«Ο Κούκουδας»

Ένα απ' τα ωραιότερα ποντιακά διηγήματα της αείμνηστης εκπαιδευτικού και συγγραφέα, Βέρας Αντωνιάδου-Κεσίδου, σε μετάφραση Γιάννη Πιλαλίδη

«Ο Κούκουδας» είναι αληθινή ιστορία και πραγματεύεται τη θυσία ενός Ποντίου που, για να σώσει το χωριό του από τους Τούρκους, θυσιάζει το παιδί του.

«Έμπαινε Σεπτέμβριος και ο Καλαϊτζής ο Νικόλας ακόμα με τα καπνά πολεμούσε. Πολύ καλή χρονιά φέτος, έβρεξε στην κατάλληλη ώρα και τα φυτά έγιναν ίσα μ’ ένα μπόι. Μάζευαν, μάζευαν και δεν τελείωναν. Τέτοια ευλογία είχαν να δούνε πολλά χρόνια.

Ο αχερώνας γεμάτος καπνό όπως και η αποξήρανση στα αλώνια. Ασταμάτητα μάζευαν τον καπνό και το κάρο τους γεμάτο με δέματα στον ίσκιο της μουριάς στην αυλή.

Τα χέρια λιγοστά μόνο τρεις νοματέοι έμειναν.

Ο Νικόλας ξερακιανός και ψηλός και το καπέλο του πάντα γυρτό προς τα πίσω, σαν μηχανή βελώνιαζε.

Η νύστα όμως να μην υπήρχε ; Και πως να μην νυστάζει κανείς;

Απο τα μεσάνυχτα στο σπάσιμο ακόμη το φεγγάρι δεν προλάβενε να κρυφτεί, ύπνος τι ήταν ουτε καν ήξερε.

ΝΙΚΟΛΑΣ: Ουφ, Παναΐα μ’ Παναΐα μ’ τι έπαθα σήμερα; Σαν το υπνοσάκκουλο τα μάτια μου έκλεισαν. Σουμέλα, γιαβρί μου, δώσε μου μέσα από το κόσκινο ένα δαμάσκηνο, ίσως ξενυστάξω.

Φώτο: Supplied

Η Σουμέλα, η νύφη του, είκοσι χρονών κορίτσι καθώς βελονιάζει και κουνάει το μωρό με τα πόδια της κάρφωσε με την βελόνα ένα δαμάσκηνο και το έδωσε στον πεθερό της. Τα χέρια της πικρά δηλητήριο.

Ο άντρας της ο Στάθειον εργάτης στην Γερμανία. Το μωρό του δεν το έχει δει ακόμα.

Η Κερέκη, η πεθερά της, πήγε κάτω από το υπόστεγο, έδεσε το δουρβάνι και δουρβανίζει. Στην φωτιά επάνω το χάλκινο σκεύος γεμάτο με πατάτες, καλαμπόκια και διάφορα λαχανικά, βράζει.

ΣΟΥΜΕΛΑ: Εεεε, πατέρα, το βελόνιασμα θέλει κουβέντα και σήμερα κανείς δεν φάνηκε!!!

ΝΙΚΟΛΑΣ: Κουβέντα….κουβέντα και ιστορίες κορίτσι μου . Και ο δάσκαλος ακόμη δεν φάνηκε…

Τον λόγο του δεν τελείωσε ο Νικόλας και από την μεριά του σπιτιού της Παναήλας ξεπρόβαλε ο δάσκαλος.

ΝΙΚΟΛΑΣ: Πολλά χρόνια θα ζήσεις, δάσκαλε, τον λόγο σου είχαμε. Έλα, έλα

έλα και κάθισε, πες μας μια ιστορία μήπως και ξενυστάξουμε.

