Παρά τη συντριπτική ήττα τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Α΄ Π.Π.), οι Οθωμανοί δεν έπαυσαν τους συστηματικούς διωγμούς των πληθυσμών του μακρινού και απομονωμένου Πόντου, που ξεκίνησαν στα τέλη του 19ου αιώνα, επί θητείας του αιμοσταγούς «κόκκινου σουλτάνου» Abdül Hamit II.

Οι διωγμοί αυτοί επιτάθηκαν από το Μάρτιο του 1914, με αφορμή τη διεκδίκηση των ελληνικών νησιών Λέσβου και Χίου από την Τουρκία, που συνέχισε να συνεργάζεται αρμονικά με τη Γερμανία, η οποία είχε αναλάβει την προστασία της Τουρκίας, στα πλαίσια του δόγματος Drang nach Osten (Άνοιγμα προς Ανατολάς), με στόχο την εξασφάλιση χερσαίας διεξόδου της προς το Ιράκ. Υπολογίζεται ότι μέχρι τη λήξη του Α΄ Π.Π. έχασαν τη ζωή τους από τους διωγμούς, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, 232.556 Πόντιοι.

Αφετηρία της δεύτερης φάσης των διωγμών του ποντιακού ελληνισμού θεωρείται η 19η Μαΐου 1919, η «Μεγάλη Παρασκευή» των Ελλήνων του Πόντου, οπότε ο Οθωμανός στρατηγός Mustafa Kemal, αποβιβάσθηκε στην παράλια πόλη του Πόντου, Αμισό (Σαμψούντα).

Στη συσπείρωση και οργάνωση του επαναστατικού πυρήνα του, σημαντική συμβολή προσέφερε η απόβαση του ελληνικού στρατού στα παράλια της Ιωνίας, η οποία εξήψε τον τουρκικό εθνικισμό. Συγχρόνως, ο Kemal εκμεταλλεύθηκε επιτήδεια και τον ελλιπή έλεγχο που ασκούσαν οι σουλτανικές κυβερνήσεις στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας κι έτσι επιβλήθηκε άνετα στον Πόντο και στα πέραν αυτού αρμενικά βιλαέτια.

Σ’ αυτήν την επιβολή του βοήθησε και η στάση του Παλαιότουρκου στρατηγού Kazim Karabekir, ο οποίος προσχώρησε στο κίνημα, μαζί με την υπ’ αυτόν οθωμανική Στρατιά Καυκάσου, αφού προηγουμένως έσκισε τη σουλτανική τηλεγραφική διαταγή για σύλληψη Κεμάλ.

Από τη Σαμψούντα ο Κεμάλ μετέβη στη Χάβζα, όπου συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον διαβόητο Οθωμανό λήσταρχο Topal Osman, ο οποίος είχε επιδοθεί, με τους άτακτους «τσέτες» του, σε άγριο πογκρόμ κατά του ελληνισμού του δυτικού Πόντου, λεηλατώντας και βιάζοντας τους ανυπεράσπιστους χωρικούς.

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω τηλεγράφημα του προξένου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, που απευθύνεται στο Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος συμμετείχε στις εργασίες του Συνεδρίου Ειρήνης, στο Παρίσι: «Εξοχότητα Πολίτην – Παρισίους. Εν Πέρα τη 1/14η Φεβρουαρίου 1919 (…) Έχω την τιμήν πληροφορήσω υμάς ότι εκτίμησις εφημερίδος «Νεολόγος» Ελλήνων σφαγέντων ακταίς Ευξείνου εις 200.000 τυγχάνει βάσιμος. Κυριολεκτικώς διεπράχθησαν τοσούτοι φόνοι εις τοιαύτην συχνότητα, ώστε προσλαμβάνουσι χαρακτήρα σφαγής οίας των Αρμενίων (…) ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ.

