Το Σάββατο του Λαζάρου, στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας και της Κύπρου, τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και ψάλλουν τα Λαζαρικά Kάλαντα σε διάφορες παραλλαγές, τόσο ως προς το στίχο όσο και ως προς τη μελωδία, εξιστορώντας την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου, τηρώντας τα έθιμα και τις παραδόσεις αιώνων.

Σε κάποιες περιοχές τα Kάλαντα τα τραγουδούν μόνο κορίτσια μέχρι 12 χρ;onvν, που αποκαλούνται Λαζαρίνες, Λαζαρίτσες, Λαζαρούδισσες ή και αλλιώς, οι οποίες την προηγούμενη μέρα ξεχύνονται στα χωράφια, μαζεύουν λουλούδια και στολίζουν τα καλαθάκια που θα κρατήσουν γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι.

Τα Λαζαράκια, όπως λέγονται γενικά οι καλαντιστές της ημέρας αυτής, τελειώνοντας το τραγούδι τους απευθύνουν ευχές και επαίνους προς τους νοικοκύρηδες που τους υποδέχονται και αυτοί με τη σειρά τους ανταποδίδουν προσφέροντας αυγά που θα τα βάψουν την Μ. Πέμπτη, γλυκίσματα, φρούτα ή χρήματα που τοποθετούν στο στολισμένο με λουλούδια καλαθάκι των παιδιών.

Σε πολλές περιοχές, εκτός από τα καλαθάκια τους, τα κοριτσάκια κρατούν αυτοσχέδιες κούκλες, που αποκαλούνται «Λαζαράκια» και είναι φτιαγμένες από ξύλινες κουτάλες τυλιγμένες σε χοντρά υφάσματα.

ΟΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Το πιο διαδεδομένο έθιμο για το Σάββατο του Λαζάρου είναι «Τα Κάλαντα του Λαζάρου».

Στα Κάλαντα αποτυπώνεται η περιέργεια του λαού για το τι είδε ο Λάζαρος κατά την τριήμερη ταφή του. Στην πιο γνωστή τους εκδοχή, με διαφορετικές παραλλαγές ανά περιοχή, οι στίχοι τους λένε:

«– Πού ‘σαι Λάζαρε, πού είναι η φωνή σου

που σε γύρευε η μάνα κι η αδερφή σου.

– Ήμουνα στη γη, στη γη βαθιά χωμένος

κι από τους εχθρούς, εχθρούς βαλαντωμένος.

Βάγια, βάγια των βαγιών,

τρώνε ψάρια, τον κολιό

και την άλλη Κυριακή,

ψήνουν το παχύ αρνί».

 

Άλλα λένε:

«Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια

ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.

Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,

ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.

Που ήσουν Λάζαρε; Που ‘σουν κρυμμένος;

Κάτω στους νεκρούς, στους πεθαμένους.

Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,

πουν’ το στόμα μου, πικρό φαρμάκι.

Δε μου φέρνετε, λίγο λεμόνι,

πουν’ το στόμα μου, σαν περιβόλι.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,

ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.

Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,

ήρθε η μάνα σου από την πόλη,

σου ‘φερε χαρτί και κομπολόι.

Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,

γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.

Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,

κι η τσεπούλα μου λεφτά.

Βάγια Βάγια και Βαγιώ

τρώνε ψάρι και κολιό,

και την άλλη Κυριακή,

τρώνε το παχύ τ’ αρνί».

Τα λαζαράκια ήρθαν από την Μικρά Ασία και διατηρούνται ακόμη και σήμερα σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας με διάφορες παραλλαγές.

Όπως και αυτό:

«-Λάζαρε, πες μας τι είδες,

εις τον Άδη που επήγες;

-Είδα φόβους, είδα τρόμους,

είδα βάσανα και πόνους.

Δώστε μου λίγο νεράκι,

να ξεπλύνω το φαρμάκι.

Της καρδούλας μου το λέω,

και μοιρολογώ και κλαίω.

Του χρόνου πάλι να ῾ρθούμε,

με υγεία να σας βρούμε.

Στον οίκο σας χαρούμενοι,

τον Λάζαρο να πούμε.

Σε τούτο τ᾿ αρχοντόσπιτο

πέτρα να μη ραΐσει.

Και ὁ νοικοκύρης του σπιτιού,

χρόνια πολλά να ζήσει.

Να ζήσει χρόνια εκατό,

και να τα ξεπεράσει».

