Στις 26 Αυγούστου 2001 είχα την ευκαιρία και το προνόμιο να συναντήσω και να πάρω συνέντευξη από τον κ. Γερβάσιο Κοσμίδη κατά την επίσκεψή μου στην Αδελαΐδα της Νότιας Αυστραλίας στο πλαίσιο μιας πανεθνικής περιοδείας που διοργάνωσε η Ποντιακή Εστία Βικτώριας.

Εκείνη την εποχή, ο κ. Κοσμίδης ήταν ο γηραιότερος εν ζωή καταγόμενος από την Άψαλο του Νομού Πέλλας που τύχαινε να είναι και το χωριό των γονιών μου.

Κατά τη διάρκεια της δίωρης συνάντησής μας, ο κ. Κοσμίδης μού μίλησε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του και τις πολλές δυσκολίες που πέρασε ο ίδιος και η οικογένειά του.

Ο κ. Κοσμίδης γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1904 σε μια περιοχή που ονομάζεται Μεταλλείο Ακ-Νταγ (Ag Ntag Maten), κοντά στην Αργυρούπολη, στην επαρχία της Άγκυρας στη Μικρά Ασία.

Μέχρι το 1914 η ζωή του ήταν σχετικά καλή, αλλά μόλις ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, όλα τα ελληνικά χωριά (όχι τα τουρκικά) αναγκάζονταν να τροφοδοτούν τον γερμανικό στρατό με τις σοδειές τους. Ως αποτέλεσμα, η πείνα άρχισε να θερίζει τους Έλληνες της περιοχής και έτσι πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να μετεγκατασταθούν προκειμένου να επιβιώσουν.

Λόγω της σχετικής εγγύτητας της πόλης της Άγκυρας με το Μεταλλείο Ακ-Νταγ και έχοντας ακούσει ότι εκεί υπήρχαν διαθέσιμα τρόφιμα, ο κ. Κοσμίδης και η οικογένειά του ξεκίνησαν με τα πόδια για την Άγκυρα, ένα ταξίδι που κράτησε δύο ολόκληρους μήνες.

Τελικά, τα κατάφεραν και με τη βοήθεια άλλων Ελλήνων του Πόντου που εργάζονταν στους σιδηροδρόμους, βρήκαν ένα μέρος να μείνουν. Η Άγκυρα έγινε το σπίτι της οικογένειας μέχρι το 1922. Σε αυτό το διάστημα, ο κ. Κοσμίδης έκανε διάφορες δουλειές μεταξύ των οποίων και πώληση εφημερίδων. Ο κ. Κοσμίδης μού είπε ότι πουλούσε εφημερίδες ακόμη και στο γραφείο του Κεμάλ Ατατούρκ, τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά.

Την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου, οι Έλληνες της Άγκυρας ήταν περίπου 15.000. ‘Όταν ο ελληνικός στρατός έφτασε στα περίχωρα της Άγκυρας, ακούστηκε ότι οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει 60.000 Έλληνες στρατιώτες και επρόκειτο να τους φέρουν στην πόλη. Ο κ. Κοσμίδης μού είπε ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο μόνο για περίπου 60 αιχμαλώτους Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων.

Η 12η Αυγούστου 1922 ήταν μια ημερομηνία που θα άλλαζε τα πάντα για τον κ. Κοσμίδη και τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος ήταν ένας από τους συνολικά 993 εφήβους και ενήλικες άνδρες ως 60 ετών που πιάστηκαν αιχμάλωτοι και τρεις ημέρες μέρες αργότερα, ανήμερα της Παναγίας, τους φυγάδευσαν από την πόλη προς άγνωστο προορισμό. Περπατούσαν επί 6 ημέρες συνεχώς συνοδευόμενοι από 370 Τούρκους στρατιώτες.

Την έκτη ημέρα έφτασαν σε ένα ορμητικό ποτάμι το οποίο περιβαλλόταν από λόφους και τους είπαν να ξεκουραστούν. “Ήμασταν όλοι εξαντλημένοι” είπε ο κ. Κοσμίδης. “Ενώ ξεκουραζόμασταν παρατηρήσαμε ότι πολλοί στρατιώτες είχαν απομακρυνθεί. Αργότερα μάθαμε ότι πήγαιναν στα κοντινά τουρκικά χωριά για να συγκεντρώσουν τον τοπικό τουρκικό πληθυσμό για να έρθουν να μας σφάξουν”. Τότε, ο Τούρκος επικεφαλής στάθηκε σε ένα ύψωμα και απευθυνόμενος σε όλους μας είπε στα τουρκικά: “Σας έφεραν όλους εδώ γιατί εδώ είναι το μέρος που θα πεθάνετε όλοι σας”.

Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια, τα αγόρια και οι άντρες άρχισαν να κλαίνε και να προσεύχονται δυνατά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τους είπαν ότι επρόκειτο να πεθάνουν όλοι μέσα στα επόμενα 15 λεπτά.

Ωστόσο, οι γυναίκες του χωριού διαμαρτυρήθηκαν και επικοινώνησαν με τον πατέρα Ευθύμη, ο οποίος δεν ήταν παρών όταν συνελήφθησαν οι άνδρες. Παρακάλεσαν τον ιερέα να κάνει κάτι για να σώσουν τους συζύγους, τους πατέρες και τους γιους τους. Και ο ιερέας το έκανε. Κατευθύνθηκε αμέσως στο γραφείο του Κεμάλ Ατατούρκ και κατάφερε να σώσει τις ζωές όλων των ανδρών και των αγοριών προσφέροντας τις δύο κόρες του στα τουρκικά χαρέμια.

Ο κ. Κοσμίδης μου είπε ότι λίγο μετά αφότου τους είπαν ότι θα πεθάνουν όλοι, έφθασε μια γραπτή διαταγή που διαβάστηκε από τον Τούρκο επικεφαλής. Η διαταγή ανέφερε τα εξής: “Σήμερα είναι η τυχερή σας μέρα, γιατί σας χαρίστηκαν οι ζωές σας”.

Αν και γλίτωσαν από βέβαιο θάνατο, οι Τούρκοι δεν τους απελευθέρωσαν, αλλά τους ανάγκασαν να επισκευάζουν δρόμους και γέφυρες για τον τουρκικό στρατό. Ο κ. Κοσμίδης μου είπε ότι σε κάποια φάση έπρεπε να επισκευάσουν μία συγκεκριμένη γέφυρα που απαιτούσε να μπουν ημίγυμνοι σε ένα παγωμένο ποτάμι με “τέσσερα δάχτυλα πάγου” τα οποία έπρεπε να σπάνε κάθε πρωί και μετά να μπαίνουν στο νερό. “Κρυώναμε και δεν μας έδιναν καθόλου φαγητό”.

Τελικά, οι επιζώντες επέστρεψαν στην Άγκυρα και ο κ. Κοσμίδης βρέθηκε στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα

της Σύμβασης Περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών (Συνθήκη της Λωζάνης).

Ρωτώντας τον κ. Κοσμίδη αν οι δικές του και πολλές άλλες μαρτυρίες αυτοπτών για εκείνη την ιστορική περίοδο πρέπει να γίνουν γνωστές, απάντησε: “Τι λέτε; Φυσικά και πρέπει να γίνουν γνωστές. Ξέρετε πόσο αίμα χύθηκε εκείνη την περίοδο;”.