Η ιστορία των Ποντίων είναι γεμάτη από οικογενειακές τραγωδίες με πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους που, ενώ ζούσαν μια ειρηνική ζωή, μακριά από πολιτικές και μεγάλα συμφέροντα, μέσα σε μια νύχτα, κυριολεκτικά βρέθηκαν να τα χάνουν όλα και να βρίσκονται σαν τα φτερά στον άνεμο. Σπίτια, περιουσίες, επιχειρήσεις χάθηκαν και ολόκληρες οικογένειες σκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, επειδή κάποιοι το αποφάσισαν να γίνει έτσι, γιατί κάποιοι έκριναν πως έτσι ήταν «δίκαιο» να γίνει.

Και όπως κάθε φορά που οι «μεγάλοι» μιλούν, οι «μικροί» και «ασήμαντοι» γίνονται πιόνια στα χέρια τους και καταχωρούνται στις παράπλευρες απώλειες ενός πολέμου και κανείς δεν σκέφτεται ή δεν υπολογίζει πως αυτές οι «απώλειες» έχουν όνομα, επώνυμο, όνειρα και μια ζωή μοναδική και ανεπανάληπτη, που ο καθένας είχε δικαίωμα να την ζήσει όπως ήθελε χωρίς παρεμβάσεις.

Οι Πόντιοι ανήκαν στον τόπο τους και δεν έπρεπε να ξεριζωθούν. Είχαν ταυτότητα και δεν έπρεπε να θυσιαστούν για το «γενικότερο» καλό. Το «γενικότερο» καλό δεν θα έπρεπε να στηρίζεται σε τόση αιματοχυσία. Στην απόπειρα εξαφάνισης ενός ολόκληρου λαού.

Ο Γιάννης και η Αναστασία Αμανατίδη. Φώτος: Supplied

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗ

Η οικογένεια του Στέλιου Αμανατίδη, εγγονού του γνωστού ιερέα του Αγίου Νικολάου στο Yarraville, παπα-Αντώνη, είναι μία από αυτές που θυσιάστηκαν στο βωμό αυτού του αόριστου ευρύτερου συμφέροντος. Κανείς δεν ξέρει ποια θα ήταν η πορεία τους εάν η ιστορική συγκυρία ήταν διαφορετική.

Ο Γιάννης Αμανατίδης και η σύζυγός του, Αναστασία, ζούσαν μια ήρεμη ζωή στον Πόντο στις αρχές του 20ου αιώνα. Από τα Κούτουλα εκείνος, από την Τραπεζούντα εκείνη, είχαν στήσει το σπιτικό τους στο κεφαλοχώρι, Λαραχανή, που κατοικούσαν 1.500 χριστιανοί και 500 Τούρκοι.

«Ήταν πλούσιοι και ζούσαν μια πολύ καλή ζωή. Ώσπου τα χάσανε όλα. Ήταν την ημέρα που μπήκαν οι Τούρκοι και τους απείλησαν πως, είτε θα γίνονται Τούρκοι, είτε θα τους έσφαζαν» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο δισέγγονός του, κ. Στέλιος Αμανατίδης.

Μπορεί η οικογένεια του Γιάννη Αμανατίδη να ξέφυγε από την Τουρκία, όμως ένα από τα πέντε αδέλφια του, έμεινε για πάντα εκεί. «Ήταν ο Κοσμάς που δεν πρόλαβε να φύγει, γιατί τον πιάσανε και τον σφάξανε».

Αυτό σημάδεψε για πάντα την οικογένεια και ο Κοσμάς έγινε θρύλος στις ιστορίες που διηγούνταν οι παλιοί στα παιδιά, τις νύχτες για να κοιμηθούν.

Ο Γιάννης, ο Κώστας, ο Σοφοκλής και η αδερφή τους, της οποίας το όνομα έσβησε στη λησμονιά, έφυγαν για την Ελλάδα, ενώ ο Νίκος που έφυγε για τη Ρωσία, δεν ξανάσμιξε ποτέ με την οικογένειά του.