Ο δάσκαλος, νέο παιδί, όμορφος και λεπτοκαμωμένος. Δεν ήταν από το χωριό, από την Αθήνα ήταν. Όταν ήρθε στο χωριό ούτε μια ποντιακή κουβέντα δεν έλεγε, αλλά προσπάθησε πολύ και τα έμαθε. Αγαπούσε πολύ τις ιστορίες απο την πατρίδα. Οι δικοί του ήταν από την Κρώμνη. Με το που σχολούσε από το σχολείο, με ένα μικρό σημειωματάριο και το μολύβι στο χέρι, όπου γέρος και γριά εκεί φώλιαζε.

Άκουγε, άκουγε και τις ιστορίες που άκουγε τα διόρθωνε τα ταίριαζε και τα έκανε τραγούδια που τα έστελνε σε εφημερίδες και περιοδικά.

Οι χωριανοί πολύ αγαπούσαν τον δάσκαλο. «Αφού δικό μας παιδί είναι», αλλά ήταν και πολύ αγαπητός. Καλημέρησε και έκατσε στην σκιά δίπλα στον Νικόλα.

Φόρεσε ένα παλιό μαυρισμένο πουκάμισο, από την ουσία που βγάζει ο φρέσκος καπνός, έβαλε και την ποδιά της Κυριακής και ξεκίνησε το βελόνιασμα.

Ακόμα δεν καλοκάθησε και άρχισε να ρωτάει

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Θείο Νικόλα;

ΝΙΚΟΛΑΣ: Άντε πάλι . Για τον Πόντο θα με ρωτήσεις ρίζα μου; Πες, πες, εγώ ακούω. Το βελόνιασμα θέλει κουβέντα και ιστορίες.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Διάβασα σ’ ένα βιβλίο για τα ονόματα. Η αλήθεια είναι ότι λένε πολλά για την οικογένεια του καθενός. Εσένα σε λένε Καλαϊτζή είχατε κανέναν γανωτή στο σόι σας;

ΝΙΚΟΛΑΣ: Τι λες, εσύ, δεν είχαμε; Πάππου προς πάππου. Κι εγώ γανωτής ήμουν στα νειάτα μου. Εεεε, μαύρα χρόνια! Όλα τα χωριά τα γύρισα, και τώρα καρφώθηκα κάτω από την μουριά και βελονιάζω καπνά. Ε, τι να κάνουμε, πρόοδος τάχα λένε. Οι γυναίκες μας έδωσαν όλα τα χάλκινα και τα μπακίρια στους τσιγγάνους και πήραν πλαστικές σκάφες!

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ο Κώστας ο Ζουρνατζής παίζει ζουρνά;

ΝΙΚΟΛΑΣ: Όχι αυτός δεν παίζει. Ο παππούς του έπαιζε, ο Νικόλας ο ζουρνατζής, με το όνομα. Όταν έπαιζε στα λιβάδια, Έλληνες και Τούρκοι άφηναν τα ζώα και έτρεχαν από πίσω απ’ τον Νικόλα. Όπου στεκότανε ο Νικόλας, στηνότανε χορός.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ο Λυν παράς, ο Στάθης ο καφετζής;

ΝΙΚΟΛΑΣ: Αυτόν ξέχνα τον δάσκαλε. Αυτό, δάσκαλε, δεν είναι όνομα, παρατσούκλι είναι. Είναι πολύ σφιχτός, αγαπάει πολύ το χρήμα και γι’ αυτό του το κόλλησαν. Ποτέ δεν άκουσες τον λόγο που λέει: «Αυτός λύνει την παρά»; Από το «Λύνει παρά» του κόλλησαν το «ΛΥΝΠΑΡΑ».

Λόγο στον λόγο η νύστα έφυγε και με την κουβέντα κανείς δεν κατάλαβε τον Κούκουδα τον γείτονα του Νικόλα, όταν ήρθε και έκατσε ήσυχα, ήσυχα στο σκαμνί κάτω από την μουριά. Η Κυριακή τελείωσε το δουρβάνισμα και ήρθε με τον κουβά γεμάτο αριάνι και τον μαστραπά στο χέρι.

