Κυκλοφόρησε πρόσφατα ο πολυσέλιδος τόμος «Για τον Γιώργο Βέη: Κριτικά κείμενα (για την ποίησή του)», την ανθολόγηση – Εισαγωγή – Επιμέλεια» του οποίου υπογράφει ο Θεοδόσης Πυλαρινός και δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις “Αιγαίον” (Λευκωσία, 2021). Ο εν λόγω τόμος, ο οποίος επικεντρώνεται στην κριτική αποτίμηση της έως τούδε ποιητικής παραγωγής του Γιώργου Βέη, απαρτίζεται από 417 σελίδες και χωρίζεται στα εξής περιεχόμενα: (1) «Εισαγωγή: Η κριτική θεώρηση της ποίησης του Γιώργου Βέη – Χρονολόγιο – Γιώργου Βέη», (2) Κριτικά κείμενα, (3) «Συνέντευξη του Γιώργου Βέη στον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου», (4) «Επίμετρο: Ανθολόγιο ποιημάτων του Γιώργου Βέη».

Το εκτενέστατο πρώτο κεφάλαιο (των 56 σελίδων) είναι και το πιο ουσιώδες, καθώς αποτελεί αφ’εαυτού μια αυτόνομη και περιεκτική μελέτη της εξελικτικής πορείας του όλου ποιητικού φάσματος του Βέη, από την πρώτη του ποιητική συλλογή («Φόρμες και άλλα ποιήματα», 1974) έως την τελευταία («Βράχια», 2020) και της υποδοχής που αυτό έτυχε από την κριτική και το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Σημειωτέον ότι στον παρόντα τόμο γίνεται μια σφαιρικά ενδελεχής καταγραφή και συμπερίληψη (σε αναγκαστικά αποσπασματική μορφή) όλων των δημοσιευμένων κριτικών για τον ποιητή Βέη που εντοπίστηκαν από τον επιμελητή της έκδοσης, καθώς και κάποια αποτίμησή τους, με το εξής σκεπτικό:

«Αποτιμώντας τις κριτικές που ασκήθηκαν στο ποιητικό έργο του Βέη, θα συμπεράνουμε τα εξής, αφού εξηγήσουμε ότι δεν αποκλείστηκε καμία κριτική από όσες υπέπεσαν στην αντίληψή μας, ακόμα κι αν δεν είχε να πει τίποτα: Θεωρούμε πολύ διαφωτιστικές όσες γράφτηκαν a posteriori, για τον λόγο ότι δίνουν πολύ καλή εικόνα των θεματικών, της ποιητικής, του προσωπικού ύφους, της γλώσσας του. Τέτοιου είδους κρίσεις μόνο συστηματικώς ασχολούμενοι με την κριτική και επισταμένως ασχοληθέντες με το έργο του Βέη μπορούσαν να καταθέσουν, εξ ου και η εγκυρότητά τους και η προσφορά τους στην ανάγνωση και πρόσληψη της ποίησής του. Οι ανά συλλογή γραφείσες μεμονωμένα, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, με πολλές και ενδιαφέρουσες απόψεις, αλλά και με το μειονέκτημα ότι, αν ο κρίνων δεν έχει ασχοληθεί άλλη φορά με το έργο του Βέη, όσο οψιμότερα πραγματοποίησε την κρίση του, τόσο πιο άνισες, και για ορισμένες από αυτές επιφανειακές, είναι οι απόψεις του. Ασφαλώς, και στην περίπτωση της κατά μόνας εξέτασης μιας συλλογής, συνήθως άμα τη κυκλοφορία της, έχουν γραφεί εξαιρετικές κριτικές, ιδίως – και πάλι – από ασχολούμενους κατεξοχήν με τη λογοτεχνική κριτική. […] Και στη δική μας εξέταση, παρότι βασίζεται και αποτιμά αυτή κριτικές, ως ένα είδος κριτικής των κριτικών, υπήρξε αυτή η ασφάλεια της ήδη υπάρχουσας βοήθειας. [Σημ.: Μνημονεύεται εδώ το «καλό αφιέρωμα του σαμιώτικου περιοδικού Απόπλους, 2015»]. Σε αρκετά σημεία της εισαγωγής μας χρειάστηκε να κάνουμε δικές μας κριτικές παρεμβάσεις, ιδίως όπου αφέθηκαν ασχολίαστες πτυχές του έργου του, οι οποίες ήταν αξιόλογες» (σσ. 62-63)

Για τη χρησιμότητα του ανά χείρας τόμου, ο Θεοδόσης Πυλαρινός επισημαίνει:

«Εργασίες με ανθολογήσεις του είδους αυτού σκοπό έχουν να δώσουν ετοιμόχρηστο υλικό και σε όσους θα κρίνουν στο μέλλον νέες συλλογές που θα εκδώσει ο Βέης, κυρίως όμως είναι χρήσιμες για την εκπόνηση εκτενών μελετών, πτυχιακών εργασιών, διδακτοριών διατριβών κ.λ.π., αφού έχουν επισημάνει, στο μεγαλύτερο μέρος του, το υπάρχον κριτικό υλικό. Η σειρά των εκδόσεων Αιγαίον έχει συνεισφέρει στους τομείς αυτούς [και] έχει αποφέρει ήδη πολλούς δοκιμιακούς και επιστημονικούς καρπούς» (ό.π.)

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνοψίσει κανείς την αυθεντικά ποιητική ταυτότητα του εν λόγω δημιουργού και της ποίησής του, αφού αυτή είναι πολυεπίπεδη, πολυδιάστατη και, συχνά, δυσδιάκριτη. Φρονώ, ωστόσο, ότι δεν απέχει πολύ απ’ την εξής «ακτινογραφία» που αποτολμά ο επιμελητής του τόμου:

«Θα λέγαμε ότι ο Βέης είναι ένας ιδιότυπος πολίτης του κόσμου, ένας αμετανόητος νομάς της καθολικής γνώσης και εραστής των όπου γης τόπων, που μεταπλάθονται σε δικά του ερατεινά τοπία, και, παραδόξως συνάμα, ένας φανατικά αθεράπευτος Έλληνας – είναι τα αντίθετα, και στην περίπτωση αυτή, που κατορθώνει να τα συνάπτει με τον συμπαντικό τρόπο μιας αιωνιότητας στην κοινή ανώνυμη πατρίδα, τα αντικρουόμενα “που γεννούν τις ηδονές”, όπως θα γράψει αργότερα […] Επί της παγκοσμιότητας αρκεί να υπενθυμίσουμε το πλούσιο και ποικίλο διακειμενικό υλικό του και πολλά μότο του, αντλημένα από την παγκόσμια λογοτεχνία. Και δεν εννοούμε μόνο τα κλασικά έργα, αλλά και εκείνα λογοτεχνών λιγότερο γνωστών στην Ελλάδα» (σσ. 32-33).

Τελικά, είμαι πεπεισμένος ότι ο Βέης είναι ένας ποιητής για «ψαγμένους» αναγνώστες. Δηλαδή για τους μυημένους ή αυτούς που επιθυμούν διακαώς να μυηθούν στην Τέχνη γινόμενοι, ταυτόχρονα, κοινωνοί της Πνευματικότητας. Γιατί, όπως τονίζει ο ίδιος σε συνέντευξή του, «Ο δρόμος του Ταό παραμένει πάντα ανοικτός στους φωτισμένους και τις φωτισμένες» («Συνέντευξη του Γιώργου Βέη στον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 363). Απ’ αυτή την άποψη η ποίησή του (και όχι μόνο) είναι κατ’ εξοχήν μεταφυσικού χαρακτήρα – όπως έχω τονίσει επανειλημμένα σε διάφορα κείμενά μου – καθώς ως αλχημιστής-διαμεσολαβητής (διπλωμάτης) επιχειρεί να ενώσει και συγκεράσει το ενθάδε με το επέκεινα, όπως καταδεικνύει το κείμενό μου «Η ζωή είναι αλλού…» που φιλοξενείται στον τόμο «Για τον Βέη»:

[…] Όπως «το πρόσωπο είναι η ψυχή του σώματος» (Βίτγκενσταϊν), το ίδιο και η φύση είναι το αποτύπωμα του σύμπαντος. Όχι ένα υποτυπώδες σκηνικό ντεκόρ, αλλά το πρόπλασμα-εκμαγείο της (κοσμικής/ποιητικής) δημιουργίας η οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Διόλου τυχαίο, άλλωστε, που στο τέλος της συλλογής παρατίθενται οι στίχοι από την «Φοινικά» του Κωστή Παλαμά εν είδει οδοδείκτη, δίνοντας το γενικότερο στίγμα της: «Μιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο, / ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα, / βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τα απάνω, / τα απέραντα και τα άπιαστα και τα μεγάλα, / ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο, / με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα». […]

