Αναθυμήσεις

PRIMUS INTER PARES

Τον θυμάμαι να με υποδέχεται στο γραφείο του, πάντα με εγκάρδιους εναγκαλισμούς και ασπασμούς, ενώ όταν επιχειρούσα να του φιλήσω το χέρι, εκείνος το αποτραβούσε διακριτικά.

Προφανώς επέμενε να κάνει πράξη το «πρώτος μεταξύ ίσων» που διακήρυττε. Κι αυτό δεν αφορούσε μόνο τους κληρικούς αλλά, κυρίως, τους λαϊκούς. Διότι σε έβλεπε ως ισότιμο συνομιλητή – ποτέ ως κατώτερό του. Έτσι, όταν σου μιλούσε στον πληθυντικό δεν το έκανε τόσο για να κρατήσει αποστάσεις (πράγμα ευνόητο, άλλωστε, λόγω των διακριτών ρόλων) όσο – κυρίως – ως ένδειξη ευγένειας και σεβασμού προς το πρόσωπό σου.

Η χημεία μας ήταν τέτοια που ένιωθε περιχαρής όταν κάναμε παρέα – και το έδειχνε. Τα αισθήματά του για την ταπεινότητά μου τα είχε εκφράσει και δημόσια σε μια παλαιότερη διάλεξή του στη Μελβούρνη, ενώπιον εκατοντάδων ατόμων (στο χολ του Ιερού Ναού Κωνσταντίνου και Ελένης South Yarra).

Στο τέλος της ομιλίας του είχε πει επί λέξει: «Το μόνο άτομο που αγαπώ, εκτιμώ, σέβομαι κι εμπιστεύομαι περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο εδώ στη Μελβούρνη είναι ο καθηγητής και συγγραφέας κύριος Γιάννης Βασιλακάκος». Περιττό να πω ότι αυτό το εξόχως κολακευτικό κομπλιμέντο του με άφησε άναυδο και μάλλον αμήχανο. Όχι επειδή δεν γνώριζα τα συναισθήματά του απέναντί μου, αλλά επειδή δεν περίμενα ποτέ ότι θα τα κοινοποιούσε τόσο ανεπιφύλακτα. Τον ευχαριστώ.

ΤΟ ΑΧΩΡΙΣΤΟ «ΟΠΛΟ»

«Ο καθείς και τα όπλα του», είχε πει ο Ελύτης. Αυτός το μόνο «όπλο» που είχε πάντα επάνω του ήταν ένας στυλογράφος διαρκείας, χρώματος μαύρου, τον οποίο χρησιμοποιούσε ακόμη και στις προφορικές μας συζητήσεις.

Άλλοτε σημειώνοντας κάποια πράγματα για να μην τα ξεχάσει (κι ενδεχομένως να τα χρησιμοποιήσει σε κάποια μελλοντικά γραπτά του), κι άλλοτε για να μου εξηγήσει με συγκεκριμένα παραδείγματα στο χαρτί πώς σχηματίζεται, ή γιατί γράφεται έτσι κι όχι αλλιώς μια συγκεκριμένη λέξη κτλ.

Του άρεσε να συνοδεύει και συμπληρώνει τον γραπτό με τον προφορικό λόγο και τανάπαλιν, καθώς τα θεωρούσε αναπόσπαστα συγκοινωνούντα δοχεία (εξού και η επιστολογραφία μας ακολουθείτο από τηλεφωνικές συνομιλίες και προσωπικές συναντήσεις).

Επειδή εκτός από εξαιρετικός συγγραφέας ήταν και θαυμάσιος ομιλητής, αυτό καθιστούσε τις συζητήσεις μας όχι μόνο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες αλλά γόνιμες και απολαυστικές. Αν μπορούσαν να είχαν καταγραφεί και διασωθεί κάπου αυτές οι ατέλειωτες συνομιλίες που κάναμε, αναμφίβολα θα είχαμε ένα πολύτιμο αρχειακό υλικό για πρόσωπα, ζητήματα και καταστάσεις των λογοτεχνικών μας πραγμάτων.

Θα ήταν παράλειψη αν, παρεπιμπτώντος, δεν ανέφερα, επίσης, πόσο σοφό και χρήσιμο έβρισκα (τότε αλλά και σήμερα) τον παραινετικό του λόγο. Σε μια απ’ τις πολυάριθμες συναντήσεις μας, λόγου χάρη, με είχε συμβουλέψει:

«Να προσέχετε να μην πετάτε ποτέ τίποτα. Να κρατάτε τα πάντα. Ακόμη και τα εισιτήρια από τα μέσα μεταφοράς μπορεί, κάποια στιγμή μελλοντικά, να σας φανούν χρήσιμα στα γραπτά σας…».

ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Τον γοήτευε αυτή η κάστα και επεδίωκε να διευρύνει τον κύκλο γνωριμιών του με ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Ο συγχρωτισμός του με λογίους δεν ήταν απόρροια οιουδήποτε σνομπισμού – κάθε άλλο.

Απλούστατα, οι άνθρωποι αυτοί τον ενδιέφεραν τα μέγιστα διότι με τις γνώσεις, το ταλέντο, ακόμη και με τις ιδιορρυθμίες τους, εμπλούτιζαν κι ομόρφαιναν τη μικρόχαρη ζωή του ως κληρικός. (Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι σε μια απ’ τις επιστολές του, μεταξύ άλλων, μου γράφει: «[…] είμαι βέβαιος ότι παρακολουθείτε την κίνησή μου και φαντάζεσθε πόσο λίγο χρόνο διαθέτω για προσωπικές μου υποχρεώσεις και χαρές» [βλ. επιστολή 30-4-90].

Άλλοτε πάλι, όταν λόγω πολλών υποχρεώσεων δεν είχε χρόνο για να μου γράψει μια κανονική επιστολή, μου έστελνε μικρά επιγραμματικά σημειώματα όπως το ακόλουθο: «Φίλτατοι, Είμαι υπ’ ατμόν, γράφω εν βία πολλή. Ασπασμούς – +Ο Αυστραλίας ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, 29-3-95»). Κι ακόμη, διότι μοιραζόταν την «ίδια γλώσσα» με αυτά τα άτομα και μπορούσε να επικοινωνεί ευχερέστερα, βαθύτερα και κατανυκτικότερα.

Γι’ αυτό και με μεγάλη προθυμία και χαρά ερχόταν σε επαφή με φίλους μου συγγραφείς και ποιητές που του γνώριζα, ή που μέσω εμού αυτοί ήθελαν να τον γνωρίσουν – όπως καταδεικνύει και η αλληλογραφία μας, καθώς και κάποιες ενδεικτικές επιστολές τρίτων που παραθέτω γι’ αυτό το λόγο. Αλλά κι εγώ του χρωστώ χάριτες που με έφερε σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες, όπως λ.χ. τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον πανεπιστημιακό καθηγητή Κάρολο Μητσάκη και αρκετούς άλλους.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΟΥΣΚΟΥΣ

Οι συζητήσεις μας, όπως προανέφερα, περιστρέφονταν κυρίως γύρω από λογοτεχνικά και πολιτισμικά ζητήματα. (Ενίοτε όμως – ανάλογα με την περίσταση – παρεξέκλιναν και σε άλλα επίκαιρα παροικιακά ή μη θέματα.

Θυμάμαι λ.χ. μια μέρα που τον επισκέφθηκα, πάνω στο γραφείο του ήταν μια χειρόγραφη επιστολή. Χωρίς κανένα δισταγμό μου λέει: «Διαβάστε την για να διαπιστώσετε κι εσείς τι τραβώ με κάποιους ανθρώπους της παροικίας μας…». [Επρόκειτο για μια επιστολή από κάποια κυρία η οποία διαφωνούσε μαζί του και διαμαρτυρόταν έντονα για κάποιο σχόλιο που είχε κάνει ο Σεβασμιότατος από ραδιοφώνου σχετικά με τον ρόλο των γυναικών στην κοινωνία]).

Βασικά όμως η κουβέντα μας εστιαζόταν σε συγγραφείς, βιβλία, περιοδικά, δημοσιεύματα, εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ζητήματα.

Από τους συγγραφείς λάτρευε τους Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Παντελή Πρεβελάκη. Με τον πρώτο συνδεόταν με μακρόχρονη και ακατάλυτη προσωπική και πνευματική φιλία και αλληλογραφία. (Απόδειξη αυτού είναι το περιεκτικό τομίδιό του Ο Πεντζίκης του επέκεινα και του ενθάδε, εκδ. Δόμος, 1994).

Το ίδιο ίσχυε και με τον δεύτερο, ο οποίος τύγχανε και συντοπίτης του. (Και γι’ αυτόν είχε κάνει μια πολύ αξιόλογη μελέτη με τίτλο: Ο “Νέος Ερωτόκριτος” του Παντελή Πρεβελάκη, “Οι εκδόσεις των φίλων”, 1997). Επίσης, ως συγγραφέα, αγαπούσε και τον Γιώργο Ιωάννου, διότι εκτός από λαμπρός πεζογράφος ήταν και… Θεσσαλονικιός (και ο ίδιος ο Σεβασμιότατος διατηρούσε ακατάλυτους δεσμούς με την «Μητέρα Θεσσαλονίκη»).

Τον Ιωάννου, αν και δεν νομίζω ότι τον είχε γνωρίσει προσωπικά, τον συμπαθούσε και για έναν επιπρόσθετο λόγο: Επειδή κάποτε είχε πει ότι: «Ο Στυλιανός είναι λεβεντόπαπας!» (Αυτό δεν το γνώριζα. Το άκουσα για πρώτη φορά απ’ το στόμα του ιδίου, όταν μας επισκέφθηκε ξαφνικά στο σπίτι για καφέ ανήμερα της Υπαπαντής του Κυρίου (1997), μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας σε πανηγυρίζοντα φερώνυμο ιερό ναό της πόλης μας. Καμάρωνε πολύ γι’αυτόν τον χαρακτηρισμό του Ιωάννου. Κάτι αντίστοιχο είχε πει και η Μελίνα Μερκούρη (για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. την αναφορά μου στο: «Ήθελε να βγαίνει απ’ τον εαυτό του»).

Από ποιητές θαύμαζε, απ’ όσο θυμάμαι, τους εξής: Σεφέρη (για τον οποίο είχε γράψει και το έξοχο δοκίμιο «Γιώργος Σεφέρης: Φιλολογικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις» – Δοκίμια εις μνήμην Γ.Π. Σαββίδη, εκδ. Παττάκη, 1997), Ελύτη, Καβάφη, Παπατσώνη και, βέβαια, την Κική Δημουλά. Με την τελευταία είχε εμμονές, αφού συχνά με ρωτούσε: «Μήπως ξέρετε την ηλικία της Δημουλά;». Του έλεγε ότι δεν ήξερα, αλλά σύντομα θα μάθαινα και θα τον ενημέρωνα. Αλλά επέμενε: «Δεν νομίζετε ότι θα είναι… πάνω από 65;». Απαντούσα: «Λογικά ναι, πρέπει…».

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτή η μονομανία του με την ηλικία της Δημουλά! Ο υπερρεαλιστής ποιητής Μίλτος Σαχτούρης δεν του άρεσε, γιατί δεν τον καταλάβαινε. Αναρωτιόταν μάλιστα τι του έβρισκαν οι ειδήμονες και τον θεωρούσαν τόσο σπουδαίο – δείχνοντάς μου ένα μεγάλο αφιέρωμα που του είχε κάνει το λογοτεχνικό περιοδικό Η λέξη (Σεπτ. – Δεκ. 1994).

Αναφορικά με το δικό του ποιητικό έργο απέφευγε να εκφέρει οποιαδήποτε γνώμη. Ακόμη κι όταν κάποτε του είχα μεταφέρει – κάπως παρορμητικά και ίσως ασυλλόγιστα – τη μάλλον αρνητική άποψη που είχε για το ποιητικό του έργο ο καθηγητής του ΑΠΘ Ξ.Α. Κοκόλης (σε προσωπική μας συζήτηση σε μια απ’ τις Διεθνείς Εκθέσεις Θεσσαλονίκης, μου είχε πει ότι θεωρούσε την ποίηση του Σ.Σ. Χαρκιανάκη ως «μέτρια»), θυμάμαι ότι κράτησε μια καθ’ όλα αξιοπρεπή στάση. Διότι δεν αντέδρασε, δεν είπε απολύτως τίποτα, αν και είμαι βέβαιος ότι στεναχωρήθηκε.

*Το Μέρος Δ’ θα δημοσιευθεί σε προσεχή μας έκδοση.