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΟΗ

Η διαφυγή στην Ελλάδα ήταν μόνο η αρχή. Εκεί η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ανόη του Νομού Καστοριάς, και «παρ’ ότι ήταν ανεπιθύμητοι αφού τους θεωρούσαν Τούρκους, εκείνοι τα καταφέρανε. Απέκτησαν ξανά περιουσία, κτήματα κι έχτισαν ένα μεγάλο σπίτι, “το πατρικό” και ήταν όλοι εκεί»,] λέει ο κ. Στέλιος Αμανατίδης.

Ο παππούς του, Αντώνης Αμανατίδης, ήταν βαθμοφόρος του Ελληνικού Στρατού και μάλιστα πολέμησε στον ανταρτοπόλεμο. Στη συνέχεια, ακολούθησε την ιεροσύνη και, «όταν ήρθε στην Αυστραλία, έκανε πολλά έργα», λέει ο εγγονός του.

ΟΙ ΑΤΡΟΜΗΤΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Το οικογενειακό δέντρο του κ. Αμανατίδη είναι γεμάτο παραδείγματα γυναικών γεμάτων δύναμη και θέληση για ζωή. Η προγιαγιά του, από τη μεριά της μητέρας του, η Χρυσάννα, έμεινε από νωρίς χήρα και έπρεπε να αναθρέψει τα παιδιά τους. Έτσι, δεν υπήρχαν περιθώρια για φόβο ή δισταγμούς.

Τα δείγματα τα είχε δώσει από νωρίς. «Ήταν κάποτε ένας Τούρκος που ερχόταν και έκλεβε τα ζώα. Όλοι τον γνώριζαν αλλά κανείς δεν μιλούσε. Μόνο η γιαγιά Χρυσάννα βρήκε τη δύναμη και πήγε στην αστυνομία και τον κατήγγειλε. Τον συνέλαβαν κι εκείνος απειλούσε και μέσα από τη φυλακή ότι θα την σκοτώσει. Όμως η γιαγιά Χρυσάννα και ο φόβος δεν ταίριαζαν» λέει ο κ. Στέλιος Αμανατίδης.

Το περιστατικό που την καθιέρωσε, όχι μόνο ως ατρόμητη, αλλά και ως πολυμήχανη στις συνειδήσεις των επομένων γενεών της οικογένειας, ήταν το εξής, όπως μας το αφηγείται ο ίδιος ο εγγονός της:

«Όταν έπρεπε να φύγουν από τον Πόντο, η γιαγιά είχε ντύσει τον παππού μου τον Ιακώβ, με κοριτσίστικα ρούχα. Όμως στον έλεγχο τη σταμάτησαν κι άκουσε τον έναν φρουρό να λέει στον άλλο, «αυτός είναι άνδρας». Τότε η γιαγιά που ήξερε τουρκικά, χωρίς να χάσει καθόλου την ψυχραιμία της, φώναξε στη γλώσσα τους: «αφήστε τη, καλέ, την κακομοίρα, δεν την βλέπετε, μια φοβισμένη κοπέλα είναι» και οι φρουροί άφησαν τον Ιακώβ να περάσει».

Η γιαγιά Χρυσάννα πέρασε τα σύνορα και μαζί με τα παιδιά της εγκαταστάθηκαν «εκεί που μπορούσαν να πάνε, όπου τους δέχονταν». Και ο τόπος αυτός, ήταν τα Κομνηνά Πτολεμαΐδας.

Κι εκείνη, όπως και όλοι οι Πόντιοι άλλωστε, πρόκοψε και δημιούργησε μια περιουσία στηριζόμενη μόνο στα χέρια της και το μυαλό της.

Όμως, στο πρόσωπό της μπορούσε εύκολα κανείς να δει πως ήταν μια γυναίκα που είχε περάσει πολλά.