Στην περίπτωση του Βέη, η ορατή, απτή φύση, ή «κτίση» (κατά την ορολογία των Αγιορειτών), δεν είναι παρά η μικρογραφία του αχανούς και ασύλληπτου σύμπαντος («[…] ο κόσμος ένα γυαλάκι μόνο / μια μπίλια χρωματιστή / που την κατάπιε πρωί πρωί κατά λάθος / το πάντα βιαστικό κοτσύφι της αυλής της» («Το αίνιγμα», σ. 57). Γι’ αυτό και το κάθε ποίημα εδώ αντανακλά στιγμιότυπα-σπαράγματα κι αναλαμπές του εφήμερου, πίσω απ’ το οποίο υποφώσκουν αλάνθαστα νεύματα, σήματα, σημάδια και μηνύματα του αιώνιου, των οποίων ο εν κατανύξει καλοπροαίρετος αναγνώστης μπορεί να διαισθανθεί και βιώσει. Ο διαμελισμός του πραγματικού (αισθητού) σε θραύσματα (σαν «σπασμένα αγγεία των θεών από κομήτη», «Μαθήματα ανθρωπολογίας», σ. 28) αποκρυπτογραφεί και αναδεικνύει (μέσω των φιλοσοφικών καταδύσεων, των θυμοσοφικών πτήσεων και διαλογιστικών υπερβάσεων) την αδιαίρετη, ομοούσια και ακατάλυτη σχέση μεταξύ υλικού (κτιστού) και άκτιστου (πνευματικού) κόσμου όπου τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου καταργούνται. Αυτό («της μεταμόρφωσης το αίνιγμα», «Ξινομηλιές», σ. 23) συντελείται μέσω της μυστηριακής τελετουργίας της ποιητικής τέχνης, καθώς «ό,τι γλιτώνει από τα δέντρα διασώζεται γινόμενο ποίηση» («Στους θάμνους με τα μύρτιλα», σ. 16). Δεν εκπλήσσει δε που αυτή η «μυστηριακή τελετουργία» έχει σαφώς δοξολογικό χαρακτήρα, με την παράθεση Ψαλμών του Δαυίδ όπως: «ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου» («Η πάλη», σ. 27) και άλλες αναφορές στη Βίβλο («Επικαιρότητα», σ. 29).

Απ’ αυτή την άποψη, τα ποιήματα της εν λόγω συλλογής αποτελούν ένα χρήσιμο εγχειρίδιο αυτογνωσίας. […]

Τι ψάχνει, τι αναζητά όμως ο ποιητής με τις επίμονες, ψυχαναγκαστικές κι ατέρμονες αποδράσεις – πτήσεις καταδύσεις και οδοιπορίες του; Προφανώς τον ιδεαλιστικό, ανύπαρκτο «ου τόπο», δηλαδή την ουτοπία, που μόνο στη φαντασία και την ψυχή κατοικοεδρεύει. Απ’ αυτόν τον ευσεβή πόθο διακατέχεται κι αυτόν το (ανύπαρκτο) τόπο και χώρο λαχταρά κάθε φορά να επισκεφτεί κι εξερευνήσει – έστω κι αν γνωρίζει εκ των προτέρων ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση. Η περιπέτεια του αγνώστου όμως εκτοπίζει κάθε ορθολογικό ενδοιασμό για το μάταιο του εγχειρήματος, καθώς η γητειά αυτής της ερεθιστικής πρόκλησης γίνεται αυτοσκοπός. Έτσι, με πρόφαση και αφετηρία τα ορώμενα του κοσμικού χωρόχρονου, αναλαμβάνει τον ρόλο του «αρχαιολόγου» προκειμένου να εξερευνήσει τον θαυμαστό κόσμο και τα μυστηριώδη τοπία της ψυχής. […]

Όπως συνάγεται εκ των ανωτέρω, η ποίηση του Βέη, εκτός από υπερβατική (δεδομένου ότι πίσω απ’ τα αισθητά φαινόμενα κρύβονται διαρκείς και αυθυπόστατες ουσίες), είναι αναχωρητική, δυνητικά ιαματική, διδακτική, με σωτηριολογικά μηνύματα, καθώς προτρέπει – όπως και οι στωϊκοί – στη μίμηση της φύσης-κτίσης που οδηγεί στη μακαριότητα. […]

Υ.Γ.: Ο τόμος «Για τον Βέη» είναι αναμφίβολα ένα ερεθιστικό, απολαυστικό, χρήσιμο και πολύτιμο εργαλείο πολλαπλών χρήσεων. Όχι μόνο για τους ειδήμονες, αλλά και «για τους αναγνώστες» που επιθυμούν να εντρυφήσουν στα άδυτα του ποιητικού σύμπαντος του δημιοργού.

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής) και συγγραφέας 25 αυτοτελών βιβλίων και 5 μεταφρασμένων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το τελυταίο του πόνημα είναι: «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα» (διηγήματα), Οδός Πανός 2022.

Ο Γιώργος Βέης. Φώτο: Supplied