ΚΕΡΕΚΗ: Καλώς τον Κούκουδα, να σε κάνω έναν καφέ;

ΚΟΥΚΟΥΔΑΣ: Κουκ-κουκ, καφέ δεν θέλω Κυριακή αλλά ένα αριάνι θα το έπινα.

ΚΕΡΕΚΗ: (Γεμίζει και του δίνει το αριάνι)

ΚΟΥΚΟΥΔΑΣ: Κουκ-κουκ. Να είσαι καλά, Κυριακή, το «ευλογημένο σκίζει και πάει». Υγεία και ευλογεία στο σπίτι σας και θυληκά μουσκάρια.

Πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα. Ο Κούκουδας μπορεί να ήταν φτωχός και μόνος αλλά μυρμήγκι δεν πατούσε. Πάντα με το κεφάλι γυρμένο κάτω. Κάποιοι ήθελαν να μάθουν από πού απέκτησε αυτό το ελάττωμα. Όσοι το ήξεραν φυσικά δεν μιλούσαν για το γεγονός καθόλου.

Η Κυριακή πάλι γέμισε τους μαστραπάδες και έδωσε αριάνι στον Νικόλα και τον δάσκαλο, και ξαναπήγε κάτω από του υπόστεγο για να μαζέψει το υπόλοιπο. Ο δάσκαλος καθώς αδειάζει την βελόνα του στην κλωστή γυρίζει και ρωτάει τον Κούκουδα.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Θείο το δικό σου το όνομα πολύ περίεργο είναι, πώς έγινε και σε είπανε Κούκουδα;

Ο Κούκουδας, ο μαύρος, σαν να του έριξαν κρύο νερό στην πλάτη κοίταζε παγωμένος.

ΝΙΚΟΛΑΣ: Δάσκαλε, τον Κουντουρά, λέω. Ξέρεις, τα κουντούρας ήταν υποδήματα στην Τουρκία.

Προσπάθησε ο Νικόλας να αλλάξει την κουβέντα αλλά ο δάσκαλος δεν τον αντιλήφθηκε.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: «Κούκουδας» είπα, θείο Νικόλα, «Κούκουδας», δεν είπα Κουντουράς.

Ο Κούκουδας σαστισμένος κοίταξε τον Νικόλα και μετά τον δάσκαλο. «Κουκ- κουκ» κάτι πήγε να πει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Κάτι έσφιγγε τον λαιμό του σαν κλάμα, σαν μοιρολόι. Σηκώθηκε και κοίταξε πέρα στον ορίζοντα.

ΚΟΥΚΟΥΔΑΣ: Ο καιρός σαν να συννέφιασε, τα σύννεφα πλησιάζουν κοντά στον μαύρο τον βράχο, φοβάμαι ότι θα βρέξει. Πάω να σηκώσω τα τριφύλλια.

Και σιγά-σιγά, όπως ήρθε έφυγε. Σύννεφα δεν είχε πουθενά. Σύννεφα και σταλαγμίτες βρισκόντουσαν στα μάτια του Κούκουδα. Ο δάσκαλος άρχισε κάτι να καταλαβαίνει.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Θείο Νικόλα, μήπως είπα κάτι λάθος;

ΝΙΚΟΛΑΣ: Ε, ρίζα μου, μαχαίρι κάρφωσες στην πληγή, αλλά εγώ φταίω, έπρεπε να προλάβω το κακό. Αυτός ο κακόμοιρος ο Κούκουδας που βλέπεις είναι μεγάλη ιστορία, και πολύ πονεμένη. Άκου, λοιπόν, εγώ θα λέω κι εσύ γράψε. Αυτήν την ιστορία έπρεπε να την έλεγες στο σχολείο στα παιδιά να το έγραφαν τα βιβλία. Εσείς λέτε μόνο για το Ζάλογγο και το Αρκάδι και ο Πόντος, δάσκαλε, ο Πόντος έχει, όχι μία, αλλά χίλιες τέτοιες ιστορίες, που ούτε κανείς τα έγραψε ούτε κάποιος τα τραγούδησε.

