Τέτοιες ημέρες του 1821 οι πρόγονοί μας έλαβαν τη μεγάλη απόφαση για το μέλλον τους, για την Ελευθερία, για τις επόμενες γενιές.

Τέτοιες ημέρες του 1822 συγκεντρώθηκαν στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο), όπου συγκρότησαν την Α’ Εθνοσυνέλευση, ακολουθώντας την παράδοση πολιτικής δραστηριότητας.

Εκεί στην Επίδαυρο, στον ιστορικό χώρο για τον παγκόσμιο και τον ελληνικό πολιτισμό, μεταξύ των άλλων διακήρυτταν τα εξής: «Το ελληνικό Έθνος το υπό τη φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του εις εθνικήν συνειγμένην συνέλευσιν ενώπιον θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».

Μία προσωπικότητα που είχε ρόλο στην προετοιμασία της Α’ Εθνοσυνέλευσης συνδυάζοντας την πολιτική του δράση με την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική του παρουσία, διαφέροντας, ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Από τις πιο αγνές μορφές της Επανάστασης, θερμός πατριώτης, έντιμος αγωνιστής και γενναίος, όπως γράφει ο Μακρυγιάννης ήταν ο πιο ανιδιοτελής άνθρωπος που είχε γνωρίσει. Από την αρχή όμως διαφώνησε με τους κατ’ επάγγελμα πολιτικούς και τους εξαρτώμενους από αυτούς πρόκριτους, οι οποίοι δεν ήθελαν να απωλέσουν τα προνόμιά τους και να υπακούουν σ’ αυτόν.

Αναγνωρίστηκε αρχιστράτηγος παρ’ ότι δεν ήταν παρών στις εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης, αφού βρισκόταν με τον Κολοκοτρώνη στην πολιορκία του Ακροκορίνθου.

Οι πολιτικοί στην Επίδαυρο ψήφισαν το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας και εξέλεξαν πρόεδρο του Εκτελεστικού (ως πρωθυπουργό δηλαδή) τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ενώ τον Δημήτριο Υψηλάντη τον εξέλεξαν πρόεδρο του Βουλευτικού, για να δείξουν ότι τον υπολόγιζαν και να μη φανεί η εμπάθειά τους. Έλπιζαν όμως ότι έτσι θα περιόριζαν την πολεμική του δράση, η οποία θα τον έκανε ισχυρό με τις επιτυχίες του.

Στο βουλευτικό σώμα, όπου ήταν πρόεδρος, γνώρισε τις μηχανορραφίες και το πολιτικό παρασκήνιο και αηδιασμένος παραιτήθηκε, συνεχίζοντας τον Αγώνα Απελευθέρωσης.

Κατά τη διάρκεια της Β’ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος (29 Μαρτίου- 18 Απριλίου 1823) η αντιπαράθεση μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των οπλαρχηγών εντείνεται και ο Υψηλάντης αρνήθηκε να συμβιβαστεί. Το γεγονός που τον εξόργισε, όμως, ήταν η μεθόδευση του Μαυροκορδάτου για το πρώτο αγγλικό δάνειο, η οποία έγινε στις αρχές του 1824, λέγοντας το εκπληκτική φράση του πως «οι Έλληνες έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά την ελευθερία μας για να την πουλήσουμε τόσο φτηνά στον πρώτο τυχόντα»…

Η πατριωτική στάση του Δημήτριου Υψηλάντη συνεχίστηκε και στις άλλες πολιτικές συνάξεις, αφού ήταν ένας από τους ελάχιστους που δεν υπέγραψε το καλοκαίρι του 1825 την απονενοημένη «πράξη υποταγής», σύμφωνα με την οποία το ελληνικό Έθνος έθετε «…εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεταννίας».

Το ίδιο έπραξε με την επιστολή του προς την Γ’ Εθνοσυνέλευση που ξεκίνησε στην Νέα Επίδαυρο και συνεχίστηκε στην Τροιζήνα το 1826. Το Μεσολόγγι είχε πέσει και ο Ιμπραήμ κατέστρεφε την Πελοπόννησο. Η Συνέλευση αποφάσισε να ζητήσει τη μεσολάβηση της Αγγλίας για συμβιβασμό με το Σουλτάνο, όμως ο Υψηλάντης αντέδρασε και έστειλε ένα μνημειώδες κείμενο:

«Κύριοι!

Και ως απλούς πολίτης και ως πρωταίτιος του σημερινού αγώνος, χρεωστώ εις το Έθνος μου, εις την οικογένειάν μου, εις εμέ τον ίδιον να εκφράσω παρρησία τα φρονήματά μου εις μίαν κρίσιμον περίστασιν, εκ της οποίας κρέμαται η μέλλουσα τύχη της Ελλάδος.

Η Εθνική Συνέλευσις, αποφασίζουσα να ζητήση την μοναδικήν μεσιτείαν του εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεως της Αγγλίας, δια να συμβιβάση την Ελλάδα με τους τυράννους της, παρεκτρέπεται από τα ιερά χρέη της, και από τον προς ον όρον της συγκροτήσεώς της.

Ο λαός, Κύριοι, του οποίου παρρησιάζετε το πρόσωπον, δεν σας έδωκε πληρεξουσιότητα να καταργήσετε την εθνικήν και πολιτικήν ανεξαρτησίαν του, αλλά να την στερεώσετε, να την διαιωνίσετε.

Η ιστορία θέλει κρίνει μίαν ημέραν αδεκάστως αυτήν την πράξιν σας. …Αν εξ’ εναντίας δια λόγους αποκρύφους εις εμέ η Εθνική Συνέλευσις επιμένη εις την προλαβούσαν απόφασίν της, κρίνω χρέος μου ιερόν και απαραίτητον να διαμαρτυρηθώ ως και ήδη διαμαρτύρομαι επισήμως κατ’ αυτής ενώπιον του Ελληνικού λαού, και όλων των λοιπών της χριστιανικής Ευρώπης, ως κατά μιας πράξεως παρανόμου, αντιελληνικής και διόλου αναξίας ενός Έθνους, το οποίον υπεδουλώθη μεν πολλάκις, πλην ποτέ δεν εσυμβιβάσθη με τους τυράννους του.

Έλλην όμως και φίλος άδολος της ελευθερίας του Έθνους μου, δεν θέλω λείψει να συναγωνισθώ μετά των λοιπών συναδέλφων μου και να χύσω και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου ενόσω διαρκεί ο υπέρ ανεξαρτησίας πόλεμος. Παρακαλώ δε να μοι δοθή επίσημον αντίγραφον της παρούσης μου διαμαρτυρήσεως. Τη 12 Απριλίου 1826, εις Πιάδαν. Ο πατριώτης Δημήτριος Υψηλάντης»

Αντί απαντήσεως η Εθνική Συνέλευση απέκλεισε τον Υψηλάντη «από κάθε πολιτικόν και στρατιωτικόν υπούργημα» με το σκεπτικό ότι «καθυβρίζει αυθαδώς τους νομίμους πληρεξουσίους του έθνους και διαμαρτύρεται εναντίον αυτών διά τας πράξεις των».

Ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει σχετικά για τον Υψηλάντη: «Μεταξύ των μεγάλων μορφών του Εικοσιένα η παρουσία αυτού του ανδρός ακτινοβολεί με τη λάμψη του ευγενέστερου και του καθαρότερου μετάλλου…… θαύμαζε τη δημοκρατία, δαπάνησε το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής του περιουσίας και δεν του έμεινε παρά μόνο ένα σπαθί. Άξιος της πατρίδας του από την αρχή ως το τέλος της επανάστασης. Ανιδιοτελής σε κάθε περίπτωση…»

Δύο αιώνες μετά το οντολογικό γεγονός του Νέου Ελληνισμού, η σύγκριση αναπόφευκτη και σίγουρα αποτυχημένη και παραμένει για να θυμίζει πως και από ποιους ανακτήθηκε η Ελευθερία των Ελληνίδων και των Ελλήνων!