ΗΤΑΝ δύσκολα εκείνα τα χρόνια, πολύ δύσκολα. Τα καράβια κουβαλούσαν το ανθρώπινό τους φορτίο που είχε ρίζες στην ελληνική ύπαιθρο, στο χωριό, στους συγγενείς και φίλους, και ξεκινούσε για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Μια βάρκα γεμάτη όνειρα και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο, μια πιο ανθρώπινη ζωή.

Συχνά, όμως, η «υποδοχή» στη νέα πατρίδα δεν ήταν αυτή που οι νεομετανάστες περίμεναν. Ανάλογα του πότε έφτανες στη θετή σου, νέα πατρίδα, σε περίμεναν πολλές, δύσκολες εμπειρίες: δύσκολο να βρεις δουλειά, μια και κατά συχνά διαστήματα, την εποχή εκείνη, η οικονομία περνούσε κρίση. Και δύσκολο να βρεις κατοικία που ήταν προσιτή και εξυπηρετική. Οι περισότεροί μας προσπαθήσαμε να βολευτούμε προσωρινά με συγγενείς ή φίλους, αν ήμασταν τυχεροί και είχαμε συγγενείς ή φίλους που είχαν ήδη εγκασταταθεί στη νέα μας πατρίδα. Αν, όμως, δεν είχες;

Εκείνο, ωστόσο, που σε πλήγωνε πιο πολύ ήταν ο ρατσισμός και οι συνεχείς διακρίσεις λόγω του ότι «ήσουν ξένος». Σου φώναζαν «να βγάλεις τον σκασμό», να πάψεις να μιλάς τη μητρική σου γλώσσα ή να «πας πίσω από κει που ήρθες»!

Σαν έβρισκες δουλειά ήταν η πιο βαριά και ανθιυγιεινή και δύσκολη, χειρωνακτική με αποτέλεσμα πολλοί από μας να πάθουν εργατικά ατυχήματα. Ως απάντηση στα ερωτήματα αυτά, οι ντόπιοι (γιατροί, δικηγόροι, κοινωνικοί λειτουργοί) απλώς μας κολλούσαν τη ρετσινιά, ότι δηλαδή όλα αυτά ήταν προσποιητά!

Η κυβερνητική στήριξη/φροντίδα ήταν μηδαμινή, σχεδόν ανύπαρκτη, η δε παροικία ανοργάνωτη και αδύνατη να επέμβει δυναμικά.

Αυτές, με λίγα λόγια ήταν οι συνθήκες που συναντήσαμε και οι εμπειρίες που γνωρίσαμε τα χρόνια εκείνα, στις δεκαετείες του ’50, του ’60 και του ’70. Εμείς «οι παλιοί», θυμόμαστε με βαθιά πίκρα τις εμπειρίες αυτές!

Μέσα στις οδύνες αυτές βρέθηκαν ορισμένοι άνθρωποι που ανέλαβαν πρωτοβουλίες για να ελαφρώσουν τα βάρη του Έλληνα μετανάστη. Ήταν λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλαμ έδωσαν όμως πολλά. Ανάμεσά τους, το ζεύγος Μαργαρίτας και Σπύρου Μωραΐτη.

Είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ και με τους δύο τους τα χρόνια εκείνα. Η ιστορία, όμως, της Μαργαρίτας Μωραΐτη είναι ξέχωρη, μια και συνέβαλε με τη δράση της να αλλάξει το όλο σκηνικό και να επιφέρει μια πιο ανθρώπινη προσέγγιση στο όλο θέμα. Αυτό δεν ήταν εύκολο ούτε γρήγορο να επιτευχθεί. Γι’ αυτό η Μαργαρίτα πολέμησε το όλο σκηνικό από πολλές πλευρές.

Διετέλεσε για χρόνια μέλος και πρόεδρος της Επιτροπής Εθνοτικών Κοινοτήτω Βικτώριας, μέλος της Επιτροπής κατά του Καρκίνου, μέλος της Κεντρικής Υπηρεσίας Διερμηνέων για Ιατρικές Υπηρεσίες και άλλες παρόμοιες οργανώσεις τις οποίες υπηρέτησε για χρόνια πολλά.

Η πιο μεγάλη, όμως, υπηρεσία της Μαργαρίτας στην ελληνική παροικία, ήταν αυτή που πρόσφερε μέσα από την Πρόνοια, ή την Αυστραλο-Ελληνική Κοινωνική Πρόνοια, όπως ήταν γνωστή, την οποία υπηρέτησε εξ αρχής.

Έχοντας ο ίδιος υπηρετήσει στο Διοικητικό Συμβούλιο για πολλά χρόνια, γνωρίζω ότι όταν η υπηρεσία αυτή δεν είχε μισθωμένους υπαλλήλους, η Μαργαρίτα χειριζόταν όλα σχεδόν τα σχετικά με την οργάνωσή της: τα πρακτικά των συνεδριάσεών της, τα οικονομικά της τις δημόσιες σχέσεις και τις σχέσεις με τις αυστραλιανές Αρχές. Ήταν η γραμματέας, η ταμίας, η υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων και, γενικά, ο συνδετικός κρίκος της Πρόνοιας με τον έξω κόσμο.

Ο πρόσφατος θάνατος της Μαργαρίτας αποτελεί μιαν απώλεια επι πολλών επιπέδων. Η οικογένειά της, οι λοιποί συγγενείς της, η Πρόνοια, η Καστελλοριζιακή Αδελφότητα, και όλοι όσοι γνώρισαν την Μαργαρίτα συμμερίζονται στον χαμό της Μαργαρίτας και της ευχόμαστε Καλή Ανάπαυση!