Θα ήταν γύρω στο 1922, το αίμα στον Πόντο ποτάμι, ο ελληνικός στρατός έφευγε και οι Τσέτες από πίσω έκαιγαν και σκότωναν. Τα χωριά άδειασαν. Όσοι έμειναν, οι Τούρκοι τους πέρασαν από το μαχαίρι.

Τα χωριά κάπνιζαν δεν άφησαν τίποτα πίσω τους. Όσοι πρόλαβαν έφτασαν στη θάλασσα και πήραν τα καράβια, άλλοι για την Ελλάδα και άλλοι για την Ρωσία.

Το χωριό του Κούκουδα (τον πατέρα του Απόστολο τον έλεγαν, ήταν πρόεδρος του χωριού, εύπορος και φιλάνθρωπος), σε μία νύχτα μέσα σηκώθηκε, πήρε το χωριό με τον παπα-Γιώργη μπροστά κρατώντας τις εικόνες και τα ευαγγέλια.

Πρόλαβαν και μπήκαν στο δάσος και γλύτωσαν τις ψυχές τους. Σε μία νύχτα μέσα πρόκριτοι και ζητιάνοι έγιναν το ίδιο. Νέοι, γέροι, παιδιά, μωρά και κλάματα, πήραν τον δρόμο του λιβαδιού. Στον κεντρικό τον δρόμο έφταναν οι Τσέτες.

Μέσα από το δάσος θα έφταναν στην θάλασσα για να πάρουν το καράβι για Ελλάδα ή την Ρωσία.

Μετά από λίγες ώρες, άκουσαν κοντά στο χωριό ντουφέκια. Αμέσως κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Εκεί ο παπα-Γιώργης τους έκανε νόημα να μην βγάλουν τσιμουδιά μέχρι να απομακρυνθούν οι Τσέτες. Ο Απόστολος τράβηξε κάποια μεγάλα κλαδιά και έκλεισε την είσοδο της σπηλιάς. Η Σωτηρίτσα κρατούσε το νεογέννητο μωρό της ήταν και ασαράντιστο, έναν αγοράκι σαν το τριαντάφυλλο καθισμένη επάνω στις λίγες αποσκευές της. Δεν ακουγόταν τίποτα μόνο η βοή του ποταμού. Ξαφνικά, το μωρό αρχίζει να κλαίει.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Σωτηρίτσα, κορίτσι μου, βάλε το μωρό στον κόλφο σου θα το ακούσουν οι Τούρκοι και όλοι θα χαθούμε!

ΝΙΚΟΛΑΣ : Η Σωτηρίτσα έβαλε το μωρό στον κόλφο της αλλά εκείνο πάλι κλαίει. Πέντε ώρες από την στιγμή που έφυγαν από το χωριό το κρατούσε στο στήθος της για να μην κλαίει. Αλλά τι να βυζάξει… το κακόμοιρο το γάλα της από τον φόβο της κόπηκε, γουλιά δεν κατέβαζε.

Πείνασε το μωρό και άρχισε πάλι να κλαίει. Η Σωτηρίτσα σκέφτεται τι να κάνει, αλλά εκείνο συνεχίζει να κλαίει. Οι φωνές και τα τουφέκια πλησιάζουν οι Τσέτες ανήμερα θεριά. Αφού έκαψαν το χωριό μπήκαν στο δάσος και πλησιάζουν. Αν άκουγαν το μωρό, θα έσφαζαν όλο το χωριό. Όλοι γυρνάν και κοιτάν τον παπά. Τι να κάνει κι αυτός κοιτάει μία το χωριό και μια τον Απόστολο. Το κατάλαβε ότι ήταν στο χέρι του ή να γλυτώσει ή να χαθεί όλο το χωριό.