Ένα άλλο τηλεγράφημα, που έστειλαν από τη Θεσσαλονίκη εκπρόσωποι Ποντίων προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ένα μήνα μετά, ανέφερε τα εξής: «Θεσσαλονίκη 20.03.19. Αυτού εξοχότητα κον Βενιζέλον. Παρισίους.(…) έχομεν τιμήν αιτήσωμεν υμετέραν ισχυράν προστασίαν από τουρκικών αποσπασμάτων, άτινα διοικούμενα υπό Τούρκων αξιωματικών και έχοντα βάσιν Ερζερούμ δηούσι, εξοντούσι, τρομοκρατούσι, σφάζουσι (…) Εκπρόσωποι περιοχής Kioles…».

Η συνάντηση αυτή Μουσταφά Κεμάλ και Τοπάλ Οσμάν προδίκασε την οριστική σταύρωση των Ποντίων στο Γολγοθά της «καθαρής Τουρκίας», αφού μ’ αυτήν επικυρώθηκε ότι η κεμαλική Τουρκία θα συνέχιζε το έργο των Παλαιότουρκων.

Δήμιοι των ανυπεράσπιστων Ποντίων θα ήταν πλέον, εκτός των ατάκτων του Τοπάλ Οσμάν και ο τακτικός κεμαλικός στρατός. Χαρακτηριστικό του μεγέθους των διωγμών που υπέστη ο ποντιακός ελληνισμός είναι το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Αντ. Γαβριηλίδη «Σελίδες εκ της μαύρης εθνικής συμφοράς του Πόντου», που εκδόθηκε το 1924:

«Την ιδίαν ημέραν προ μεσημβρίας συλλαμβάνουν όλους τους πρόσφυγας και τους καταστηματάρχας της πόλεως Αμισού και τους οδηγούν εις τας φυλακάς και την επομένην προ του να εξημερώση προετοιμάζουν αμάξας και τους αποστέλλουν εις το εσωτερικόν. Σταματούν εις το Ηλιάσκιοϊ, παραλαμβάνουν και τα γυναικόπαιδα και τους άνδρας του Καδήκιοϊ, τους οποίους την πρωίαν της ιδίας ημέρας είχον εγκλείσει εις τους αυτόθι στρατώνας και εξακολουθούν την πορείαν και κατόπιν πολλών βασάνων, περιπετειών και κακουχιών, εν ώρα δριμυτάτου χειμώνος και μετά πεζοπορίαν 15 ημερών, έφθασαν ολίγιστοι εις Τσορούμ, Μεδζίτοζου, Σονκουρλού, διότι οι πλείστοι μη δυνάμενοι να ανθέξουν εις τας συνεπείας μακράς και επιπόνου πεζοπορίας, απεβίωσαν καθ’ οδόν».

Μετά από μια περίοδο έντονων αντιπαραθέσεων με τους ηγετικούς κύκλους του ποντιακού κινήματος, ο Βενιζέλος αποδέχθηκε και υποστήριξε το αίτημά τους για σύσταση ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. ΄

Αρχισε μάλιστα να σχεδιάζει και απόβαση ελληνικού στρατού στον Πόντο. ΄Ομως, τα φιλόδοξα σχέδιά του ματαιώθηκαν με την ήττα του στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. ΄Εκτοτε, οι κεμαλικοί ανεθάρρησαν και ενέτειναν τις ανθελληνικές επιθέσεις τους.

Στις 17 Ιουνίου 1921 ο αντιπλοίαρχος Σπίαρς, κυβερνήτης του βρετανικού αντιτορπιλικού «Γουίλιαμσον», ανέφερε ότι 2.000 ΄Ελληνες εκτοπίσθηκαν στο εσωτερικό της χώρας και οι περισσότεροι απ’ αυτούς εσφάγησαν καθ’ οδόν. Το Νοέμβριο του 1921 καταχωρήθηκε στο ημερολόγιο του ιδίου πλοίου η κατάθεση του Κοσμά Λιλίδα, ενός 19χρονου ΄Ελληνα επιζώντα, που ανήκε σε μια ομάδα 1.000 εκτοπισθέντων ατόμων, ο οποίος ανέφερε ότι οι Τούρκοι φρουροί τους άνοιξαν αιφνιδιαστικά πυρ και σκότωσαν περί τους 700.

Στο μεταξύ, έκλεισαν δύο από τα πιο ονομαστά σχολεία του Πόντου, το περιώνυμο «Φροντιστήριο Τραπεζούντος», το οποίο ιδρύθηκε το 1682 (!) και το ελληνοαμερικανικό κολλέγιο «Ανατόλια», που ιδρύθηκε το 1886 στη Μερζιφούντα.

