τη χούντα τραγούδι «Άρνηση», σε στίχους του Σεφέρη και μελοποίηση από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη είχαν μελοποιήσει και άλλοι Έλληνες μουσικοσυνθέτες.

Ο Λίνος Πολίτης, στο βιβλίο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα 1980, μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα για τον Γιώργο Σεφέρη:

{…} «Το 1931 κυκλοφορούσε στην Αθήνα μια ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή: Γ. Σεφέρη, Στροφή. Το όνομα ήταν άγνωστο στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής και παρουσιαζόταν για πρώτη φορά. Ο τίτλος της συλλογής είναι διφορούμενος. Μπορεί να είναι ένας όρος της στιχουργικής μονάχα, αλλά μπορεί και να σημαίνει μια πραγματική «στροφή» και βαθύτερη αλλαγή. Τώρα το ξέρουμε πως ο τίτλος είχε ασφαλώς αυτό το δεύτερο νόημα.

{…} Η Στροφή μάς έφερνε αμέσως σ’ ένα κλίμα ολότελα διαφορετικό από το κλίμα της γενιάς του 1920-30, και που επαναλαμβανόταν μονότονα και χωρίς πρωτοτυπία, ιδίως μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη.

{…} Η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι βέβαια χαρούμενη, είναι απαισιόδοξη και μελαγχολική. Έχει τη θλίψη του ανθρώπου που συλλογίζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα, κι ακόμα του Έλληνα με το κατακάθι της πίκρας από τη σκλαβιά και τις εθνικές περιπέτειες – “τον καημό της Ρωμιοσύνης”, όπως τον είπαν».

Στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του λογοτεχνικού περιοδικού «Αντίποδες», Χειμώνας 1974, την έκδοση του οποίου είχα επιμεληθεί, είχα δημοσιεύσει το ακόλουθο απόσπασμα ενός ποιήματος από τη συλλογή «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη, προφανώς ως αντιπροσωπευτικό και της δικής μας μεταναστευτικής εμπειρίας:

Μα τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
ἀπό λιμάνι σέ λιμάνι;
Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ἀνασαίνοντας
τη δροσιά τού πεύκου πιό δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στά νερά τούτης τῆς θάλασσας
κι ἐκείνης τῆς θάλασσας,
χωρίς ἁφή,
χωρίς ἀνθρώπους,
μέσα σε μία πατρίδα πού δέν εἶναι πιά δική μας,
οὔτε δική σας…

Αυτά, όσο πιο συνοπτικά γινόταν, για τον Γιώργο Σεφέρη, τον ποιητή και στοχαστή, που πρόβαλε τα ελληνικά Γράμματα σε παγκόσμια κλίμακα με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας που του απονεμήθηκε το 1963, το πρώτο σε Έλληνα λογοτέχνη.