Αν τους έβρισκαν οι Τούρκοι, θα χανόντουσαν τόσες ψυχές. Πήρε την Σωτηρίτσα και το μωρό και βγήκαν από την σπηλιά.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Σωτηρίτσα μου, ψυχή μου, η καρδιά μου ματώνει αλλά καιρό για σκέψη δεν έχουμε. Ή όλοι θα χαθούμε και θα χαθεί η γενιά μας αυτό θέλουν οι Τούρκοι ή…

ΝΙΚΟΛΑΣ: Άπλωσε τα χέρια του στο μωρό η Σωτηρίτσα σφίγγει το μωρό στην αγκαλιά της. Θέλει να ουρλιάξει αλλά δεν μπορεί οι φωνές πλησιάζουν.

Ο Απόστολος την αγκάλιασε.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Όχι-όχι να σε χαρώ στα χέρια των Τσέτηδων δεν θα πέσει κανείς ζωντανός.

ΝΙΚΟΛΑΣ: Πήρε το μωρό στην αγκαλιά του, έσπρωξε την Σωτηρίτσα μέσα στην σπηλιά και αυτός γκρεμίστηκε προς το ποτάμι. Από τη μία σκεφτότανε να αφήσει το μωρό στη ρίζα κάποιου πλάτανου. Το κακόμοιρο δεν σταματάει το κλάμα. Και αν το βρούν οι Τούρκοι; Άπιστος θα γίνει. Κοιτάει τον ουρανόν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Θεέ μου!

ΝΙΚΟΛΑΣ: Αλλά ο Θεός ήταν πολύ ψηλά και δεν έβλεπε ούτε άκουγε της Ρωμανίας τα πάθη.

Το μωρό πάλι κλαίει. Οι φωνές και τα τουφέκια πλησιάζουν ακόμη περισσότερο. Το ποτάμι βοά.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Θεέ μου, είναι αβάφτιστο!

ΝΙΚΟΛΑΣ: Πλησίασε το νερό, το μωρό φωτεινό, πανέμορφο σαν Άγγελος.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού «Άγγελος» εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

ΝΙΚΟΛΑΣ: Έβαλε το νεογέννητο μέσα στο νερό. Το κλάμα σταμάτησε. Σκέπασε το μωρό με την κουβερτούλα του για να μην το βλέπει.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Θεέ μου, συγχώρεσέ με, συγχώρεσέ τον δούλο σου τον αμαρτωλό. Εσύ θυσίασες τον γιο σου για τους ανθρώπους και εγώ το μωρό μου για το χωριό μου. Καλύτερα πεθαμένο, παρά ζωντανό και άπιστο.

ΝΙΚΟΛΑΣ: Κράτησε το νεογέννητο κάτω από το νερό. Το μωρό ανατρίχιασε, κούνησε τα χεράκια του και τα ποδαράκια του και χαλάρωσε. «Κουκ-κουκ», το μωρό «έφυγε».

«Κουκ-κουκ», όχι δεν ήταν κλάμα, δεν ήταν φωνή, ήταν η ψυχούλα του μωρού που πέταξε στον ουρανό.

Τα βουνά τρόμαξαν, ο αέρας σταμάτησε, τα δέντρα χαμήλωσαν τα κλαδιά τους, η γη ανατρίχιασε και ο Απόστολος με το μωρό στην αγκαλιά του κοιτάει το νερό. Σκέφτεται να δώσει ένα τέλος στην ζωή του. Τα γόνατα του κόπηκαν κι έπεσε μέσα στους θάμνους στην άκρη του ποταμού. Εκεί τον βρήκαν όταν πλέον είχε περάσει ο κίνδυνος. Έτσι γλύτωσε το χωριό και με τα πολλά έφτασαν στην Ελλάδα.

Ο Απόστολος ημέρες και νύχτες πεθαμένος–ζωντανός, ούτε έτρωγε ούτε έπινε, αλλά ούτε την φωνή του άκουγες, παρά μόνο «Κουκ Κουκ».