Το Ανατόλια είχε κλείσει κατά τη διάρκεια των σφαγών των Αρμενίων, τη διετία 1914 – 1915, αλλά άνοιξε το 1919 και λειτούργησε μέχρι τη 12η Φεβρουαρίου 1921, οπότε έκλεισε οριστικά, μετά την εισβολή τσετών του Τοπάλ Οσμάν, οι οποίοι συνέλαβαν και απαγχόνισαν πολλούς ΄Ελληνες καθηγητές και μαθητές. Πέντε μήνες μετά απαγχονίσθηκε από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο σπουδαίος δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης, εκδότης της εφημερίδας της Τραπεζούντας «Εποχή».

Τηρουμένων των πληθυσμιακών αναλογιών Ποντίων και Αρμενίων, η εξόντωση του ποντιακού ελληνισμού αποτελεί αδιαμφισβήτητη γενοκτονία. Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή Πολυχρόνη Ενεπεκίδη: «Πρέπει αυτό που συνέβη τότε στις πολιτείες του Εύξεινου Πόντου να υπήρξε γενοκτονία, κατά το πνεύμα και το γράμμα που δίνει σήμερα το διεθνές δίκαιο (…) Η γενοκτονία αλά Τούρκα είναι βουβή, πονηρή, ανατολίτικη, δεν έχει θεωρητικά background.

Οι καλούμενες εκτοπίσεις, εξορίες των κατοίκων ολόκληρων χωριών, οι εξοντωτικές εκείνες οδοιπορίες μέσα στο χιόνι των γυναικόπαιδων και των γερόντων – οι άνδρες βρίσκονται ήδη στα τάγματα εργασίας ή στον στρατό – δεν οδηγούν φυσικά σε κανένα Ausschwitz, με τους διαβολικά οργανωμένους μηχανισμούς της φυσικής εξόντωσης του ανθρώπου – όχι!

Ήταν όμως ένα Ausschwitz εν ροή, οι άνθρωποι πέθαιναν καθ’ οδόν, δεν περπατούσαν για να φθάσουν κάπου (…) Δεν υπήρχε στο τέρμα κανένα Ausschwitz, γιατί για τους περισσότερους δεν υπήρχε τέρμα. Το ταξίδι προς το θάνατο ήταν ο θάνατος, όχι το τέρμα του ταξιδιού».

Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού τον αποδυνάμωσε αριθμητικά και τον εξόντωσε οικονομικά. Το γεγονός αυτό ανήγαγε σε κύριο μέλημά του την επιβίωσή του μέσα σε συνθήκες αβεβαιότητας, απειλών και συνεχών διωγμών. Συγχρόνως όμως, η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού επέδρασε καταλυτικά και στις προσπάθειες απελευθέρωσής του, αφού δεν τού επέτρεψε να δημιουργήσει μία οργανωμένη πολιτική και στρατιωτική κίνηση.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πληθυσμιακή μείωση του ποντιακού ελληνισμού υπονόμευσε την προσπάθεια διεκδίκησης του Πόντου, αφού ο ελληνικός πληθυσμός του δεν είχε πλέον την ισχυρή αριθμητική παρουσία του παρελθόντος. Έτσι, η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού αναδείχθηκε και σ’ ένα από τα βασικά αίτια της αποτυχίας του, αν και αυτή απετέλεσε αρχικά μια από τις βασικές αιτίες εκδήλωσης του κινήματος αυτοδιάθεσης του Πόντου. Μετά το 1921, το ζήτημα της εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου πέρασε σε δεύτερη προτεραιότητα, λόγω των δραματικών εξελίξεων στο μικρασιατικό μέτωπο.

* Ο Θεόδωρος Γκλαβέρης είναι δικηγόρος και συγγραφέας των βιβλίων «Εκ Δυσμών – Μια διαχρονική ενατένιση της Ιστορίας της Θεσσαλονίκης και του κάμπου της», εκδόσεις #fylatos, 2021 και «Ο κάμπος της Θεσσαλονίκης».