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Στην χερσόνησο της Ερυθραίας, αποβραδίς ζύμωναν ένα «Λαζαράκι» ή «Λάζαρο» για κάθε ένα από τα παιδιά της οικογενείας. Επρόκειτο για γλυκίσματα με ανθρώπινη μορφή σε σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, δηλαδή όπως αναπαριστούν τον Λάζαρο στις εκκλησιαστικές εικόνες, φτιαγμένα με ζάχαρη, μαστίχα και κανέλα που τα παιδιά περίμεναν με λαχτάρα. Στο σώμα του ζυμωτού ομοιώματος έβαζαν διάσπαρτες σταφίδες που συμβόλιζαν τις πληγές του Λαζάρου.

Το Λαζαροσάββατο, μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στα νεκροταφεία για να περιποιηθούν τα μνήματα των οικείων τους.

Στις πόλεις και τα χωριά, οι γειτονιές αντηχούσαν από τις φωνές των παιδιών που τραγουδούσαν τα λαζαρικά κάλαντα περιφέροντας το ομοίωμα του Λαζάρου σαβανωμένου και στολισμένου με κίτρινες και άσπρες αγριομαργαρίτες.

ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΛΑΖΑΡΑΚΙΑ

Τα Λαζαράκια, όπως και πολλά άλλα έθιμα, ήρθαν στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες και στα χρόνια που πέρασαν τόσο η μορφή όσο και η συνταγή τους εμπλουτίστηκε με διάφορες τοπικές παραλλαγές.

Για παράδειγμα, ενώ η βασική εκδοχή της φιγούρας απαιτεί τα χέρια να είναι σταυρωμένα και προβλέπει χέρια και στη θέση των ματιών να βάζουν δυο γαρίφαλα, σε κάποιες περιοχές προσθέτουν και ποδαράκια.

Στην Κω, μάλιστα, η παράδοση ήθελε κάποτε τις αρραβωνιασμένες κοπέλες να φτιάχνουν ένα Λαζαράκι σε μέγεθος… μικρού παιδιού, να το γεμίζουν με πολλά βρώσιμα αγαθά, όπως έκαναν με τις κουλούρες του γάμου, και το έστελναν στον μελλοντικό σύζυγό τους.

Τα «Λαζαρούδια», όπως λέγονται σε κάποια μέρη, τα γέμιζαν οι νοικοκυρές με αλεσμένα καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, σταφίδες, μέλι, πρόσθεταν πολλά μυρωδικά και τα έδιναν ζεστά στα παιδιά, που τρελαίνονταν με τη γεύση και τη μυρωδιά τους.

Υλικά που θα χρειαστούν

1 κιλό αλεύρι σκληρό για τσουρέκια

½ φλιτζάνι ζάχαρη

½ φλιτζάνι ελαιόλαδο

2 φλιτζάνια σταφίδες

1 φλιτζάνι καρύδια ψιλοκομμένα

2 φακελάκια ξηρή μαγιά

Χλιαρό νερό

3 κοφτά κουταλάκια κανέλα

Γαριφαλάκια

Εκτέλεση

1.Διαλύουμε πρώτα την ξηρή μαγιά με ένα ποτήρι χλιαρό νερό και περιμένουμε λίγο.

2. Σε ένα μπολ ρίχνουμε το αλεύρι και κάνουμε στο κέντρο μια λακουβίτσα, μέσα στην οποία βάζουμε τη ζάχαρη, το ελαιόλαδο και την διαλυμένη μαγιά. Αρχίζουμε το ζύμωμα προσθέτοντας σιγά – σιγά όσο χλιαρό νερό χρειαστεί ώστε να δημιουργήσουμε μια σχετικά σφιχτή ζύμη που να μην κολλάει στα χέρια μας.

3. Προσθέτουμε και τα υπόλοιπα υλικά, σταφίδες, καρύδια και κανέλα και συνεχίζουμε το ζύμωμα. Αν η ζύμη κολλάει στα χέρια μας ρίχνουμε λίγο αλεύρι ακόμα.

4. Με τη ζύμη μας πλάθουμε μικρά ανθρωπάκια, κάνουμε μια μπαλίτσα για κεφάλι και 2 λωρίδες για χέρια, τις οποίες τοποθετούμε σταυρωτά πάνω στο σώμα. Για μάτια βάζουμε τα γαρίφαλα.

5. Τα απλώνουμε σε λαμαρίνα με αντικολλητικό χαρτί και τα αφήνουμε να φουσκώσουν σε φούρνο με θερμοκρασία έως 50 βαθμούς το πολύ. Όταν φουσκώσουν, τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 200 βαθμούς μέχρι να ροδίσουν.