Ο Κοσμάς Αμανατίδης έμεινε για πάντα θαμμένος στον Πόντο.

Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΓΟΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ

Έναν αιώνα και πλέον μετά, οι εικόνες και οι περιγραφές από τα σκηνικά του ξεριζωμού και της σφαγής παραμένουν το ίδιο ζωντανές στις νεότερες γενιές. Ακόμα κι αν κανείς δεν έχει ακούσει τις ιστορίες αυτές, θαρρείς πως έχουν περάσει στα γονίδια των Ποντίων.

Ρωτώ τον κ. Αμανατίδη, τι έχει μείνει από όλη αυτή την εμπειρία στη δική του γενιά. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, μου απαντά: «Έμεινε η περηφάνια, ένα πείσμα, να νιώθεις τι σημαίνει να είσαι από ποντιακή ρίζα. Κάθε λαός που περνά μια δύσκολη στιγμή δένεται περισσότερο, καθώς το αίσθημα της επιβίωσης υπερισχύει και γνωρίζουν πως αν δεν μείνουν ενωμένοι, δεν θα επιβιώσουν. Προσωπικά, αισθάνομαι περήφανος που είμαι Πόντιος. Το ότι η οικογένειά μου ξανάρχισε από την αρχή και στην Ελλάδα –που δεν τους ήθελαν– και εδώ στην Αυστραλία με γεμίζει θαυμασμό γι’ αυτούς και την πεποίθηση πως πρέπει να κυνηγάς τα όνειρά σου», λέει.

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ

Μπαίνοντας στην επιχείρηση του κ. Αμανατίδη, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις τις παλιές φωτογραφίες που κρέμονται στον τοίχο. Φωτογραφίες που συνόδευσαν την οικογένεια μέσα σε σεντούκια και βαλίτσες σε όλο το ταξίδι τους από τον Πόντο, στην Ελλάδα και ως εδώ και μετά -ποιος ξέρει- πού αλλού…

Φωτογραφίες που μαρτυρούν την απόπειρα εξαφάνισης ενός ολόκληρου λαού. Φωτογραφίες που μαρτυρούν μια Γενοκτονία.

«Αυτές κινούν την περιέργεια των ξένων που ρωτούν και είναι μια ευκαιρία να τους πούμε τι σημαίνουν και τι έγινε τότε. Είναι ένας τρόπος να μην ξεχαστεί αυτό που συνέβη στον Πόντο», λέει ο κ. Αμανατίδης.

Ανάμεσά τους δεσπόζει εκείνη του Κοσμά, του αδερφού του παππού, που έμεινε για πάντα στα άγια χώματα της αλησμόνητης πατρίδας.

«Εκείνο που θυμάμαι από τις διηγήσεις των γιαγιάδων μου ήταν οι περιγραφές των ουρλιαχτών, των σπαρακτικών κραυγών, που δεν ήταν δυνατόν να ξεχαστούν και έτσι δέσποζαν σε κάθε ιστορία που ακούγαμε μεγαλώνοντας. Μας έλεγαν πως οι δρόμοι στο χωριό του παππού μου είχαν βαφτεί κατακόκκινοι από το αίμα των σφαγμένων» λέει ο κ. Στέλιος Αμανατίδης.

Ο ΚΟΣΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΑΚΟΜΗ ΤΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ…

Η άρνηση της αναγνώρισης της Γενοκτονίας είναι μια πληγή για όλους τους Πόντιους, για όλους τους Έλληνες, λέει ο κ. Αμανατίδης.

«Είναι πολύ δύσκολο για όλους μας. Είναι μια προδοσία. Πολλοί έχασαν τις οικογένειές τους επειδή δεν μπόρεσαν να φύγουνε και πολλοί άλλοι έγιναν μουσουλμάνοι. Είναι, λοιπόν, μια μεγάλη πληγή. Όλοι αυτοί περιμένουν τη δικαίωση. Ο Κοσμάς περιμένει τη δικαίωση…» λέει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα.