Αμέσως μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967 στην Ελλάδα, οι δράστες δεν κρύβουν τις προθέσεις τους απέναντι στους διανοούμενους, επιβάλλοντας τον στρατιωτικό νόμο [1] και την κατάργηση της ελευθεροτυπίας με την επιβολή προληπτικής λογοκρισίας [2] οδηγώντας στον στραγγαλισμό των πνευματικών ελευθεριών και της καλλιτεχνικής δημιουργίας του τόπου.

[3] Όπως παρατηρεί η Μαρία Ρώτα, οι πραξικοπηματίες «Συντάσσουν Index με χίλιους και πλέον απαγορευμένους τίτλους βιβλίων και λεξικών, συλλαμβάνουν και βασανίζουν λογοτέχνες – όπως τον υπέργηρο Κοσμά Πολίτη, που του απαγορεύουν να παραστεί στην κηδεία της γυναίκας του – κι ακόμη επιδιώκουν να τους επιβάλουν τη χρήση μιας “εθνικώς ορθής” γλωσσικής μορφής: “Οι λογοτέχναι οφείλουν [σεβασμόν] εις τας καταλήξεις των λέξεων και εις τας αυξήσεις των παρωχημένων χρόνων των ρημάτων. Περισσότερον από όλους καταστρέφουν την γλώσσαν οι ποιηταί.

Ο Πλάτων, ως γνωστόν, είχεν αποκλείσει τους ποιητάς από την πολιτείαν του” (“Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων: εθνική γλώσσα”). Ο έλεγχος για τη συμμόρφωση των λογοτεχνών είχε ανατεθεί στη λογοκρισία: “Η Εθνική Κυβέρνησις, προκειμένου να ανακοπεί η ύπουλος δηλητηρίασις της εθνικής ψυχής, έχει αναγκασθεί να επιβάλλει λογοκρισίαν εις τα βιβλία.

Τοιουτοτρόπως, επειδή ενδέχεται να υπάρχουν λέξεις διφορούμενοι ή όχι ευθέως καταληπταί ή ουχί εν τω πλαισίω και τη εννοία τού υπό της Εθνικής Επαναστάσεως διαγραφομένου πνεύματος του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, απαιτείται η παρουσία του συγγραφέως δια να συζητήσει μετά των αρμοδίων αρχών τα επίμαχα σημεία ή λέξεις και να επιφέρει τας αναγκαίας τροποποιήσεις ή να αποδείξει προσφεύγων εις την αμέσως ανωτέρα βαθμίδα της ιεραρχίας ή εν ανάγκη και στην ανωτέρα της αμέσως ανωτέρας ή εν ανάγκη και στην γενικήν διεύθυνσιν την αθωότητα των προθέσεών του” (Αρχείο Αλέξανδρου Κοτζιά)». [4]

Θέλοντας να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τις παραπάνω παρανοϊκές μεθόδους της χούντας και την εξευτελιστική μεταχείρισή τους με τη λογοκρισία, οι Έλληνες συγγραφείς και λογοτέχνες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προτίμησαν, αρχικά, να αντιδράσουν κρατώντας παθητική αντίσταση απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς. Δηλαδή υπό μορφήν περιφρονητικής σιωπής ή αυτοφίμωσης, αρνούμενοι να υποβάλουν τα κείμενά τους στη χουντική λογοκρισία κι αναστέλλοντας κάθε εκδοτική δραστηριότητα.

Η παρουσία των διανοουμένων δια της απουσίας και της εκκωφαντικής σιωπής τους, η οποία διήρκησε τρία ολόκληρα χρόνια (1967-197), όπως σημειώνει η Μαρία Ρώτα, «ήταν πολύ πιο εύγλωττη και αποκαλυπτική από όλους τους λόγους της εξουσίας: η Ελλάδα των συνταγματαρχών ήταν η εφιαλτική, αυθαίρετη και απάνθρωπη χώρα των άλαλων» (ό.π.). Αυτό το τέλμα ήρθε να ταράξει η τολμηρή εμφάνιση του τόμου «Δεκαοχτώ Κείμενα» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1970, λίγο μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας από τη δικτατορία. [5]

Πριν εστιάσουμε όμως σ’ αυτή την ιστορική έκδοση, χρήσιμο είναι να αναφερθούμε στην προϊστορία της και ιδιαίτερα στο ρόλο που διεδραμάτισε ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης (ο οποίος, όπως και οι καταξιωμένοι ομότεχνοί του, είχε ματαιώσει κάθε δημοσίευση κι εκδοτική δραστηριότητα αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλη του 1967), όπως την εξιστορεί η Μαρία Ρώτα:

«Σιωπηλός είχε παραμείνει και ο μοναδικός ώς τότε Έλληνας ποιητής που τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ, ο Γιώργος Σεφέρης. Είχε επιλέξει τη σιωπή από την 21η Απριλίου του 1967, όταν έγραψε στην ατζέντα του το λακωνικό “Προκόβουμε καταπληκτικά”, έως τις 28 Μαρτίου του 1969, όταν η ηχογραφημένη δήλωσή του εναντίον της δικτατορίας ακούστηκε από τη ραδιοφωνία του BBC, αναμεταδόθηκε στα ευρωπαϊκά δίκτυα και δημοσιεύθηκε στον Τύπο:

“Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. […] Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά, τη σκέψη μου. […] Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας, και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη, στεκούμενα νερά. […] Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει” (“Δοκιμές Γ'”).

Η βαρυσήμαντη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη, κυρίως η εντυπωσιακή απήχησή της στο εξωτερικό και η στήριξή της στο εσωτερικό από 18 λογοτέχνες που αρνούνταν τη δημοσίευση κειμένων τους “κατά διαταγήν” γνωστοποιώντας τη διαμαρτυρία τους στο BBC (23 Απριλίου 1969), εξανάγκασε τους δικτάτορες να οδηγηθούν στην άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το φθινόπωρο του 1969.

Την αντικατέστησαν με έναν δρακόντειο νόμο περί Τύπου, που εξεδίωκε τους εκδότες μετά την κυκλοφορία των βιβλίων τους, των οποίων ο τίτλος όφειλε να περιγράφει επακριβώς το περιεχόμενό τους. Ο νέος νόμος άφηνε ανοίγματα στους λογοτέχνες για να σπάσουν την τρίχρονη σιωπή τους και να επιδοθούν σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι προκλήσεων με το ανελεύθερο καθεστώς που επεδίωκε να συνθλίψει κάθε ζωντανό λόγο.

Το πρώτο βιβλίο έγινε με τα “Δεκαοχτώ κείμενα”, έναν συλλογικό τόμο που άρχισε πυρετωδώς να ετοιμάζεται από τον χειμώνα του 1969 για να εκδοθεί τον Ιούλιο του 1970 από τον εκδοτικό οίκο “Κέδρο” και με υπεύθυνους εκδότες “σύμφωνα με το νόμο” τους: Μανόλη Αναγνωστάκη, Αλέξανδρο Αργυρίου, Νίκο Κάσδαγλη, Αλέξανδρο Κοτζιά, Τάκη Κουφόπουλο, Ρόδη Ρούφο και Θ.Δ. Φραγκόπουλο.

Σημειώσεις:

[1] «Ανακοινώθηκε στις 21 Απριλίου πως η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας βάσει ενός νόμου που είχε ψηφιστεί το 1912» (Peter Schwab and George D. Fragos [ed.], «Greece Under the Junta», Facts on File, New York, 1970, σ. 14).

[2] «Μεταξύ άλλων, οι νόμοι σχετικά με την κατάσταση πολιορκίας όριζαν ρητώς πως “Απαγορεύεται να ανακοινώνεται ή δημοσιεύεται με οποιονδήποτε τρόπο κάθε είδους πληροφορία μέσω του τύπου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, χωρίς να υποβάλλεται εκ των προτέρων σε λογοκρισία”» (ό.π.).

[3] «Ο σκοταδισμός επιβλήθηκε σε μια εποχή πραγματικής αναγεννήσεως των γραμμάτων και των τεχνών στην Ελλάδα […] Τον πρώτο κιόλας χρόνο της δικτατορίας η πνευματική άνθιση νεκρώθηκε. Ακόμη και ο λογοκριμένος αθηναϊκός τύπος το παραδέχεται. Διαβάζουμε στο «Βήμα» της 17 Οκτωβρίου 1968: “Συγκριτικά με προηγούμενες χρονιές παρατηρείται μια θλιβερή κάμψη (στην εκδοτική κίνηση)”» (Γιάννη Κάτρη, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», Παπαζήσης, Αθήνα, 1974, σ. 326).

[4] Μαρία Ρώτα, «Η έκδοση των “Δεκαοχτώ κειμένων”, εφ. «Η Καθημερινή», 24.7.2018.

[5] «Αν η στρατιωτική κυβέρνηση κατάργησε την προληπτική λογοκρισία εκείνη τη χρονιά (1970), ήταν ακόμη πολύ επικίνδυνο να προκαλέσει κανείς τις πολιτικές της που σχετίζονταν με την ελευθερία της σκέψης και του τύπου […] Ο τόμος σηματοδοτεί μια ξαφνική αλλαγή στη σχέση των Eλλήνων διανοουμένων. Είχαν σιωπήσει απ’ όταν έγινε το πραξικόπημα τον Απρίλιο του 1967. Είχαν γράψει αλλά δεν είχαν δημοσιεύσει, αρνούμενοι να υποβάλλουν τα έργα τους στο λογοκριτή – αποκόπτοντας έτσι τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους και με το κοινό. Από μια άποψη η σιωπή τους εξυπηρετούσε το καθεστώς […] οι Έλληνες διανοούμενοι διαπίστωσαν πως αν παρέμεναν αποτραβηγμένοι, η ζημιά θα λάβαινε αδιανόητες διαστάσεις. Γι’ αυτό προχώρησαν απ’ τη διαμαρτυρία, με τη σιωπή, στην υπονόμευση με τη δημιουργική δραστηριότητα. Τα «Δεκαοχτώ Κείμενα» […] έδειξαν πως οι Έλληνες γνώριζαν πώς να προστατέψουν την άνθιση των γραμμάτων τους…» (Από την Εισαγωγή του Stratis Haviaras στην αγγλική έκδοση των «Eighteen Texts», Harvard University Press, σσ. xv-xvi).

(Σημ.: Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα μελέτης, υπό έκδοση, για τη «Λογοτεχνία της Επταετίας». Το Μέρος Β’ θα δημοσιευθεί σε επόμενη έκδοση)

*Ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής) και συγγραφέας 25 αυτοτελών βιβλίων και 5 μεταφρασμένων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αρθρογραφούσε στην εφ. «Τα Νέα» των Αθηνών. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα» (διηγήματα), εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2022.